Της Αγγελικής Μιχαλοπούλου,
Τον τελευταίο χρόνο, μετά τη διάδοση του κινήματος “Me too” και την έκρηξη καταγγελιών για κακουργηματικές πράξεις που έχουν συμβεί πριν χρόνια, το περί δικαίου αίσθημα επιβάλλει, περισσότερο από ποτέ, την άμεση επιβολή δίκαιης ποινής στους ενόχους. Η καταδίκη, όμως, των δραστών δεν είναι πάντα εύκολο να επιβληθεί. Πολλές φορές είναι δύσκολο να υπάρξουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την τέλεση ειδεχθών εγκλημάτων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ο μόνος τρόπος απόδειξής τους είναι η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων. Μάλιστα, μετά τις αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις στον χώρο της επικοινωνίας και της πληροφορικής γεννάται ο προβληματισμός ως προς το αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράνομα αποδεικτικά μέσα για την εύρεση της αλήθειας.
Το πρόβλημα που ανακύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στην υποχρέωση αναζήτησης της αλήθειας και στην προστασία της ανθρώπινης αξίας και της προσωπικότητας του ατόμου. Υπάρχουν αποδεικτικές απαγορεύσεις και μέχρι ποιο σημείο μπορούν αυτές να φτάσουν;
Κρίσιμο είναι να επισημανθεί ότι σκοπός της αποδεικτικής διαδικασίας δεν είναι μόνο η εύρεση της αλήθειας με οποιοδήποτε τίμημα, αλλά η εύρεσή της στο πλαίσιο των διαφόρων δικονομικών διατάξεων και κυρίως αυτών του Συντάγματος, προς τις οποίες θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε εναρμονισμένες. Το θέμα των παράνομων αποδεικτικών μέσων συνέχεται με το ζήτημα της δίκαιης δίκης, όπως αυτή καθορίζεται στη διάταξη του άρθ. 6 ΕΣΔΑ, τη διεξαγωγή της οποίας απαιτεί ο κατηγορούμενος. Οι διατάξεις της εντάχθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη και προσέλαβαν αυξημένη τυπική ισχύ, κατ’ άρθ. 28 § 1 Συντ. Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις στις οποίες αθέμιτα και παράνομα αποδεικτικά μέσα γίνονται δεκτά και οδηγούν τους δικαστές σε πόρισμα.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καθιερώνει μία βασική αρχή στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, την αρχή της ηθικής απόδειξης, η οποία περιλαμβάνει την ελεύθερη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου και την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, σύστημα που παρέχει ελευθερία στον δικαστή ως προς τη χρησιμοποίηση και την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και του εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων. Ωστόσο, η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου εισάγει εξαίρεση στην αρχή της ηθικής απόδειξης και προβλέπει ότι τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών όπως π.χ. ηχογράφηση ή βιντεοσκόπηση που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία, καθώς προσβάλλουν το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Η αξιόποινη αυτή πράξη τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα προκειμένου να κατοχυρωθεί ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση.
Ενώ, λοιπόν, φαίνεται να ισχύει μια απόλυτη απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων, βιντεοσκοπήσεων ή ηχογραφήσεων που αποκτήθηκαν παρανόμως, στην πράξη η απαγόρευση αυτή δεν είναι τόσο απόλυτη, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις κάμπτεται. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση τέτοιου είδους αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο της ποινικής δίκης πρέπει να ελέγχεται από το επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της υποθέσεως ποινικό δικαστήριο. Το δικαστήριο, δηλαδή, σταθμίζει κάθε φορά την επιταγή της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και την προστασία του έννομου αγαθού που διακυβεύεται. Για την εκτίμηση αυτή τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι, μεταξύ άλλων, η βαρύτητα της πράξης, η βαρύτητα της προσβολής του συνταγματικού δικαιώματος του παθόντος, η ένταση της προσβολής, αλλά και η ίδια η συνταγματική επιταγή της προστασίας του ατόμου, απόρροια της οποίας είναι ο διωκτικός καταναγκασμός.
Έτσι, το δικαστήριο αφού λάβει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 §1 Συντ.) και εξετάσει ότι η χρήση αυτή είναι συμβατή με τις διατάξεις που προστατεύουν την ανθρώπινη αξία, ζωή και τιμή, μπορεί να συνεκτιμήσει ένα παράνομο αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως στοιχείο στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του για να επιδιώξει την κατά το άρθρο 20 §1 Συντ. έννομη προστασία του ή όταν αυτό αποτελεί το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του (ΑΠ 277/2014, 1202/2011, 816/2006).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Η χρήση του παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου στην ποινική δίκη (177 παρ. 2 ΚΠΔ)”, διαθέσιμο εδώ
- Λάμπρος Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, διαθέσιμος εδώ
- “Εισαγγελία ΑΠ: Επιτρέπεται η χρήση παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας”, διαθέσιμο εδώ