Της Δέσποινας Βλάχου,
Η Βραζιλία, αποτελεί μία από τις ισχυρότερες οικονομίες παγκοσμίως, σε ονομαστικούς όμως όρους. Η οικονομία της είναι η μεγαλύτερη στη Νότια Αμερική και η δέκατη μεγαλύτερη στον κόσμο. Είναι αρκετά διαφοροποιημένη οικονομία, με αρκετά καλά ανεπτυγμένους τομείς της γεωργίας, της εξόρυξης, του πετρελαίου, της μεταποίησης και των υπηρεσιών. Στους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβάνεται η αγροτική ανάπτυξη (πορτοκάλια, καφές, ρύζι), αλλά και ο ορυκτός πλούτος. Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ο τομέας των κατασκευών, ενώ προωθείται δυναμικά και ο τομέας των επενδύσεων.
Ειδικότερα, η οικονομία της Βραζιλίας γνώρισε σταθερή ανάπτυξη από το 2000, μετά από πολλές ταραχώδεις δεκαετίες. Η δέσμευση της χώρας με την παγκόσμια οικονομία έπαιξε μεγάλο —αν και δευτερεύοντα— ρόλο και η Βραζιλία έχει αναλάβει ηγετική θέση στις παγκόσμιες εμπορικές διαπραγματεύσεις. Ταυτόχρονα, η χώρα αγωνίστηκε να δημιουργήσει επαρκή απασχόληση και να βελτιώσει τα εισοδήματα από την εργασία. Η βραζιλιάνικη οικονομία κατέγραψε ισχυρές επιδόσεις την περίοδο 2007-2012, παρά την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, με αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά μέσο όρο 4,1% ετησίως (αν και με σημαντικές διακυμάνσεις). Η ανάπτυξη επωφελήθηκε ιδιαίτερα από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, καθώς και από ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της υψηλής εξωτερικής ζήτησης και των διεθνών τιμών για τα βασικά προϊόντα της Βραζιλίας, που ενίσχυσαν τους όρους εμπορίου της χώρας. Από το δεύτερο εξάμηνο του 2011, ωστόσο, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σημαντικά (με -0,2% μέση μεταβολή του Α.Ε.Π. το 2013-2015). Αυτή η σημαντική απώλεια δυναμισμού αντανακλά σε μεγάλο βαθμό μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα, που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Βραζιλίας. Από την οικονομική κρίση της Βραζιλίας (2013-2017), η οικονομία ήταν ένα εξέχον ζήτημα στις πολιτικές συζητήσεις, ειδικά όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση και τους τρόπους με τους οποίους η ελευθέρωση του εμπορίου μπορεί να επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη.
Ιστορικά, τo Εξωτερικό Εμπόριο ήταν και εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Βραζιλίας σε όλη την ιστορία της. Ωστόσο, οι εξαγωγές αντιπροσώπευαν ιστορικά μόνο ένα μικρό μέρος του εθνικού εισοδήματος, και η Βραζιλία δυσκολευόταν να διατηρήσει ένα ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο, εν μέρει λόγω των τεράστιων πληρωμών Εξωτερικού Χρέους της. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με αρκετά χρόνια εμπορικών πλεονασμάτων στις δεκαετίες 1980-1990. Στις αρχές του 21ου αιώνα, καθώς το Εξωτερικό Χρέος της χώρας μειώθηκε, οι εξαγωγές άνθησαν (που υποκινήθηκαν από την κρατική χρηματοδότηση, καθώς και τις προσπάθειες για διαπραγμάτευση αυξημένης πρόσβασης στις ξένες αγορές) και η Βραζιλία απολάμβανε ένα σημαντικό θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Μέχρι σήμερα, η Βραζιλία εξακολουθεί να είναι σχετικά κλειστή σε σύγκριση με άλλες μεγάλες οικονομίες, με χαμηλή εμπορική διείσδυση και χαμηλό αριθμό εξαγωγέων σε σχέση με τον πληθυσμό (ο απόλυτος αριθμός εξαγωγέων της είναι περίπου ο ίδιος με αυτόν της Νορβηγίας, μιας χώρας με περίπου 5 εκατομμύρια κατοίκους, σε σύγκριση με τα 210 εκατομμύρια της Βραζιλίας). Ωστόσο, η χώρα εφαρμόζει αλλαγές για τη βελτίωση του εμπορίου, όπως η μείωση του χρόνου συμμόρφωσης με τα έγγραφα, τόσο για τις εξαγωγές όσο και για τις εισαγωγές, βελτιώνοντας το ηλεκτρονικό της σύστημα ανταλλαγής δεδομένων.
