Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Η πίστη σε αξίες και ιδανικά αποτελεί για τους περισσότερους ανθρώπους έναν φάρο για τις δύσκολες στιγμές. Ακόμη και στις πιο δύσκολες αποφάσεις της ζωής, ο καθένας μας μπορεί να ανατρέξει στις θεμελιώδεις αρχές που πρεσβεύει, για να επιλέξει τον ενδεδειγμένο για τον εαυτό του τρόπο δράσης. Τι γίνεται, όμως, όταν μια κοινωνία βρίσκεται σε τέλμα; Όταν οι αξίες δείχνουν να υποχωρούν μπροστά στις ανάγκες μιας αδυσώπητης πραγματικότητας;
Τέτοιες σκέψεις αντιμετωπίζουν οι ήρωες του Κώστα Μπουζούκη, στο νέο του βιβλίο «Ναυαγοί χωρίς σωσίβιο», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 από τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. Το έργο αυτό, που ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει «μυθοδοκίμιο», καθώς συνδυάζει την αφήγηση με στοιχεία ενός στοχαστικού δοκιμίου, μας μεταφέρει στην Ελλάδα του 2013, με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης να είναι εμφανείς σε όλους τους τομείς της ζωής. Πριν, όμως, αναφερθώ στην ιστορία που μας λέει το βιβλίο, ας γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα! Ο Κώστας Μπουζούκης, γεννημένος στη Λιβαδειά, ζει στην Αττική, όπου έχει σπουδάσει και εργαστεί στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, αλλά και σε φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στον τοπικό Τύπο της Ναυπακτίας, από όπου ο ίδιος κατάγεται, ενώ έχει εκδώσει και στο παρελθόν το μυθοδοκίμιο «Πολιτεία του Χαμoύ».
Η αφήγηση ξεκινά, όταν ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου χάνει την εργασία του λόγω περικοπών στην εταιρεία που εργάζεται. Ο ίδιος προέρχεται από έναν αποτυχημένο γάμο και πλέον διατηρεί ελεύθερη σχέση με την Ισμήνη, χωρίς πρόθεση να δεσμευτεί ξανά. Πέρα από τα προβλήματα που ανακύπτουν αναφορικά με την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του πρωταγωνιστή, μετά την απόλυσή του, τον βασανίζουν και πιο βαθιές σκέψεις, καθώς ανακαλύπτει ότι, παρόλο που στη ζωή του έχει υπάρξει έντιμος άνθρωπος, δεν υφίσταται για τον ίδιο κάποια ανώτερη αξία ή δύναμη στην οποία να μπορεί να πιστέψει. Και το όνομα αυτού, ανάλογο προς τα βιώματά του: ο συγγραφέας τον ονομάζει Μετέωρο, καθώς με αυτήν την ιδιότητα περιπλανιέται στη ζωή του.
Το μοτίβο αυτό, σύμφωνα με το οποίο το όνομα του ήρωα εκφράζει τη διάθεσή του απέναντι στη ζωή, εφαρμόζεται και για τους υπόλοιπους ήρωες του βιβλίου. Στο στέκι διανοούμενων που συχνάζει ο Μετέωρος, γνωρίζουμε μια σειρά ανθρώπων, με τις δικές τους αδυναμίες. Τα ονόματα μιλούν από μόνα τους: ο φίλος του πρωταγωνιστή, Αλκαίος, είναι ένας άνθρωπος παραδομένος ουσιαστικά στο ερωτικό πάθος, με προτεραιότητα στη ζωή του τη σχέση του με μια ζωγράφο. Στο στέκι συναντούν συχνά τον Κραβαρίτη, έναν επαίτη, που καταφέρνει να ζει από αυτήν την ασχολία, ισχυριζόμενος ότι αν δεν του δοθεί ελεημοσύνη, θα αναγκαστεί να κλέψει, συνεπώς για να αποφύγουν να γίνουν μια μέρα θύματα ληστείας, οι θαμώνες του μαγαζιού θα πρέπει να του προσφέρουν χρήματα.
Τους κεντρικούς ήρωες πλαισιώνουν και δύο χαρακτήρες με το όνομα Θερσίτης, αναφορά, φυσικά, στον γνωστό ομηρικό ήρωα που εξόργισε τον Οδυσσέα με τις αισχρές του κατηγορίες κατά του Αγαμέμνονα. Οι δύο Θερσίτες του έργου αποτελούν δύο ακραίους ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας κινείται στον χώρο του αναρχισμού και ο άλλος υποστηρίζει νεοναζιστικές οργανώσεις. Με τη βοήθεια του παράγοντα της τηλεόρασης που αποκαλείται Μιντιάρχης, οι δύο Θερσίτες, από το δικό του μετερίζι ο καθένας, αυξάνουν την κοινωνική πόλωση και εξυπηρετούν συμφέροντα.
Σε αντίθεση με τους Θερσίτες του έργου, μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία είναι ο μηδενιστής Νιχίλιος, ο οποίος χωρίς σπουδαίο λόγο έχει αρραβωνιαστεί την κόρη ενός στρατηγού, αλλά την εγκαταλείπει, αναγγέλλοντας στους γνωστούς του ότι θα νυμφευτεί τη σεξεργάτρια Μάγδα, προκειμένου να την εξασφαλίσει. Κι όμως, ίσως αυτή να μην είναι η τελευταία του κουβέντα.
Η αφήγηση του βιβλίου κορυφώνεται με τις βουλευτικές εκλογές που προκηρύσσονται μετά από λίγους μήνες. Με τους Θερσίτες να έχουν αποκτήσει εξουσία και κάθε αξία να δείχνει να χάνεται, ο Μετέωρος, που στο μεταξύ, μετά τη διαμονή του σε άσυλο αστέγων και με τη βοήθεια του ιερέα Πατρός Παρήγορου, έχει βρει μια δουλειά σε ένα φροντιστήριο, αλλά διαφωνεί κάθετα με τον τρόπο διεξαγωγής του μαθήματος, νιώθει ολοένα και περισσότερο χαμένος. Όπως λέει και ο ίδιος, λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, είναι ένα ναυάγιο στη στεριά, χωρίς να μπορεί να πιαστεί από το «σωσίβιο» κάποιας αξίας ή ανώτερης πίστης.
Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο εντάσσεται στα πονήματα τόσο επιστημονικού όσο και λογοτεχνικού περιεχομένου που εμπνεύστηκε από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής κρίσης που επακολούθησε. Είναι ένα έργο με πλούσιες διακειμενικές αναφορές, που αξίζει να διαβαστεί, γιατί έχει σίγουρα να μας πει κάτι για τον εαυτό μας και για εμπειρίες με τις οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορούμε να ταυτιστούμε.