Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Στο μεγαλύτερο διάστημα της ανθρώπινης Iστορίας, η Θρησκεία έχει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, επηρεάζοντας αρκετούς τομείς της. Ένας από αυτούς είναι η Πολιτική. Πλήθος πολιτικών αποφάσεων έχουν επηρεαστεί άμεσα ή έμμεσα από την εκάστοτε θρησκεία και το αντίστροφο. Στη «γειτονιά» μας, στη Βαλκανική Χερσόνησο, ο Χριστιανισμός και ειδικότερα το Ορθόδοξο Δόγμα κυριαρχούν για πάνω από μία χιλιετία. Όπως είναι φυσικό, ήταν παρόν σε όλα τα σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη νοτιοανατολική Ευρώπη και αλληλεπιδρούσε με αυτά. Την αλληλεπίδραση αυτή περιγράφει και αξιολογεί ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης μέσω του συγγράμματος Θρησκεία και πολιτική στον Ορθόδοξο κόσμο: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι προκλήσεις της νεωτερικότητας, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο. Ο βραβευμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών αναλύει την πορεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν μέσω των πολιτικών και ιστορικών εξελίξεων που συντελέστηκαν από το 1453 μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Ειδικότερα, ως πρώτος «σταθμός» μπορεί να θεωρηθεί η εποχή του Διαφωτισμού, καθώς και η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο μέχρι τη δημιουργία των ανεξάρτητων κρατών στη Βαλκανική Χερσόνησο. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας προχωρά στην κατάρριψη του στερεοτύπου περί πλήρους αντίθεσης μεταξύ των ιδεών του Διαφωτισμού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παραθέτοντας και τις ανάλογες πηγές. Έπειτα, αναφέρεται στη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας, τον ρόλο που αυτό κατείχε ως θεσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αντιμετώπισή του από τους Σουλτάνους σε ειδικές ιστορικές περιστάσεις. Ακόμα, αναλύει τη διαμόρφωση των αυτοκέφαλων εθνικών Εκκλησιών στα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη και τις σχέσεις αυτών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι της ιδεολογίας του εθνικισμού κατά τον 19ο αιώνα. Αποφασίζοντας να βάλει ένα τέλος στα ιστορικά στερεότυπα γύρω από το θέμα αυτό, περιγράφει τους λόγους οι οποίοι έφεραν το Πατριαρχείο απέναντι στη νέα αυτή ιδεολογία και τα προβλήματα που προέκυψαν, όταν τα κράτη συνέδεσαν τη θρησκεία με την προαναφερθείσα ιδεολογία. Έπειτα, φτάνουμε στον καιρό των πολέμων, τον 20ο αιώνα. Σε αυτό το σημείο του βιβλίου, συναντάμε την προσαρμογή του Πατριαρχείου στα νέα δεδομένα, με την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την παράλληλη άνοδο του τουρκικού εθνικισμού να το φέρνουν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών με θρησκευτικά κριτήρια, επηρέασε σημαντικά τη λειτουργία του Πατριαρχείου.
Το «ταξίδι στο χρόνο» συνεχίζεται με την είσοδο στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Κατά την περίοδο αυτή, οι διακυμάνσεις στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν αντίκτυπο στη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για να αναλύσει την ιστορία του τελευταίου αυτή την περίοδο, ο συγγραφέας τη χωρίζει σε δύο κατηγορίες. Διακρίνουμε, λοιπόν, την «εξωτερική ιστορία» και την «εσωτερική ιστορία». Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι επιδράσεις που ασκήθηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως από τα διεθνή γεγονότα που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στην κατηγορία της «εσωτερικής ιστορίας» περιλαμβάνονται τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο εσωτερικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ήταν ο άτυπος ανταγωνισμός με το Πατριαρχείο της Μόσχας για την κατοχή των πρωτείων του ορθόδοξου κόσμου.
Πλησιάζοντας προς το τέλος, ο συγγραφέας αναλύει τις προσπάθειες δημιουργίας μιας «θρησκευτικής διεθνούς» στη σύγχρονη εποχή, όπου ο ορθόδοξος κόσμος θα επιστρέψει στην οικουμενικότητά του, μακριά από τις διαφορές που οφείλονται στον εθνικισμό. Μάλιστα, προχωρά σε περιγραφή ενός αντίστοιχου «διεθνισμού» που επικρατούσε κατά τους προηγούμενους αιώνες, πριν από την εμφάνιση του εθνικισμού. Ακολουθεί η προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να «καταπιαστεί» με τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, όπως είναι η περιβαλλοντική κρίση και να εισέλθει σε μια νέα εποχή εξωστρέφειας κατά την αυγή του 21ου αιώνα.
Το τελευταίο κεφάλαιο του συγγράμματος είναι αφιερωμένο στην κατάρριψη ενός ακόμα στερεοτύπου. Συγκεκριμένα, μέσω τριών παρατηρήσεων, ο συγγραφέας επιθυμεί να δώσει ένα τέλος στην άποψη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την εχθρότητα και τις συγκρούσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Ίσως αυτός να είναι και ο ιδανικός τρόπος για να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Άλλωστε, καθώς ο αναγνώστης «περιπλανιέται» στις σελίδες του συγγράμματος διαπιστώνει την έντονη προσπάθεια να καταρριφθούν κάποιοι μύθοι σχετικά με τη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αναδειχθούν οι ευεργετικές εργασίες του. Ωστόσο, ο συγγραφέας δε διστάζει να αναδείξει και τα λάθη στα οποία έχει προβεί το παραπάνω, κάτι το οποίο προσδίδει στο βιβλίο επιπρόσθετη αντικειμενικότητα.