Της Γεωργίας Αλεξοπούλου,
Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς Βρετανούς πεζογράφους-ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα. Άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, κατακτώντας τον τίτλο του πρώτου Άγγλου συγγραφέα που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907, σε ηλικία μόλις 42 ετών.
Γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1865 στη Βομβάη της Βρετανικής Ινδίας, όπου ο πατέρας του, Τζον Λόκγουντ Κίπλινγκ, εργαζόταν ως διευθυντής και καθηγητής αρχιτεκτονικής γλυπτικής στη νεοσύστατη σχολή τέχνης “Sir Jamsetjee Jeejebhoy School of Art”. Μητέρα του ήταν η Άλις ΜακΝτόναλντ, μία από τις τέσσερις βικτωριανές αδελφές. Ο Τζον και η Άλις γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν το 1863 στη λίμνη Ράντγιαρντ στο Στάφορντσερ της Αγγλίας. Δύο χρόνια αργότερα, όταν η Άλις έμεινε έγκυος, αποφάσισαν να παντρευτούν και να μετακομίσουν στην Ινδία. Ο Κίπλινγκ ήταν καρπός ενός όμορφου έρωτα. Οι γονείς του, όντας συγκινημένοι και μαγεμένοι από την ομορφιά της λίμνης που θεμελίωσε τον έρωτά τους, αποφάσισαν να δώσουν στο πρώτο τους παιδί το όνομά της. Τρία χρόνια μετά την γέννησή του, ο Ράντγιαρντ απέκτησε την πρώτη και μοναδική του αδελφή, την Άλις.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν όμορφα. Ο ίδιος έμενε μαζί με την οικογένειά του στην Ινδία. Τα πρώτα σύννεφα, όμως, στη ζωή του Κίπλινγκ δεν άργησαν να εμφανιστούν. Σε ηλικία μόλις έξι ετών εκείνος και η μικρότερη αδελφή του στάλθηκαν στην Αγγλία, όπου και έζησαν για πέντε χρόνια μαζί με μια πολύ σκληρή θετή οικογένεια. Η κακομεταχείριση αλλά και η παραμέληση των παιδιών από τη θετή τους οικογένεια επηρέασε σημαντικά τη γραφή του Κίπλινγκ. Ο ίδιος περιγράφει τις φρικτές του εκείνες στιγμές στο βιβλίο Μπε, μπε, το Μαύρο πρόβατο (1888). Το 1887, η μητέρα του επέστρεψε από την Ινδία και πήρε πίσω εκείνον και την αδελφή του. Ένα χρόνο αργότερα, μετά από απόφαση του πατέρα του, ξεκίνησε να φοιτά σε ένα κολέγιο του Ντέβον, το οποίο προετοίμαζε τα αγόρια για τον στρατό. Τις ιδιαίτερες αυτές μαθητικές του εμπειρίες αφηγήθηκε αργότερα στη συλλογή διηγημάτων Στόκι και Σία (1899).
