Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Σήμερα, οι φοιτητές της Νομικής έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά μαθημάτων που αφορούν το Αστικό Δίκαιο. Ο σύγχρονος Αστικός Κώδικας της Ελλάδας τέθηκε σε ισχύ το 1946. Κι όμως, εύλογα θα σκεφτεί κανείς ότι και πριν από αυτό το ορόσημο, με κάποιες διατάξεις θα έπρεπε να ρυθμίζονται οι βιοτικές σχέσεις που αφορούν το πεδίο του Αστικού Δικαίου. Πραγματικά, στο προηγούμενο μέρος αυτού του αφιερώματος, είδαμε πώς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος απέκτησε Αστικό Κώδικα, έστω και με την πρόσληψη της Εξαβίβλου του Αρμενόπουλου, εφόσον δεν υπήρχε κάποια άλλη δυνατότητα εκείνη την περίοδο. Παρόλο που τα Συντάγματα του Αγώνα προέβλεπαν τη σύνταξη κωδικοποιήσεων για το Αστικό και το Ποινικό Δίκαιο, κάτι τέτοιο δεν κρίθηκε δυνατό για αρκετά ακόμη χρονιά.
Η περίοδος της Αντιβασιλείας ήταν κατά κοινή ομολογία πολύ σημαντική για την εξέλιξη του δικαίου στην Ελλάδα. Μέλος της Αντιβασιλείας ήταν και ο Γερμανός νομομαθής Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, ο οποίος ήταν καθηγητής του Ιδιωτικού Δικαίου και της Ιστορίας Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο διαπρεπής αυτός νομικός της εποχής συνεισέφερε τα μέγιστα στην κωδικοποίηση του δικαίου στην Ελλάδα. Στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα, περίπου τέσσερις μήνες, ο Μάουρερ προσπάθησε να συνδυάσει το φιλελεύθερο πνεύμα του γαλλικού δικαίου με την ακρίβεια της γερμανικής νομικής επιστήμης. Σήμερα θεωρείται ότι η συμβολή του στην ανάπτυξη του δικαίου στη χώρα μας υπήρξε καθοριστική, και ιδιαίτερα παραγωγική, αν αναλογιστεί κανείς και το ιδιαίτερα μικρό χρονικό πλαίσιο της διαμονής του στην Ελλάδα.
Ο Μάουρερ δεν κατάφερε, παρά την πρόθεσή του να το πραγματοποιήσει, να κωδικοποιήσει το ελληνικό αστικό δίκαιο. Πάρα ταύτα, η σύντομη θητεία του στην Ελλάδα ήταν παραγωγικότατη. Έργο του αποτέλεσε το 1834 ο «Οργανισμός Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων». Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η αγάπη του Μάουρερ για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και η πεποίθηση ότι αναβιώνει κατά μια έννοια το πνεύμα της Αρχαίας Αθήνας τον έκανε, σε αυτό το νομοθέτημα, να ονομάσει για πρώτη φορά το ανώτατο πολιτικό και ποινικό Δικαστήριο Άρειο Πάγο, όπως λέγεται και μέχρι σήμερα. Ήδη από το 1833, είχε διαμορφωθεί με την επιμέλεια του ίδιου ο Ποινικός Νόμος, που ουσιαστικά ίσχυσε ως Ποινικός Κώδικας της Ελλάδος μέχρι το 1951. Το κωδικοποιητικό έργο του Μάουρερ δεν περιορίστηκε στις ουσιαστικές διατάξεις, καθώς ο ίδιος εισήγαγε κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας.
Το έργο του Μάουρερ επικρίθηκε αρκετά, καθώς πολλοί θεώρησαν ότι ήταν υπερβολικά επηρεασμένο από ξενικά δίκαια και δε λάμβανε υπ’ όψιν τις ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας. Πάντως, υπάρχουν και απόψεις που αναφέρουν ότι τόσο αν υπολογίσει κανείς την προϋπάρχουσα κατάσταση, όσο και το μικρό διάστημα στο οποίο δημιουργήθηκαν αυτές οι κωδικοποιήσεις, η συμβολή του Μάουρερ πρέπει να εκτιμηθεί.
Τι συνέβη, όμως, με το Αστικό Δίκαιο; Γιατί ο κατά τα άλλα πολυγραφότατος Γερμανός δεν επιχείρησε μια κωδικοποίηση; Παρόλο που φαίνεται ότι είχε προβεί σε προπαρασκευαστικές εργασίες για να το πράξει, ο Μάουρερ κατάλαβε ότι το να προσαρμόσει το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο για να χρησιμοποιείται ως Αστικός Κώδικας, ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, ιδίως λόγω της δυσκολίας σχετικά με την αναδρομή στις πηγές. Ο ίδιος ο Μάουρερ, σε έργο του το 1835, όπου περιγράφει και την εμπειρία του από το ελληνικό κράτος, γράφει: Και ποιος θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο έργο, όταν θα έπρεπε να επεξεργαστεί τόσο δύσκολες νομικές πηγές; Ιδίως αν ελάμβανε υπόψη, ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα δεν θα στεκόταν δυνατό να ανευρεθεί έστω κι ένα πλήρες αντίτυπο των αναγκαίων σχετικών νομικών συλλογών, που να περιλαμβάνει ιδιαίτερα την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, τα Βασιλικά, τις Νεαρές και τις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Μάουρερ δεν ήθελε και να αποξενώσει το ελληνικό Αστικό Δίκαιο από τους ανθρώπους που θα το χρησιμοποιούσαν. Φαίνεται ότι ο Γερμανός, όπως και ο συμπατριώτης του Savigny, πίστευε στο Volksgeist, την ιστορικοκοινωνικά διαμορφωμένη συνείδηση κάθε κοινότητας, η οποία πρέπει να σχηματίζει το Αστικό Δίκαιο. Ο Μάουρερ οραματιζόταν ένα Volksgesetzbuch, με άλλα λόγια, ένα βιβλίο που να αποδίδει την ψυχή του λαού στις διατάξεις του. Δίνοντας ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στο εθιμικό δίκαιο, ο ίδιος απέστειλε πλήθος ερωτημάτων σε τοπικά δικαστήρια, για να κατανοήσει τις πρακτικές και τις εφαρμοζόμενες διατάξεις. Πολλές από τις παρατηρήσεις του δημοσίευσε στο σύγγραμμά του, που αναφέρθηκε ήδη. Η πρόωρη ανάκλησή του από την Ελλάδα τον Ιούλιο του 1834, για λόγους σύγκρουσης με τα άλλα μέλη της Αντιβασιλείας, δεν του επέτρεψε, όμως, να ολοκληρώσει το κωδικοποιητικό του έργο αναφορικά με έναν νέο Αστικό Κώδικα.
Θα είχαμε, άραγε, έναν Αστικό Κώδικα του 1834 ή κάποιας επόμενης χρονιάς αν είχε προλάβει ο Μάουρερ να τελειώσει τις μελέτες του; Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά πιθανό. Θα είχε, άραγε, διαγνώσει σωστά ο Γερμανός το Volkgeist για την μετεπαναστατική Ελλάδα; Είναι κάτι που δε θα μάθουμε ποτέ, αλλά ελπίζω σε κάθε περίπτωση το σημερινό μου άρθρο να σας έμαθε κάτι που δε γνωρίζατε για την ταραχώδη ιστορία του Αστικού Δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τρωιάνος, Σ. & Βελισσαροπούλου – Καρακώστα, Ι. (2010), Ιστορία Δικαίου, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
- Ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer) και η συμβολή του στην εξέλιξη του ελληνικού αστικού δικαίου”, διαθέσιμο εδώ