Παρά την οικονομική της σημασία, η Βραζιλία κατατάσσεται μόλις στην 22η θέση όσον αφορά τις εξαγωγές, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 1,2% του συνολικού όγκου των παγκόσμιων εξαγωγών. Αυτό δείχνει ότι η Βραζιλία έχει δυνατότητες να αυξήσει σημαντικά τις εμπορικές της ροές, αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να είναι πιο αποτελεσματική στη διαχείριση του εξωτερικού εμπορίου. Οι περίπλοκες και επαχθείς διαδικασίες στα σύνορα εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική ανησυχία, που επηρεάζει τις λειτουργίες της Βραζιλίας και οδηγεί σε καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι αργές και ακριβότερες οι διαδικασίες των εξαγωγών και των εισαγωγών, βλάπτοντας τόσο τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου τα περισσότερα αγαθά διασχίζουν τα σύνορα πολλές φορές, πρώτα ως εισροές και στη συνέχεια ως τελικά προϊόντα, οι γρήγορες και αποτελεσματικές διαδικασίες συνόρων είναι απαραίτητες.
Στον τομέα των εισαγωγών, τα μεταποιητικά προϊόντα —συμπεριλαμβανομένων χημικών, μηχανημάτων, οχημάτων και εξοπλισμού μεταφοράς και ηλεκτρονικού εξοπλισμού— αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο των εισαγωγών. Η αύξηση των εισαγωγών την περίοδο 2007-2012 οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στα μεταποιημένα προϊόντα, τα οποία αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 16,2%. Σημαντική αύξηση σημείωσαν και οι εισαγωγές πρωτογενών προϊόντων με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,1% σε όλη την περίοδο. Αν και το εξωτερικό εμπόριο αντιπροσωπεύει μόνο το 29% του Α.Ε.Π. της χώρας για το 2019, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Βραζιλία συγκαταλέγεται στους 25 μεγαλύτερους εξαγωγείς και εισαγωγείς στον κόσμο και η χώρα έχει τεράστιες οικονομικές δυνατότητες.
Οι κύριες εισαγωγές της Βραζιλίας είναι τα πετρελαιοειδή (9,9%), ανταλλακτικά και αξεσουάρ για τρακτέρ και μηχανοκίνητα οχήματα (2,6%), ηλεκτρικές συσκευές για τη γραμμή τηλεφωνίας (2,5%), πλωτά πλοία (2,5%) και ηλεκτρονικά ολοκληρωμένα κυκλώματα και μικροσυσκευές (2,3%). Σύμφωνα με τις Προβλέψεις Εξωτερικού Εμπορίου του ΔΝΤ, ο όγκος των εισαγομένων αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκε κατά 12,1% το 2020. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, μία άνευ προηγουμένου πτώση του όγκου των εισαγωγών —με την κύρια μείωση να παρατηρείται στα καύσιμα και τα λιπαντικά— ήταν αποτέλεσμα της χαμηλότερης εγχώριας ζήτησης εν μέσω της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία.
Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της Βραζιλίας. Ωστόσο, το περιφερειακό εμπόριο αυξάνεται, ιδίως με την Αργεντινή, από τότε που ιδρύθηκε η Νότια Κοινή Αγορά (Mercosur) το 1991. Άλλοι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι περιλαμβάνουν τη Γερμανία, το Μεξικό, την Ολλανδία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ιταλία. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προέρχονται από την Κίνα (36,3 δις δολάρια), τις Ηνωμένες Πολιτείες (32,6 δις δολάρια), τη Γερμανία (11,3 δις δολάρια), την Αργεντινή (10,3 δις δολάρια) και τη Νότια Κορέα (4,83 δις δολάρια).
Στον τομέα των εξαγωγών, τα πρωτογενή προϊόντα –γεωργία και ορυχεία– αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο των εξαγωγών και τα εμπορεύματα σε αυτές τις ομάδες συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων εξαγόμενων αγαθών. Τα πρωτογενή προϊόντα αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των εξαγωγών, με τις εξαγωγές ορυχείων και αγροτικών προϊόντων να αυξάνονται κατά μέσο όρο ετήσιων ρυθμών 15,4% και 12,3% το 2007-12. Οι εξαγωγές από τον μεταποιητικό τομέα αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό μόλις 1,8%. Ως αποτέλεσμα της ταχύτερης επέκτασης των εξαγωγών εμπορευμάτων, το μερίδιο των μεταποιημένων προϊόντων, όπως μηχανημάτων και χημικών προϊόντων στις συνολικές εξαγωγές εμπορευμάτων, μειώθηκε την περίοδο 2005-2015 (από 20% σε 13%). Ο μέσος ρυθμός αύξησης των κορυφαίων εξαγωγικών προϊόντων επιβραδύνθηκε στον απόηχο της κρίσης, με αξιοσημείωτες επιπτώσεις στην περίπτωση των πρωτογενών εμπορευμάτων και των προϊόντων μεταποίησης.
