Του Τάσου Μοσχονά,
Μια καταστροφή που κανείς δεν μπορεί να δει. Που κανείς δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια. Τι κάνουμε, άραγε, όταν κάτω από το πέπλο χιλιάδων περισπασμών αγνοούμε αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας; Και όταν επιτέλους βρεθούμε αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια, μήπως είναι αργά; Μήπως μας βρει προ εκπλήξεως; Θα επιχειρήσουμε να την αντιμετωπίσουμε ή μήπως πάλι θα προβούμε σε ανελέητο scrolling στο κινητό μας, με στόχο να ναρκώσουμε τον πόνο;
Όλα αυτά τα ερωτήματα αναπτύσσονται αναλυτικά στο νέο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Richard Flanagan, H ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια. Με την ελληνική έκδοση να κυκλοφορεί πριν από λίγο καιρό από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έρχεται για ακόμα μία φορά σε επαφή με το έργο του «μεγαλύτερου εν ζωή Αυστραλού συγγραφέα», σύμφωνα με τη Washington Post. Τι πραγματεύεται, όμως, το βιβλίο και γιατί, παρά το μικρό του μέγεθος, φαντάζει μεγάλο αναφορικά με τη στοχοθεσία και τη θεματολογία του;
Στο επίκεντρο της πλοκής του μυθιστορήματος βρίσκεται μία οικογένεια σε «αποσύνθεση». Τρία αδέρφια και μία μάνα. Και λίγοι, μα ηχηροί απόντες. Στο φόντο, το νησί της Τασμανίας στα νότια της Αυστραλίας, ένα πρώην παρθένο περιβάλλον που σταδιακά καταστρέφεται, αλλοιώνεται, εξαφανίζεται. Η έννοια της εξαφάνισης σίγουρα διέπει ολόκληρο το βιβλίο, συνδέοντας ιδανικά το πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος, λες και τα δύο στοιχεία βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης.
Η μάνα της οικογένειας, Φράνσι, είναι πλέον 87 ετών. Έχοντας περάσει μια ζωή γεμάτη δυσκολίες και κακουχίες, μετά από μια εγκεφαλική αιμορραγία βρίσκεται πλέον κατάκοιτη, ανάμεσα σε νοσοκομεία, κλινικές αποκατάστασης και στο σπίτι της. Η Φράνσι, παρά τις μικρές αναλαμπές, είναι μια σκιά του εαυτού της, ενώ η αδυναμία και ανημποριά της αντιπαραβάλλονται συχνά με περιγραφές ενός παρελθόντος, στο οποίο φάνταζε —αν όχι κυρίαρχη— ως μια παρουσία σταθερή και πανταχού παρούσα, παρά τις αντιξοότητες. Πλέον οριακά διατηρεί τη δική της βούληση, ονειροπολεί φανταστικά μυθολογικά σκηνικά και η τύχη της εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τα τρία της παιδιά.
Ο Τόμι, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, είναι το μόνο από τα τρία παιδιά που έμεινε κοντά της στην Τασμανία. Αποτυχημένος καλλιτέχνης, ευαίσθητος και στωικός έχει καταφέρει, παρά τις συνεχείς κακίες της οικογένειας προς το μέρος του, σχετικά με την παθητικότητα και το τραύλισμά του, να διατηρήσει μια σταθερότητα, μια πρωτοφανή ηρεμία. Μπορεί να καταλάβει πως η μητέρα του βρίσκεται σε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, σέβεται τις επιθυμίες της και βρίσκεται σε ομόνοια με τις σαρωτικές αλλαγές, σαν να τις βλέπει να έρχονται και να μην εκπλήσσεται.
Ο μικρότερος γιος, ο Τέρζο, είναι το πρότυπο του παιδιού-επιτυχημένου επαγγελματία. Έχοντας αφήσει, σε μικρή ηλικία, την Τασμανία και ένα πονεμένο παρελθόν, πλέον εργάζεται σε μια μεγάλη επενδυτική εταιρία. Παρουσιάζεται ως αλαζόνας, ισχυρογνώμων και ματαιόδοξος, ενώ διακρίνεται από μια μοναξιά, την οποία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να καλύψει.
