Της Κατερίνας Σφυράκη,
Τα ιστορικά γεγονότα αποτελούν πάντοτε πηγή έμπνευσης, περαιτέρω διερεύνησης του παρελθόντος, αλλά και αφορμή για καλύτερη γνώση των χωροχρονικών συνθηκών στις οποίες εκτυλίσσεται το εκάστοτε μυθιστόρημα. Όταν σε ένα μυθιστόρημα, όπως Τα χέρια της Αφροδίτης, το οποίο έχει ιστορική βάση, έρχεται να προστεθεί μια ερωτική ιστορία, οι αναγνώστες παραμένουν αδιαμφισβήτητα προσκολλημένοι στις σελίδες του βιβλίου, μέχρι αυτό να φτάσει στο τέλος του και να τους αφήσει με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Τα χέρια της Αφροδίτης είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα Μιχάλη Χατζηκυριάκου, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις Σοκόλη. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Μιχάλης Χατζηκυριάκου ασχολείται επαγγελματικά με τη δικηγορία από το 1984. Γεννήθηκε στην Κύπρο και ζει στην Αθήνα, ενώ μικρά διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο.
Το μυθιστόρημα αυτό εκτυλίσσεται στο όμορφο νησί της Μήλου, τον Φλεβάρη του 1820, στα πρόθυρα, δηλαδή, της Επανάστασης των Ελλήνων έναντι των Τούρκων κατακτητών. Κεντρικό θέμα του βιβλίου αποτελεί, όπως προδίδεται από τον τίτλο, το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου και συγκεκριμένα, η τυχαία ανακάλυψη του αγάλματος από έναν αγρότη μέχρι την κατάληξή του στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Παράλληλα με το ιστορικό πλαίσιο της υπόθεσης, διαδραματίζεται και το ερωτικό ειδύλλιο μεταξύ της Αγγελινιώς, κόρης του προκρίτου Κονταράκη, και του Γάλλου διπλωμάτη, Marcellus.
Στο βιβλίο, η Μήλος, που αποτελεί ένα από τα κύρια σημεία αναφοράς, περιγράφεται αριστοτεχνικά μέσα από τη λεπτομερή πένα του συγγραφέα. Στα μάτια των αναγνωστών, το πανέμορφο αυτό νησί αποκτά τρισδιάστατη υπόσταση, καθώς ο Μ. Χατζηκυριάκου καταφέρνει να αποδώσει όλα τα στοιχεία που την απαρτίζουν· από τα καταφύγια των κουρσάρων και των πειρατών, τα περίτεχνα αρχοντικά, το αρχαίο θέατρο στην παλιά πόλη του νησιού, μέχρι τις κατακόμβες και τον αιγιοπελαγίτικο ήλιο, η Μήλος αποτελεί το πλέον κατάλληλο τοπίο, για να γεννηθεί ο έρωτας μεταξύ του ζευγαριού.
Παράλληλα, είναι ο τόπος, όπου Θεόδωρος Κεντρωτάς, ένας Μήλιος αγρότης, ανακάλυψε μαζί με τον γιο του, Δημήτρη, το άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Το άγαλμα της θεάς, που περιγράφεται ως αριστουργηματική μορφή, γυμνή από τη μέση και πάνω, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω και τα χέρια ξέχωρα απ’ το σώμα λόγω της καταστροφής, ξεκίνησε την πορεία του από τη Μήλο, για να καταλήξει μετά από μια σειρά διπλωματικών επεισοδίων και συρράξεων, στη βίαιη αρπαγή της και στην τοποθέτησή της στο Μουσείο του Λούβρου. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, ο συγγραφέας παρουσιάζει τις συνεχείς διαμάχες μεταξύ των προκρίτων της Μήλου και των Γάλλων, που προσπαθούν να υποβάλλουν το άγαλμα σε διαδικασίες αγοραπωλησιών, αλλά και αρπαγών, ενώ το ίδιο καταλήγει να παραδίδεται στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ’.
Πέρα από το γεγονός ότι η Μήλος περιγράφεται ως ένας επίγειος παράδεισος, παρουσιάζεται και ως το «χρυσό κλουβί», μέσα στο οποίο φυλάκισε ο πρόκριτος Ιάκωβος Κονταράκης την κόρη του, Αγγελινιώ. Η Αγγελινιώ, σε ηλικία 19 ετών, είχε καταφέρει να βγει από το σπίτι της δύο μονάχα φορές, με την επίβλεψη πάντα του πατέρα της, ο οποίος εξέφραζε ένα παθολογικό είδος αγάπης απέναντί της. Η Αγγελινιώ, μια πανέμορφη κοπέλα με κεχριμπαρένια μάτια, σμιλεμένη μύτη, ολόλευκα δόντια και στον λαιμό της ένα περιδέραιο με «τα χέρια της Αφροδίτης», πήρε το όνομά της ύστερα από το όνομα της μητέρας της, που πέθανε εξαιτίας βαριάς ασθένειας τρεις μήνες μετά τη γέννηση της μονάκριβης κόρης της, την οποία προσπαθούσαν επί σειρά ετών να αποκτήσουν. Ο ξαφνικός αυτός θάνατος της μητέρας πλημμύρισε με πόνο και λύπη τον πατέρα, που στράφηκε εξ ολοκλήρου στην ανατροφή της κόρης του, απαγορεύοντάς της ακόμη και την παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων στο σχολείο του νησιού.