Η Βραζιλία εξάγει κυρίως σπόρους σόγιας (11,6%), λάδια πετρελαίου (10,7%), μεταλλεύματα σιδήρου (10,1%), καλαμπόκι (3,2%) και χημικό πολτό ξύλου (3,1%). Σύμφωνα με τις Προβλέψεις Εξωτερικού Εμπορίου του ΔΝΤ, ο όγκος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών παρέμεινε αμετάβλητος το 2020 και αναμένεται να αυξηθεί κατά 7,8% το 2021. Οι εξαγωγές της Βραζιλίας κατάφεραν να παραμείνουν σχετικά σταθερές υπό το πρίσμα της πανδημίας, κυρίως ενισχυμένες από την υψηλότερη ζήτηση αγροτικών προϊόντων από τις ασιατικές χώρες και το υποτιμημένο πραγματικό. Οι εξαγωγές γίνονται κυρίως προς την Κίνα, (63,5 δις δολάρια), τις Ηνωμένες Πολιτείες (30,5 δις δολάρια), την Αργεντινή (9,85 δις δολάρια), την Ολλανδία (9,13 δις δολάρια) και την Ιαπωνία (5,58 δις δολάρια).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δεκαετία 2005-2015 χαρακτηρίστηκε από την ενίσχυση των εμπορικών δεσμών της Βραζιλίας με την Ασία. Οι εξαγωγές στην ασιατική ήπειρο αυξήθηκαν κατά 24,1% ετήσιο μέσο όρο. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού στις συνολικές εξαγωγές της Βραζιλίας αυξήθηκε από 16,8% το 2005, σε 33,2% το 2015. Η Κίνα είναι μακράν ο κύριος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας στην Ασία και έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο πρώτος σημαντικότερος προορισμός για τις εξαγωγές της Βραζιλίας. Συνολικά, οι εισαγωγές της Βραζιλίας από την Αμερική και την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία μειώθηκαν, φθάνοντας στο 55,8% το 2015 από 73,6% το 2005. Οι εξαγωγές στη Μέση Ανατολή, ωστόσο, συνέχισαν να αυξάνουν το μερίδιό τους.
Αναφορικά με το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αξίζει αρχικά να σημειωθεί ότι ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο σημαίνει εμπορικό πλεόνασμα, ενώ μια αρνητική τιμή σημαίνει εμπορικό έλλειμμα. Στο πλαίσιο αυτό, το εμπορικό ισοζύγιο της Βραζιλίας είναι διαρθρωτικά θετικό, αλλά έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια λόγω της πτώσης των τιμών των πρώτων υλών, της αύξησης των εισαγωγών ενέργειας και της μείωσης της ανταγωνιστικότητας των βραζιλιάνικων προϊόντων. Ως η παγκόσμια αγροτική υπερδύναμη, η Βραζιλία ασκεί μια πολύ ιδιαίτερη πολιτική εξωτερικού εμπορίου, με στόχο την κατάκτηση αγορών διατηρώντας με κάθε κόστος τη θέση της επιρροής.
Η Βραζιλία κατέγραψε εμπορικό έλλειμμα 1,3 δις δολαρίων τον Νοέμβριο του 2021 από πλεόνασμα 2,5 δις δολαρίων τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους και σε σύγκριση με τις προσδοκίες της αγοράς για έλλειμμα 1,2 δις δολαρίων. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 23,2% στα 23,2 δις δολάρια εν μέσω υψηλότερων πωλήσεων μεταποιημένων προϊόντων (+28,3%), αγροτικών προϊόντων (23,2%) και προϊόντων εξόρυξης (14,8%). Εντωμεταξύ, οι εισαγωγές εκτινάχθηκαν ταχύτερα κατά 53,1% στα 21,6 δις δολάρια, καθώς η αγορά αυξήθηκε για εξορυκτικά αγαθά (+248,3%), αγροτικά προϊόντα (61,8%) και μεταποιημένα προϊόντα (+43,5%).
Εν κατακλείδι, ως μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο και μέλος της G-20 και των BRICS, η Βραζιλία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διεθνή κοινότητα. Η μακροοικονομική κατάσταση της χώρας είναι σταθερή, με αυξανόμενη εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις. Ωστόσο, ζητήματα που σχετίζονται με τη φτώχεια και τις οικονομικές ανισότητες, παραμένουν. Επίσης, παραμένουν βασικά εμπορικά ζητήματα, όπως η στρατηγική διαφοροποίησης του εμπορίου και η εξάρτηση από τις εξαγωγές που βασίζονται σε βασικά προϊόντα. Η κυβέρνηση προσπαθεί να διατηρήσει έναν βιώσιμο ρυθμό ανάπτυξης και να ενισχύσει τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας, συγκρατώντας παράλληλα τον κίνδυνο πληθωρισμού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Araujo S., Flaig D., Trade Restrictions in Brazil: Who pays the price?, Journal of Economic Integration, εδώ
- Bento S. F. F., Berg J., Zepeda E., McDonald S., Polaski S., Thierfelder K., Willenbockel D., Brazil in the Global Economy: Measuring the Gains from Trade, International Labour Office, διαθέσιμο εδώ
- Brazil Exports, Imports and Trade Partners, OEC, διαθέσιμο εδώ
- Brazil Trade, WITS, διαθέσιμο εδώ
- Brazil-Country Commercial Guide, International Trade Administration, διαθέσιμο εδώ
- Santos J., Macroeconomics Research: Brazil Macro: External Sector, διαθέσιμο εδώ