Του Παναγιώτη Γεραμάνη,
Η έννοια του ανταγωνισμού συνδέεται με την ελεύθερη οικονομία. Τα προσφερόμενα αγαθά και υπηρεσίες παρακινούν τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις να προσπαθούν συνεχώς να βελτιώνουν τους όρους προσφοράς, τις τιμές και την ποιότητα των προϊόντων, ώστε να υπερσκελίσουν στην αγορά εκείνους που εμπορεύονται τα ίδια ακριβώς πράγματα. Υπάρχει, όμως, περίπτωση αυτές οι προσπάθειες να ξεπερνούν κάποια όρια και να θέτουν σε υπέρμετρα μειονεκτική θέση τους υπόλοιπους ανταγωνιστές. Για να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο αυτό, υπάρχουν νόμοι που ρυθμίζουν τα επιτρεπτά όρια του ανταγωνισμού και δίνουν τη δυνατότητα στους θιγόμενους από τις αθέμιτες ενέργειες να ζητήσουν τη δέουσα προστασία.
Σύμφωνα με το νόμο 146/1914, ως αθέμιτος ανταγωνισμός ορίζονται πράξεις τελούμενες στο πλαίσιο των εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών προς το σκοπό του ανταγωνισμού, οι οποίες ωστόσο αντίκεινται στα χρηστά ήθη. Δηλαδή, να υπάρχει σχέση ανταγωνισμού, μεταξύ αυτών που προσφέρουν όμοια προϊόντα όσο και αυτών που ανήκουν σε παρεμφερή οικονομική βαθμίδα, να υπάρχει σκοπός ανταγωνισμού, δηλαδή ενίσχυσης του ενεργούντος προς όφελός του, και η πράξη ανταγωνισμού να αναφέρεται σε εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές.
Χαρακτηριστική εμφάνιση αθέμιτου ανταγωνισμού είναι η εκτόπιση ανταγωνιστών από την αγορά, ώστε να εξελίσσεται ελεύθερα η επιχειρηματική δραστηριότητα, σε βάρος ολόκληρου του επιχειρηματικού κλάδου. Αν βλάπτεται η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης στην αγορά λόγω τέτοιων πρακτικών άλλων επιχειρήσεων, ώστε να μην μπορούν να δραστηριοποιηθούν περισσότεροι στο χώρο αυτό, τότε υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός.
Εδώ υπάγονται οι πράξεις 1) αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης (παρασιτικός ανταγωνισμός) και πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, 2) αν προκαλείται σύγχυση στους καταναλωτές σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα μίας ανταγωνιστικής επιχείρησης ή 3) η χρήση όμοιου εμπορικού σήματος ή logo. Και η διάδοση αναληθών ειδήσεων, ώστε να δυσφημισθεί μία ανταγωνιστική επιχείρησης, και η παραπλάνηση των καταναλωτών σχετικά με τις ιδιότητες των προϊόντων ή των υπηρεσιών εμπίπτουν στην έννοια του αθέμιτου ανταγωνισμού. Η σοβαρότερη, όμως, περίπτωση είναι η διακινδύνευση του οικονομικού συστήματος μέσω της αθέμιτης υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης της τιμής πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών με πρόθεση εξόντωσης του ανταγωνιστή, κυρίως με πώληση σε τιμές κάτω του κόστους.
Η νομολογία σήμερα έχει διευρύνει σημαντικά το πλαίσιο ισχύος του αθέμιτου ανταγωνισμού προς την κατεύθυνση οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας, ακόμα κι όταν προέρχεται από ελεύθερους επαγγελματίες ή εκ μέρους του Δημοσίου, όταν αυτό ενεργεί με όρους ιδιωτικού δικαίου.
Φαινόμενα συμπράξεων επιχειρήσεων (καρτέλ) και κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά συνιστούν και αυτά αθέμιτο ανταγωνισμό. Τα πιο κοινά παραδείγματα πρακτικών καρτέλ είναι συμφωνία για κατανομή πελατών, συμφωνίες διανομής μεταξύ προμηθευτών, καθορισμός τιμών ή καταμερισμός της αγοράς. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης συνιστά η επιβολή υπέρογκων τιμών προς εκμετάλλευση των πελατών ή αδικαιολόγητα χαμηλές τιμές ώστε να εκτοπιστούν οι ανταγωνιστές, καθώς και η διακριτική μεταχείριση πελατών. Τέλος, οι κανόνες της ΕΕ απαγορεύουν τις κρατικές ενισχύσεις, αν δεν γίνονται προς ενίσχυση μικρών επιχειρήσεων και προώθηση της επιχειρηματικότητας, λόγω του ότι ακριβώς μπορεί κάποιες επιχειρήσεις να βρεθούν σε πολύ πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών τους από άλλες χώρες.
Αν κάποιος επιχειρηματίας βλάπτονται τα συμφέροντα του από αθέμιτη πράξη ανταγωνιστή μπορεί να καταφύγει στην αστική και ποινική δικαιοσύνη για να προστατευθεί ή ακόμα και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Η αστική προστασία αφορά της παύση και μη επανάληψη της προσβολής, καταβολή αποζημίωσης για την οικονομική ζημία και επανόρθωση ηθικής βλάβης, βάσει κυρίως των διατάξεων του Αστικού Κώδικα, 914, 919, 920, 932, όπως και 57-59 για προσβολή της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου.
Η ποινική προστασία, βάσει των όσων προβλέπει ο νόμος 146/1914, χωρεί μόνο σε περιπτώσεις κοινοποίησης εμπορικών ή βιομηχανικών απορρήτων (άρθρα 16-18), συκοφαντικής δυσφήμισης (άρθρο 12) και μη τήρησης προκαθορισμένων μονάδων πώλησης (άρθρο 9). Μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 6,8 και 9 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, καθώς ο γενικός κανόνας είναι ότι μόνο ο δικαιούχος δικαιούται να ασκήσει έγκληση. Η ποινή μπορεί να αφορά χρηματική αποζημίωση είτε φυλάκιση είτε και τα δύο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Κ. Ρόκας «Βιομηχανική Ιδιοκτησία», 3η εκδ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
- Μαρίνος Μιχαήλ-Θεόδωρος, «Αθέμιτος Ανταγωνισμός», 4η εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2021
- “Δικηγορικά Γραφεία / Άνθια Κορέλα”, επίσημη ιστοσελίδα, διαθέσιμη εδώ
- “Αθέμιτος ανταγωνισμός”, διαθέσιμο εδώ