Του Δημήτρη Τόλια,
Θυμάμαι πως στις αρχές του 2021 του έτους που τώρα μας αποχαιρετά, είχαμε την αίσθηση ότι το 2020 ήταν το «έτος του κορωνοϊού», ενώ η νέα χρονιά θα σηματοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα. Λογαριάζαμε και κανονίζαμε χωρίς τον «ξενοδόχο», που σε αυτή την περίπτωση ήταν οι νέες μεταλλάξεις, η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και η μικρή χρονική διάρκεια προστασίας που προσφέρει ο εμβολιασμός. Όπως και να έχει η κατάσταση, στην εγχώρια πολιτική σκηνή ξεχωρίζω τρεις καθοριστικές λέξεις-κλειδιά για τις πολιτικές εξελίξεις του 2021, οι οποίες εξελίξεις, τελικά, το χαρακτήρισαν πιο εύστοχα ως το «έτος του κορωνοϊού». Τις παραθέτω χρονικά ως εξής: Lockdown, εμβόλια και ΠΑΣΟΚ.
Η νέα χρονιά μάς βρήκε σε καθεστώς lockdown ήδη από τον Νοέμβριο του 2020 και περιμέναμε την άνοιξη προκειμένου να επανέλθουμε και να συνεχίσουμε τη ζωή μας από εκεί που την αφήσαμε. Τότε, η κυβέρνηση αντιμετώπιζε την υπέρβαση των ορίων της δημόσιας πολιτικής του lockdown, ως μέσον αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης. Μέχρι τον Μάιο, η πραγματικότητα πλέον υπερέβαινε την υλοποίηση του lockdown, καθώς είχαν επινοηθεί νέοι, «υπόγειοι» τρόποι συνάθροισης, ως εμπέδωση της υπέρβασης των περιορισμών σε πλήρη αναντιστοιχία προς τους δημόσιους υγειονομικούς στόχους. Το lockdown αναπαρήγαγε πλέον τον εαυτό του με στόχο την ίδια του την αναπαραγωγή, όσο οι πολίτες μετασχημάτιζαν την κοινωνική τους συμπεριφορά προς την αποφυγή των περιορισμών.
Εκείνο το σημείο αποτελεί μια τομή στη στάση των πολιτικών κομμάτων. Μέχρι τότε, η κυβέρνηση στρεφόταν στον περιορισμό των κρουσμάτων. Από τον Μάιο και έπειτα, λαμβάνοντας υπόψιν την κοινωνική απονομιμοποίηση της πολιτικής του lockdown, στράφηκε πλήρως στην εμβολιαστική εκστρατεία. Στο διάστημα αυτό, η αντιπολίτευση παρουσιάζεται ιδιαίτερα χλιαρή στην πολιτική της επικοινωνία. Εντάξει, η κυβέρνηση δέχεται την κόπωση των πολιτών ως φθορά. Ωστόσο, η αντιπολίτευση δείχνει σε όλο αυτό το διάστημα να ταλαντεύεται μεταξύ απόσπασης οφελών από την αγανάκτηση των πολιτών και διατήρησης μιας συναινετικής στάσης στα υγειονομικά ζητήματα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν συγκροτήθηκε ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό μήνυμα, πέραν ορισμένων γενικών προτροπών για ενίσχυση του ΕΣΥ.
Η πολιτική θύελλα ξέσπασε μονάχα τον Μάρτιο με αφορμή τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης. Η κόπωση των περιορισμών, σε συνδυασμό με την παρουσία πολλαπλών φαινομένων αστυνομικής αυθαιρεσίας κατ’ εκείνο το διάστημα, προκάλεσε μια σημαντική έκρηξη γύρω από τον πυρήνα του ορισμού του σημαίνοντος «ασφάλεια». Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην προεκλογική του εκστρατεία είχε υψηλά στην ατζέντα τα ζητήματα ασφάλειας, τα οποία αποτέλεσαν μια πολύ σταθερή επικοινωνιακή γέφυρα συνύπαρξης των ρευμάτων του φιλελευθερισμού και του συντηρητισμού εντός της κυβερνητικής παράταξης. Ωστόσο, τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης προκάλεσαν μια ανανοηματοδότηση της έννοιας της ασφάλειας με νέο περιεχόμενο, ηπιότερο και πιο συγκαταβατικό, στερώντας από το κυβερνών κόμμα ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο σύνδεσης των δύο προαναφερθέντων ρευμάτων στο εσωτερικό του.
Μετά την επέτειο των 200 χρόνων, που δεν αποδείχθηκε ως κάτι που ο ιστορικός του μέλλοντος θα μνημονεύσει, φτάνουμε στην κρίσιμη τομή του Μαΐου. Εκείνη τη χρονική περίοδο το «Μένουμε σπίτι» μετατρέπεται σε «Εμβολιαζόμαστε». Από τότε μέχρι και σήμερα, η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τη δημόσια πολιτική αυτή με στεγνό ορθολογικό τρόπο. Χρησιμοποιεί επικοινωνιακά μέσα, ωστόσο δίνει έμφαση στα ορθολογικού τύπου κίνητρα (δώρα σε νέους και περιορισμούς στους ανεμβολίαστους) και, εγκαταλείποντας μια περισσότερο κοινωνιολογική προσέγγιση, έρχεται, έτσι, σε ευθεία σύγκρουση με το αντι-εμβολιαστικό κίνημα, το οποίο ακούσια οριοθετεί σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Πλέον, ομάδες που χρησιμοποιούν μια τρόπον τινά φασιστικού τύπου οργάνωση, ένα συνωμοσιολογικό αφήγημα και μια βολονταριστική νοοτροπία επανίδρυσης των θεσμών, συναρθρώνουν τον λόγο τους στον πυρήνα εθνικών σημαινόντων και προβαίνουν σε ευθεία αντικυβερνητική δράση. Μένει να δούμε, εάν θα εμφανιστούν το 2022 πολιτικές ελίτ, ικανές να οργανώσουν κομματικά τον συγκεκριμένο χώρο.