Τα δεσμά της φυλακής αυτής ήρθε να σπάσει ο Γάλλος κόμης Marcellus, ο οποίος ερωτεύτηκε μονομιάς τη νεαρή Αγγελινιώ και της ζήτησε να τον ακολουθήσει, κάτι το οποίο η Αγγελινιώ έπραξε, καθώς ο έρωτας αυτός ήταν αμοιβαίος, ή τουλάχιστον, ξεκίνησε υπό τις συνθήκες του αμοιβαίου πάθους. Τον Μάιο του ίδιου έτους, τη στιγμή που η Αγγελινιώ, ο Marcellus και το υπόλοιπο πλήρωμα της γαλλικής φρεγάτας κατευθυνόταν προς τη Γαλλία για την παράδοση του αγάλματος, οι κανονιοβολισμοί μεταξύ του γαλλικού και του ολλανδικού πλοίου αποτέλεσαν την αιτία για να βρεθεί η νεαρή Αγγελινιώ μισοπνιγμένη στη θάλασσα. Από τον σχεδόν βέβαιο θάνατό της, τη διέσωσε ο Γιάννος Κάψης που παρουσιάζεται ως Βιδιανός, ο οποίος τη φρόντισε και την παρέδωσε στα χέρια του αγαπημένου της Marcellus. Η ανταπόδοση του Γάλλου διπλωμάτη δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από την πρόσληψη του σωτήρα αυτού ως βοηθητικό προσωπικό για την Αγγελινιώ, για τα ψώνια και την καθημερινότητά της.
Το ζευγάρι εγκαθίσταται πια στην Κωνσταντινούπολη με την Ελληνική Επανάσταση να βρίσκεται προ των πυλών. Ο Marcellus αρχίζει να επιδίδεται σε ερωτικές ατασθαλίες, ενώ η Αγγελινιώ μαθαίνει για τη βάναυση συμπεριφορά που επέβαλλε ο σύζυγός της στον πατέρα της και τους υπόλοιπους κατοίκους της Μήλου. Το αυτομαστίγωμα που τους επιβλήθηκε, επέφερε με τη σειρά του μια αίσθηση αηδίας και αποξένωσης απέναντι στον Marcellus, με την ίδια να επιμένει να γυρίσει πίσω στο νησί της, για να ανταμώσει τον αγαπημένο της πατέρα, που αν και τής στέρησε πολλάκις την ελευθερία της, τής χάρισε απλόχερα την πατρική του αγάπη. Οι απόπειρες του Marcellus να ξανασμίξει με την αγαπημένη του αποδεικνύονται μάταιες και η Αγγελινιώ επιστρέφει για να συναντήσει τον πατέρα της, με τη συνοδεία του Γιάννου Κάψη. Ο Κάψης, έχοντας αναπτύξει με τον καιρό έντονα και συνάμα αγνά, ερωτικά αισθήματα απέναντι στην Αγγελινιώ, δέχτηκε να τη συνοδεύσει με περίσσια χαρά στο νησί.
Η περίσσια αυτή χαρά διακόπηκε απότομα με την άφιξη του Κάψη και της Αγγελινιώς στο νησί. Ο πατέρας της νεαρής κοπέλας, αφότου υπέστη δύο σοβαρά εγκεφαλικά και παράλυση σε ολόκληρη την αριστερή του πλευρά, κατέληξε λίγο μετά την άφιξη της κόρης του στο πατρικό της σπίτι. Παρά τη χαρά, τη μεγάλη συγκίνηση και τη λυτρωτική αυτή επανένωση πατέρα και κόρης, η καρδιά του Ιάκωβου δεν άντεξε.
Η τραγική κατάληξη του πατέρα, ωστόσο, δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο στο κλείσιμο του μυθιστορήματος. Ο Ιάκωβος Κονταράκης, αποφασίζει να αποκαλύψει στην πολυαγαπημένη κόρη του την αλήθεια για το παρελθόν του και για τον Βιδιανό. Μέσα από ένα εξομολογητικό γράμμα και τη βοήθεια του κολιέ με «τα χέρια της Αφροδίτης», διηγείται στην κόρη του μια ιστορία από το νεανικό παρελθόν του, κατά το οποίο απέκτησε έναν γιο που δεν γνώρισε ποτέ και τον άφησε να μεγαλώσει δίχως πατέρα. Ο γιος αυτός δεν είναι άλλος από τον Γιάννο Κάψη, τον πιστό, τίμιο υπηρέτη της κόρης του, που δεν γνώριζε τη συγγενική τους σχέση, κι ένιωθε πια ερωτικά αισθήματα. Η έκπληξη, η απορία και ο συνταρακτικός κλονισμός μιας ταυτότητας που αποδομήθηκε σε δευτερόλεπτα αποτελούν συναισθήματα που γεννήθηκαν αστραπιαία και άφησαν τόσο την Αγγελινιώ και τον Γιάννο όσο και το αναγνωστικό κοινό εμβρόντητους.
Το βιβλίο συνδυάζει ιδανικά τα ιστορικά και τα μυθοπλαστικά στοιχεία σχετικά με το άγαλμα της θεάς Αφροδίτης μέσα σε ένα ρομαντικό σκηνικό το 1820. Οι αναφορές στη Φιλική Εταιρεία, στις πολεμικές εμπλοκές και στην Κωνσταντινούπολη είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που ενισχύουν τον ρεαλισμό του βιβλίου, ενώ ο έρωτας του διπλωμάτη με την Αγγελινιώ περιστοιχίζει το μυθιστόρημα με ενδιαφέρον, αγωνία και ανυπομονησία για το τι πρόκειται να επακολουθήσει.