Της Μυρτώ Ιωάννου,
Ας φανταστούμε ένα ακυβέρνητο βαγόνι να τρέχει στις ράγες έχοντας πέντε επιβάτες. Το βαγόνι αυτό, αν συνεχίσει την πορεία του, θα παρασύρει εκατό ανθρώπους, οι οποίοι περνούν τις σιδηροδρομικές γραμμές λίγα μέτρα μακριά. Εσείς είστε ο παρατηρητής στο μικρό μας παράδειγμα και βλέπετε από απόσταση τι πρόκειται να συμβεί. Έχετε μόνο έναν τρόπο να βοηθήσετε, να τραβήξετε έναν μοχλό, αλλάζοντας την πορεία του τρένου. Έτσι το τρένο θα στραφεί προς άλλες ράγες, όπου όμως βρίσκονται πέντε ανίδεοι εργάτες με αποτέλεσμα να σκοτωθούν. Τι θα κάνατε;
Ίσως στα πρώτα κλάσματα του δευτερολέπτου η απάντηση φαντάζει απλή. Έχουμε από τη μία πλευρά εκατό ανθρώπους και από την άλλη πέντε. Φαίνεται, άραγε, πιο «σωστό» ο θάνατος μικρότερου αριθμού ανθρώπων;
Ας τροποποιήσουμε λίγο το θεωρητικό παράδειγμά μας. Έστω ότι στο σκηνικό που δημιουργήσαμε βρίσκεστε σε μία γέφυρα και παρατηρείτε το ακυβέρνητο βαγόνι να προσεγγίζει τους εκατό απροστάτευτους ανθρώπους. Δίπλα σας κάθεται ένας κύριος. Ο μόνος τρόπος να σώσετε τους εκατό αυτούς αθώους ανθρώπους είναι να χτυπήσετε θανάσιμα τον κύριο, ας πούμε να τον μαχαιρώσετε, ώστε να πέσει στις ράγες και να σταματήσει την πορεία του βαγονιού. Έχουμε από τη μία πλευρά εκατό ανθρώπους και από την άλλη ένα. Τώρα, όμως, η απάντηση δεν φαίνεται τόσο εύκολη, παρόλο που η αριθμητική διαφορά είναι ακόμη πιο μεγάλη.
Ποια είναι η διαφορά στα παραδείγματά μας; Αποτελούν οι αριθμοί κριτήριο μέτρησης της αξίας της ανθρώπινης ζωής; Ή μήπως είναι πιο σημαντικό το πόσο άμεση θεωρούμε εμείς την εμπλοκή μας σε μία φαινομενικά λάθος πράξη; Θα διαφοροποιούνταν η αντίδρασή μας αν γνωρίζαμε ότι ο κύριος που στεκόταν γύρω μας στη γέφυρα ήταν ένας αποδεδειγμένα κακός άνθρωπος; Θα σκεφτόμασταν ποτέ να τραβήξουμε τον μοχλό, αν ανάμεσα σε αυτούς τους πέντε εργάτες ήταν ο πατέρας, ο γιος ή ο αγαπημένος μας φίλος;
Δεν πρόκειται για απλά ερωτήματα. Ούτε για ερωτήματα που τέθηκαν τώρα για πρώτη φορά. Απασχόλησαν και προβλημάτισαν τους ανθρώπους χιλιάδες χρόνια πριν και εξακολουθούν να μένουν άλυτα μέχρι και σήμερα. Δημιούργησαν ολόκληρα ρεύματα, όπως την «Ηθική» του Immanuel Kant έναντι του «Ωφελιμισμού» του John Stuart Mill. Δημιούργησαν αυτό που ονομάζουμε Φιλοσοφία. Και που ακόμη και αν φαντάζει κάτι μακρινό και σε καμία περίπτωση χειροπιαστό αποτελεί τη βάση για τον ασυνείδητο τρόπο αντιμετώπισης κάθε μικρού καθημερινού μας προβλήματος.
Ο Kant είχε έναν πολύ σκληρό τρόπο να ορίζει την ηθική και την ειλικρίνεια που όλοι εξυμνούμε και προσπαθούμε να επιτύχουμε. Για να θεωρείσαι ηθικός πρέπει να είσαι επειδή πηγάζει από τον εσωτερικό σου κόσμο ανεξαρτήτως από τον λόγο, τον άνθρωπο που απευθύνεσαι και τη συνθήκη. Δεν φαίνεται τόσο άσχημη αυτή η σκέψη έτσι; Ίσως και αξιέπαινη, σίγουρα αξιοθαύμαστη.