Μετά την αποφοίτησή του, σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Κίπλινγκ ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος σε μια μικρή εφημερίδα της Λαχόρης, την “Civil and Military Gazette”. Αν και εργαζόταν σκληρά και συστηματικά, η ανάγκη του να γράψει ήταν ακατάπαυστη. Έτσι, το 1886 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, με τίτλο Επαρχιακά Τραγούδια. Ωστόσο, το Νοέμβριο του 1887 έφυγε από την Λαχόρη και μεταφέρθηκε σε μία μεγαλύτερη εφημερίδα, τη “The Pioneer” στο Αλλαχαμπάντ. Μεταξύ του 1887 και 1889 ο Κίπλινγκ κυκλοφόρησε έξι τόμους διηγημάτων, μεταξύ των οποίων τους «Τρεις Στρατιώτες», την «Ιστορία των Γκάτσμπι», το «Υπό τους Κέρδους», το «Φάντασμα του Ρίκσοου» και το «Ουίλλι Ουίνκι». Παρόλα αυτά, η πρώτη συλλογή του «Απλές Ιστορίες από τους Λόφους» (1888) ήταν αυτή που του χάρισε άμεση αναγνώριση και τον έκανε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν το 1889 αποφάσισε να επιστρέψει στην Αγγλία, η φήμη του είχε ήδη εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Μέσα σε μόλις ένα χρόνο, κατάφερε να αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της εποχής του. Τρία χρόνια αργότερα, δημοσιεύοντας το διήγημα «Μπαλάντες από το δωμάτιο ενός στρατώνα», η καριέρα και η φήμη του εκτοξεύτηκαν κατακόρυφα. Ήταν από τους ελάχιστους ποιητές που είχαν λάβει τέτοια αναγνώριση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Το 1890, γνώρισε τη σύζυγό του, Κάρολιν Σταρ Μπαλεστιέρ, αδελφή του Αμερικανού συγγραφέα και εκδότη του Κίπλινγκ, Γουόλκοτ Μπαλεστιέρ, με την οποία μετέπειτα απέκτησε δύο παιδιά. Το 1892 παντρεύτηκαν στο Λονδίνο. Οι νεόνυμφοι αποφάσισαν μετά το γάμο τους να μετακομίσουν και να εγκατασταθούν στο Βερμόντ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Εκεί απέκτησαν και τις δυο κόρες τους, Τζόζεφιν (η οποία απεβίωσε σε ηλικία επτά ετών) και Έλσι Κίπλινγκ. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1896, μία οικογενειακή διαφορά στάθηκε αφορμή για να τερματίσουν την «καλή οικογενειακή ζωή» τους στις Η.Π.Α και να επιστρέψουν επίσημα στην Αγγλία.
Στα χρόνια που έζησε στην Αμερική, ο Κίπλινγκ δημοσίευσε πέντε μυθιστορήματα. Το πρώτο του μυθιστόρημα Το φως που έσβησε δημοσιεύθηκε το 1890. Έπειτα, ακολούθησε το Γενναίοι καπετάνιοι το 1897 και τέλος το 1901 το Κιμ και τα δύο Βιβλία της Ζούγκλας.
Ο Κίπλινγκ, όμως, πέρα από την Αμερική πραγματοποίησε και μια σειρά ταξίδια στην Ινδία, τη Κίνα, την Ιαπωνία και τη Νότιο Αφρική, με την τελευταία να αποτελεί σημαντικό σταθμό στη ζωή του, καθώς εκεί είχαν καλλιεργηθεί οι ιμπεριαλιστικές του πεποιθήσεις. Αφορμή αυτών των ιδεολογιών αποτέλεσε η φιλία του με τον μεγιστάνα και πολιτικό Σέσιλ Ρόουντς.
Το 1902, ο Κίπλινγκ αγόρασε ένα σπίτι στο Μπέργουος του Σάσεξ, το οποίο αποτέλεσε τη μόνιμη κατοικία του μέχρι τον θάνατό του. Στο Σάσεξ δημοσίευσε αρκετά ακόμα κείμενά του, ένα εκ των οποίων ήταν και το Ο Πακ από τον λόφο Πουκ το 1906. Το 1907 τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία μόλις 42 ετών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1936, πέθανε σε ηλικία 70 ετών.
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ είναι ένας από τους πιο γνωστούς βικτωριανούς πεζογράφους και ποιητές της εποχής του, ενώ αποτελεί το νεότερο κάτοχο του βραβείου Νόμπελ στην ιστορία της Λογοτεχνίας έως και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Σαν Σήμερα, διαθέσιμο εδώ
- Κίπλινγκ Ράντγιαρντ, Ελληνικός Πολιτισμός sch.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Βικιπαίδεια, διαθέσιμο εδώ
- John Lockwood Kipling, Scalar Lehigh Edu, διαθέσιμο εδώ