Πριν καταλήξουμε στο «πασοκικό» φθινόπωρο, ας κάνουμε μια στάση σε δύο ζητήματα που άνοιξαν το 2021 και τα οποία θεωρώ ότι θα μας απασχολήσουν το 2022. Πρώτον, αξίζει να αναφερθούμε στο ταμείο ανάκαμψης. Η κατανομή των πόρων στην οικονομία θα αποτελέσει μακροπρόθεσμα ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα σε νέες πολιτικές τομές. Δεύτερον, οι θερινές πυρκαγιές άνοιξαν βουβά την πολιτική συζήτηση της επόμενης δεκαετίας. Δεν στέκομαι στα της κλιματικής αλλαγής, αυτά είναι δεδομένα. Η συζήτηση που ξεκινά είναι εκείνη της αποκέντρωσης πόρων, εξουσιών, αρμοδιοτήτων και πηγών πληροφόρησης προς την αυτοδιοίκηση και δη προς τους Δήμους. Η αδυναμία εισχώρησης της κρατικής αρωγής στα τοπικά προβλήματα ανέδειξε τα σημαντικά θέματα του ισχυρού συγκεντρωτικού ελληνικού μοντέλου διακυβέρνησης.
Ας πάμε τώρα στα του ΠΑΣΟΚ. Από τον Σεπτέμβριο είχε ανοίξει η συζήτηση για τις εκλογικές διαδικασίες στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Στις 25 Οκτωβρίου, όμως, η Ελλάδα θα παγώσει και θα βυθιστεί στο πένθος από τον αναπάντεχο θάνατο της Προέδρου του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, Φώφης Γεννηματά. Το μεγαλείο του ενωτικού της έργου φάνηκε τους επόμενους μήνες, όταν παρουσιάστηκαν νέες υποψηφιότητες και ένταση κατά την προεκλογική περίοδο. Ωστόσο, όλα όσα ανατέθηκαν έχουν σημασία στην ανάλυσή μας, διότι συμβαίνουν υπό καθεστώς μιας «διαβολικής» συγκυρίας.
Η νίκη του SPD έχει ακτινοβολήσει τη σοσιαλδημοκρατική προοπτική σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά από χρόνια. Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία βρίσκονταν στο περιθώριο των συγκρούσεων συντηρητικών, φιλελευθέρων και λαϊκίστικων κομμάτων, πλέον ανακάμπτουν δημοσκοπικά και εκλογικά (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Ιταλία, κ.ά.). Στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ από την κυβερνητική του περίοδο επιχείρησε να προσεγγίσει τους χώρους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου να προσδέσει σε μια ιδεολογική βάση τις μεταστροφές του κυβερνητικού του λόγου και συνάμα να επιβιβαστεί σε ένα τρένο που δείχνει να τσουλάει ταχύτερα από εκείνο της ευρωπαϊκής αριστεράς. Η επιβίβαση, ωστόσο, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς οι εσωτερικές αντιφάσεις και αμφισημίες του πολιτικού στίγματος του ΣΥΡΙΖΑ δεν επέτρεψαν τη μετάβαση από τον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς σε αυτόν της σοσιαλδημοκρατίας.
Έτσι, τώρα στο τρένο που δείχνει να αναχωρεί ταχύτατα, φαίνεται να έχει εξασφαλίσει κλεισμένη θέση το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το οποίο, εντελώς συμπτωματικά, διενήργησε μόλις εσωκομματικές εκλογές, που προκάλεσαν συζήτηση για το μέλλον και προσέλκυσαν πολλούς ψηφοφόρους μετά από χρόνια. Το σημαντικότερο είναι πως το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στο προσκήνιο της συζήτησης με έναν νέο, εξωκοινοβουλευτικό αρχηγό δείχνοντας εξωστρέφεια. Οι άνθρωποι στην κεντροαριστερά δείχνουν να αναζητούν το «νέο» από καιρό, όσο η αντιπολίτευση έχει παγώσει την επεξεργασία ενός αφηγήματος για το μέλλον. Ένα νέο αφήγημα μέσα από τα οικεία σύμβολα της νοσταλγίας είναι πλέον ορατό στον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο, το οποίο έχει τις προοπτικές να προκαλέσει ζημιές στα κεντρώα φάσματα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Η από κοινού ξαφνική αναθέρμανση του διπόλου ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ εντός του Κοινοβουλίου δείχνει τη ρώτα της ανάγνωσης των εξελίξεων σε Πειραιώς και Κουμουνδούρου.
Τι πρόκειται, λοιπόν, να δούμε το 2022; Όσον αφορά τις κομματικές ισορροπίες, αναμένω το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να λειτουργήσει ως μαγνήτης που τοποθετείται ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις και ανακατατάξεις. Από τη δεξιά πτέρυγα μένει να φανεί κατά πόσο οι πληθυσμοί των συνωμοσιολόγων θα οργανωθούν σε κομματικό σχήμα ή όχι. Το 2022 θα είναι μια χρονιά αποφάσεων με ρίσκο για τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Επίθεση στο κέντρο ή επιστροφή στη βάση; Όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις, σημαντικό ρόλο θα έχουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η διαχείριση των ευρωπαϊκών πακέτων και οι μεταρρυθμίσεις στους τομείς της Υγείας και της Ασφάλισης. Αν θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια λέξη για το 2022, αυτή θα ήταν «ανακατάταξη», στήσιμο της σκακιέρας εν όψει του ανοίγματος του χορού των εκλογών το 2023.