Αντικατοπτρισμός του Τέρζο, όμως, είναι και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, μοναδική κόρη και μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, Άννα. Επιτυχημένη αρχιτέκτονας, ζει μια καθ’ όλα αξιοζήλευτη ζωή στο Σίδνεϋ μακριά από τη μητέρα της, έχοντας έναν γιο και μια σύντροφο που αγαπά στο πλάι της. Οδεύοντας προς τα 60, όμως, και αντιμετωπίζοντας τον επικείμενο χαμό της μητέρας της, οι ισορροπίες της κλονίζονται συθέμελα. Τόσο πολύ, που ξαφνικά αρχίζει και χάνει μέρη του σώματός της. Ξεκινώντας από ένα χαμένο δάχτυλο, η Άννα φαίνεται σιγά σιγά να αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια μας, χάνοντας θεμελιώδη σημεία της οντότητάς της, χάνοντας τον ίδιο της τον εαυτό. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο χαμός, αλλά ότι αυτός γίνεται αντιληπτός με χρονοκαθυστέρηση, ενώ δε φαίνεται να είναι ορατός και παρατηρήσιμος ούτε από την ίδια, αλλά ούτε και από τους άλλους.
Για να αντιμετωπίσει τις σταδιακές εξαφανίσεις, η Άννα βάζει έναν νέο στόχο. Πρέπει πάση θυσία να κρατήσει τη μητέρα της στη ζωή. Μέσω πολλαπλών και δύσκολων ιατρικών επεμβάσεων, που έχουν καταστήσει τη Φράνσι κατάκοιτη, ο στόχος είναι η διατήρησή της στη ζωή, με κάθε κόστος. Βλέπετε, η Φράνσι μέσα στη μεταβατική φάση αναλαμπών και αφασίας βλέπει οράματα, από τα οποία πιάνεται η Άννα για να ανασκευάσει τις αναμνήσεις που την απαρτίζουν και την καθορίζουν ως άτομο. Τα οράματα αυτά απαλλάσσουν την Άννα από το να αισθάνεται μια πρωτοφανή μοναξιά και βεβαιώνουν την ανθρωπιά της. Με το περιβάλλον της, τους ανθρώπους γύρω της, αλλά και την ίδια να παραμορφώνονται χωρίς προειδοποίηση και να οδηγούνται προς τον αφανισμό, η —έστω και προσωρινή— επιμήκυνση της ζωής της Φράνσι φαίνεται ως η μόνη διέξοδος. Μαζί, ίσως και με ένα ανελέητο «σκρολάρισμα» σε εφαρμογές, στις οποίες η ίδια κυνηγά ειδήσεις μαζικών καταστροφών, εξαφανίσεων, αλλά και ενημέρωση για τις πυρκαγιές που μαστίζουν τόσο τη γενέτειρά της Τασμανία όσο και τη λοιπή ηπειρωτική Αυστραλία. Σε αυτήν της την «εκστρατεία» να διατηρηθεί στη ζωή, η Φράνσι έχει σύμμαχο τον έτερο «επιτυχημένο» αδερφό, Τέρζο, και αντιμέτωπο τον Τόμι. Θα καταφέρει να ανασκευάσει και να νοηματοδοτήσει τα οράματα; Να χτίσει ξανά τον εαυτό της, γεμίζοντας τα παρελθοντικά αλλά και τα τωρινά κενά μέσω της ζωής της Φράνσι; Ή θα χαθεί;
Το βιβλίο του Φλάναγκαν είναι σίγουρα ένα σκληρό ανάγνωσμα, γεμάτο πόνο και σιωπή. Ο πολυβραβευμένος Αυστραλός συγγραφέας και τιμημένος με Βραβείο Booker το 2014 για το βιβλίο του Το Μονοπάτι για τα Βάθη του Βορρά (εκδόσεις Ψυχογιός), σίγουρα με αυτό του το έργο επιδιώκει κάτι παραπάνω από την παρουσίαση μιας οικογενειακής τραγωδίας. Γραμμένο το 2019 στη γενέτειρά του, Τασμανία, ο Φλάναγκαν τοποθετεί το έργο στο 2018, όταν οι φοβερές πυρκαγιές που ξέσπασαν, κατέκαψαν το νησί με την παρθένα χλωρίδα και πανίδα —αλλά και μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Αυστραλίας την αμέσως επόμενη χρονιά. Προσθέτοντας παραμέτρους όπως την αποικιοκρατία, αλλά και έναν κύκλο βίας και παραγκωνισμού του νησιού, που μετρά αιώνες, καταφέρνει με έναν ιδανικό τρόπο να παραλληλίσει την κάθοδο μιας οικογένειας με την κάθοδο της κοινωνίας και την ανθρωπογενή καταστροφή του περιβάλλοντος, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής και των συνεχών επεμβάσεων και αλλοιώσεων στη φύση. Οι φωτιές της Αυστραλίας καταστρέφουν το φυσικό της περιβάλλον τόσο ξαφνικά και απότομα, όσο ανατρέπονται και οι ισορροπίες των ηρώων του βιβλίου.
Στο μέσα τμήμα του οπισθόφυλλου της ελληνικής έκδοσης, ο Φλάναγκαν αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θέλησα να ξαναγράψω το μυθιστόρημα σε πραγματικές συνθήκες στη διάρκεια εκείνου του τρομερού καλοκαιριού, ώστε να το διέπει όχι μια δημοσιογραφική αίσθηση του τι συνέβη, αλλά ο περίεργος τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε σε μια εποχή απόλυτης κρίσης και αναταραχής, ενώ ανακαλύπτουμε ότι όλα όσα ήταν σίγουρα, όλες οι αλήθειες, όλα πλέον γίνονται ρευστά και λιώνουν και δεν μπορούμε να θεωρούμε τίποτα δεδομένο». Το βιβλίο διέπεται σε κάθε του πρόταση από αυτήν ακριβώς την αίσθηση. Τα κεφάλαια είναι μικρά και κοφτά, ενίοτε περιλαμβάνουν μόνο ελάχιστες περιόδους, δημιουργώντας και επιτείνοντας την αίσθηση σύγχυσης και αποπροσανατολισμού. Οι περιγραφές της ίδιας της Φράνσι και της χειροτέρευσης της υγείας της, δε, αλλά και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος από τις πυρκαγιές είναι ιδιαίτερα σκληρές. Ο Φλάναγκαν δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση μια ωραιοποίηση, αφού παρουσιάζει τη σκληρή αλήθεια σε όλη της την κυριολεξία, σε μια ωμή της όψη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εισάγει και στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, με τις ανεξήγητες εξαφανίσεις των μερών του σώματος της Άννα, των οραμάτων της Φράνσι, αλλά και μπόλικων θρησκευτικών στοιχείων ορμώμενων από την Καθολική Εκκλησία να προσδίδουν έναν απόκοσμο και υπερβατικό χαρακτήρα στα διαδραματιζόμενα.
Μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο διάπλασης και αναμετάδοσης οδυνηρών οικογενειακών αναμνήσεων, με το μικροσκόπιο στις πληγές από τα πολλά χρόνια κακοποίησης, οικογενειακής, θεσμικής αλλά και περιβαλλοντικής, διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο —ή έστω αυτό το άρθρο— ίσως σχηματίσει την εικόνα ότι ο Φλάναγκαν επιδιώκει την παρουσίαση μιας άνευ προηγουμένου καταστροφολαγνείας, μιας “disaster porn” δυστοπίας, που μας εκθέτει μια προφανή αλήθεια για την εποχή που ζούμε. Κι όμως, πίσω από τη σκληρή και τραχιά του επιφάνεια, το μυθιστόρημα μάς παρουσιάζει ορισμένες ικμάδες ελπίδας.
«Μακάριοι» στη «Ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» είναι αυτοί που βλέπουν. Αυτοί που θα δουν, έστω και την παραμικρή λεπτομέρεια, θα παρατηρήσουν και θα δράσουν. Έστω και για αυτό το μικρό, το ελάχιστο που μπορούν να επηρεάσουν με τη δική τους δύναμη. Αυτοί που θα κατανοήσουν πως οι μεγάλες χειρονομίες για να περισωθεί κάτι σημαντικό ίσως να μην είναι αρκετές, ειδικά αν τις επιχειρείς μόνος. Αυτές οι στιγμές στο βιβλίο είναι λίγες. Όμως μπορούμε να τις βρούμε, αν κοιτάξουμε καλά και εμείς μέσα στις μεγάλες προτάσεις του Φλάναγκαν, που συχνά διακόπτονται, όπως και η καθημερινότητά μας, από scrolling σε apps, πολυλογία των media και συνεχείς περισπασμούς που μας φωνάζουν «Κοίταξε!», «Ξέχνα!», επιζητώντας μέχρι και την τελευταία ρανίδα της προσοχής μας.