Ο φιλόσοφος μας παρουσιάζει το εξής παράδειγμα. Έστω ότι χτυπάει την πόρτα του σπιτιού σου τρομαγμένος ένας πολύ καλός σου φίλος, ο οποίος σου εξηγεί πως τον κυνηγάει ένας δολοφόνος και σου ζητάει να προστατευτεί μέσα στο σπίτι σου, κάτι που προφανώς του επιτρέπεις. Μετά από λίγα λεπτά χτυπάει τη πόρτα σου ο δολοφόνος και σε ρωτάει αν έχεις δει τον φίλο σου. Τι του απαντάς; Αν του πεις όχι, του λες ευθαρσώς ψέματα. Αν του πεις την αλήθεια, εκθέτεις σε κίνδυνο τον φίλο σου, κάτι που μοιάζει εγκληματικό. Αν του πεις ότι ο φίλος σου «σίγουρα δεν είναι στην πλατεία», δεν λες ψέματα αλλά λες μία κεκαλυμμένη αλήθεια. Υπάρχει αυτό το είδος αλήθειας; Η σωστότερα θα έπρεπε να υπάρχει;
Το παράδειγμα φαίνεται τραβηγμένο, είναι όμως το εφαλτήριο της σκέψης για πολλές καθημερινές μας κινήσεις. Πού σταματάει η ηθική και πού ξεκινάει η ανηθικότητα; Πρόκειται για έννοιες καθαρά υποκειμενικές ή μεταβάλλονται αναλογικά με τις συνθήκες;
Θα ολοκληρώσω αυτόν τον λαβύρινθο φιλοσοφικών ερωτημάτων με το εξής περιστατικό, το οποίο πλέον αποτελεί αληθινό ιστορικό γεγονός:
Στον απόηχο του αποτρόπαιου συμβάντος της πτώσης των Δίδυμων Πύργων το 2001 διαμορφώθηκε το Δίκαιο του Εναέριου Χώρου με σκοπό την πρόληψη και την αντιμετώπιση της αεροπειρατείας. Στα πλαίσια και στις συζητήσεις που ακολούθησαν σε παγκόσμιο επίπεδο, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ουδέποτε σε περίπτωση αεροπειρατείας δεν μπορεί να γίνει κατάρριψη του αεροσκάφους (το οποίο έχει προφανώς επιβάτες) γιατί καμία ζωή δεν μετράει περισσότερο από καμία άλλη ζωή.
Κάποια χρόνια πριν, μια γερμανική πτήση 165 επιβατών καταλήφθηκε από έναν αεροπειρατή, ο οποίος απείλησε ότι θα ρίξει το αεροπλάνο σε ένα αθλητικό γήπεδο γεμάτο με 70.000 ανθρώπους. Αμέσως, η γερμανική αεροπορία διέταξε πολεμικό αεροπλάνο να πλησιάσει το αεροσκάφος, δίνοντας ταυτόχρονα ρητή εντολή να μην προβεί σε κατάρριψή του. Ο πιλότος είχε εκπαιδευτεί σε όλη του τη ζωή για να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία δύσκολες καταστάσεις. Έπραξε ότι μπορούσε ως προειδοποίηση για τον αεροπειρατή, αλλά εκείνος δεν άλλαξε στάση. Βρισκόταν μόνος του μπροστά στο τρομακτικό δίλλημα: 70.000 άνθρωποι έναντι 165; 70.000 άνθρωποι έναντι 165 ίσως ήδη καταδικασμένων ανθρώπων; Δύο λεπτά πριν την σύγκρουση του αεροσκάφους στο γήπεδο, το κατέρριψε, σκοτώνοντας 165 αθώους ανθρώπους. Για αυτή του τη πράξη οδηγήθηκε σε δίκη. Τι πρέπει να αποφασίσει το δικαστήριο; Το μη χείρον βέλτιστον; Κάθε ζωή έχει αξία και κανείς δεν πρέπει να αποφασίζει για το θάνατο κανενός ανθρώπου; Πόσο επικίνδυνο είναι να αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους σαν αριθμούς ακόμη και όταν η αριθμητική απόσταση είναι τόσο μεγάλη; Οι νόμοι τελικά μας προστατεύουν ή μας εγκλωβίζουν;
Τα ερωτήματα είναι αμέτρητα. Δικό μου εφαλτήριο για το παρόν άρθρο αποτέλεσε μία παράσταση που είδα τις τελευταίες μέρες, το ”TERROR” του Ferdinand Von Schirach σε σκηνοθεσία Γιώργου Οικονόμου. Μπορείτε να πάτε και εσείς στο Θέατρο Αθηνών για να σας λυθούν αυτές οι απορίες. Ή μήπως θα σας δημιουργηθούν περισσότερες;