Του Βασίλη Πλαΐτη,
Σύμφωνα με τον Max Weber, έναν από τους κλασικούς κοινωνιολόγους, το κράτος ορίζεται ως αυτό που κατέχει το «μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας σε μια ορισμένη έκταση». Το μονοπώλιο αυτό επιτρέπει στο κράτος να επιβάλλει τις θέσεις του και να διατηρεί την εσωτερική ειρήνη, αλλά και να καταπνίγει εξεγέρσεις και να καταστέλλει κάθε είδους κοινωνική διαμαρτυρία. Ένα παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης μπορεί να θεωρηθεί η μεσοπολεμική Ελλάδα, στην οποία σημειώθηκε έντονη καταστολή του «κόκκινου τρόμου», του σοσιαλιστικού κινήματος. Η καταστολή αυτή έλαβε διάφορες μορφές, οι οποίες αποτελούν θέμα του παρόντος άρθρου και θα αναλυθούν παρακάτω.
Τα πρώτα ίχνη της καταστολής απέναντι στο σοσιαλιστικό και το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα μπορούν να εντοπιστούν κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, το 1918, έτος ίδρυσης του Σ.Ε.Κ.Ε. (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, που μετονομάστηκε αργότερα σε Κ.Κ.Ε. – Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος) και της Γ.Σ.Ε.Ε. (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος). Παρότι ο Βενιζέλος ευνόησε την ίδρυση των σοσιαλιστικών και συνδικαλιστικών οργάνων (με στόχους του τη χειραγώγηση του εργατικού κινήματος, αλλά και τη διεθνή προβολή της Ελλάδας ως ανεκτικό και φιλελεύθερο κράτος), η επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο φόβος για τυχόν επικράτηση κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών ιδεών οδήγησε σε δράση. Το 1918, σε συνεργασία με τα αγγλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Ελλάδα, συγκροτήθηκε η Αστυνομία Πόλεων, ένα σώμα που δεν οπλοφορούσε, αλλά ασχολούταν με την περιπολία και την ανάλυση δεδομένων. Στην Αστυνομία Πόλεων υπαγόταν και η Υπηρεσία Ασφαλείας, που ανέλαβε αντικομμουνιστική δράση, μέσω της παρακολούθησης κομμουνιστικών κινήσεων. Κατά διαβολική σύμπτωση, η ίδια Υπηρεσία Ασφαλείας θα έπαιζε ρόλο στην οργάνωση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου και της συζύγου του, το 1933.
Κατά τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου (τα οποία σημαδεύτηκαν από το πολιτειακό ζήτημα), η καταστολή έλαβε άλλες μορφές, ενώ εντάθηκε κατά τις περιόδους δικτατορίας. Ειδικά κατά τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο «Ριζοσπάστης» έκλεισε και το Κ.Κ.Ε. απαγορεύτηκε, με πολλά από τα στελέχη του να φυλακίζονται. Οι εργατικές κινητοποιήσεις συναντούσαν τη βίαια ανταπόκριση των αρχών, με αρκετές εξ αυτών να καταλήγουν πολύνεκρες. Πέρα από την άμεση καταστολή, από τις κυβερνήσεις της περιόδου (δημοκρατικές ή μη) έγινε χρήση και άλλων αποτρεπτικών μέτρων, όπως οι μαζικές απολύσεις και η προσπάθεια συγκρότησης μιας αρνητικής άποψης για τις εργατικές κινητοποιήσεις στην κοινή γνώμη. Οι διάφορες κατασταλτικές πολιτικές του κράτους προς το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα θεσμοποιήθηκαν με την ψήφιση του νόμου του «Ιδιωνύμου» το 1929, από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Το «Ιδιώνυμο» απαγόρευσε την εφαρμογή και τη διάδοση «ανατρεπτικών» ιδεών, όπως ο κομμουνισμός και ο αναρχισμός. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον νόμο, οι κρατικές αρχές διέλυσαν δεκάδες εργατικά σωματεία και απεργίες, τα αιτήματα των οποίων είχαν λάβει ένα ευρύτερο κοινωνικό χαρακτήρα, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1929. Ο νόμος αυτός αποτέλεσε τη βάση της αντικομμουνιστικής κρατικής δράσης του Μεσοπολέμου μέχρι και τη Μεταπολίτευση, όταν και σημειώθηκε η φιλελευθεροποίηση της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Σε αυτό το σημείο, είναι άξιο αναφοράς ότι, με βάση τα εκλογικά του ποσοστά, το Κ.Κ.Ε. δεν αποτέλεσε ποτέ ένας ρεαλιστικός εναλλακτικός πόλος εξουσίας, με τη μεγαλύτερή του εκλογική επιτυχία να σημειώνεται στις εκλογές του 1936, όταν και έφθασε το 10%.
Μία νέα, εντονότερη φάση καταστολής του αριστερού κινήματος εντοπίζεται με την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας. Ο Μεταξάς, ένας από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της δεξιάς παράταξης από τον Εθνικό Διχασμό, ανήλθε στην πρωθυπουργία τον Απρίλιο του 1936, μετά από την αδυναμία των μεγάλων παρατάξεων (Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί) να σχηματίσουν κυβέρνηση και μετά τον θάνατο μεγάλων πολιτικών φυσιογνωμιών, όπως ο Βενιζέλος, ο Κονδύλης και ο Τσαλδάρης. Ο αντικομμουνισμός ήταν κεντρικός στο έργο της κυβέρνησής του, με τις εκτοπίσεις αντιφρονούντων και την πολύνεκρη καταστολή των απεργιών στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο, να αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Άλλωστε, η ίδια η εγκαθίδρυση της δικτατορίας βασίστηκε στην αφορμή της αντιμετώπισης της επερχόμενης πανεργατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη, στις 5 Αυγούστου.
Μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, η βιαιότητα της αντικομμουνιστικής και της αντισυνδικαλιστικής πολιτικής έφτασε σε νέα επίπεδα, με αρχιτέκτονα αυτής τον Υφυπουργό Δημοσίας Τάξεως, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη. Τα εργατικά σωματεία περιήλθαν στον έλεγχο του κράτους, ενώ οι διώξεις στους κομμουνιστές εντάθηκαν ποικιλοτρόπως. Οι εξορίες κομμουνιστών (και πολιτικά διαφωνούντων γενικά) σε ξερονήσια, όπως η Μακρόνησος, συστηματοποιήθηκαν. Παράλληλα, οι εργατικές και οι κοινωνικές πολιτικές του αυταρχικού μεταξικού κράτους είχαν ως στόχο τους, μεταξύ άλλων, την αποδιάρθρωση του σοσιαλιστικού κινήματος στη χώρα. Ύστερα, το καθεστώς προσπάθησε να διασπάσει την κομματική ενότητα του Κ.Κ.Ε., μέσω της «Οργάνωσης Τυρίμου», μιας ομάδας κομμουνιστών που αυτομόλησαν στο καθεστώς. Ωστόσο, ίσως η πιο απαίσια μέθοδος καταστολής ήταν τα βασανιστήρια των κρατικών αρχών, με τις μεθόδους του ρετσινόλαδου και της φάλαγγας να είναι οι πιο βάναυσες. Το καθεστώς κατόρθωσε, μέσω των προαναφερθέντων τρόπων, να αποδυναμώσει σημαντικά την ενότητα και τη δράση του σοσιαλιστικού και του (αυτόνομου) εργατικού κινήματος.
Το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα κατόρθωσε να συγκροτηθεί και πάλι με τον πόλεμο και με την επιβολή της τριπλής Κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα, κάτι που αποτελεί το τελευταίο μέρος του παρόντος άρθρου. Η διάλυση του μεταξικού κράτους και των παλαιοκομματικών δικτύων επέτρεψε την οργάνωση νέων πολιτικών ομάδων. Μια εξ αυτών ήταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.), που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη αντιστασιακή ομάδα και είχε ως κορμό της το Κ.Κ.Ε. και άλλες σοσιαλιστικές ομάδες (αν και στις τάξεις του εντάχθηκαν άτομα με πολλές διαφορετικές πολιτικές απόψεις).
Ωστόσο, πέρα από τις ομάδες αντίστασης, συγκροτήθηκαν και δοσιλογικές ομάδες συνεργασίας με τις κατοχικές αρχές, όπως η Ε.Σ.Π.Ο. και η Ε.Ε.Ε., που εμφορούνταν από αντισημιτικές και εθνικιστικές ιδέες. Όμως, το κύριο βήμα για την καταστολή της αντίστασης έγινε με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, το 1943. Επανδρώθηκαν από πρώην αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, τελούσαν υπό τις διαταγές των κατοχικών στρατευμάτων και είχαν μεγάλη υποστήριξη από τα συντηρητικά μέλη της κοινωνίας. Οι δυνάμεις αυτές συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις για την καταστολή των διάφορων αντιστασιακών οργανώσεων, και κυρίως του Ε.Α.Μ. και του στρατιωτικού του σκέλους, του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.). Ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη δράση του, καθώς αυτή είχε εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας στα τελευταία χρόνια της κατοχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λιάκος, Αντώνης (2019), Ο ελληνικός 20ος αιώνας, Αθήνα: Εκδ. Πόλις
- Μαυρογορδάτος, Γεώργιος (2003) , «Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία Νέου Ελληνισμού (1770-2000), Ζ΄ τόμος, Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
- Χουμεριανός, Μανώλης (2003) , «Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ: Το εργατικό κίνημα στον Μεσοπόλεμο», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία Νέου Ελληνισμού (1770-2000), Ζ΄ τόμος, Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα