Της Ευαγγελίας Κατσιγιάννη,
Η σχέση του ελληνικού κράτους με την Εκκλησία κατά τον 19ο αιώνα πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Αρχικά, οι στενοί δεσμοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με την Οθωμανική Aυτοκρατορία ανάγκασαν το 1833 την Αντιβασιλεία του Όθωνα να προχωρήσει στην ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελληνικής Εκκλησίας, προκαλώντας την οργή του Πατριαρχείου, το οποίο έμελλε να αναγνωρίσει την διοικητική ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος μόλις το 1850. Με την αντιπαράθεση αυτή να αποτελεί παρελθόν, κράτος και εκκλησία έμοιαζαν να συνοδοιπορούν, με την τελευταία να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής. Η κατάσταση αυτή, ωστόσο, δεν διήρκησε για μεγάλο διάστημα μιας και το 1875, επί κυβερνήσεως Δημητρίου Βούλγαρη, ξέσπασε ένα μεγάλο σκάνδαλο στον εκκλησιαστικό χώρο, γνωστό ως Σιμωνιακά, λέξη που προήλθε από τον όρο σιμωνία, δηλαδή την εξαγορά εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Τι ακριβώς όμως συνέβη;
Τον Ιανουάριο του 1875 έγινε γνωστό πως ο Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Διοίκησης, Ιωάννης Βαλασόπουλος, και ο γαμπρός του Πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη και Υπουργός Δικαιοσύνης, Βασίλειος Νικολόπουλος, κατηγορούνταν για δωροδοκία από τέσσερις υποψήφιους Μητροπολίτες, προκειμένου να τους βοηθήσουν να εκλεγούν στις Μητροπόλεις Αργολίδας, Μεσσηνίας, Πατρών και Κεφαλληνίας που είχαν μείνει κενές. Η δωροδοκία των ιερωμένων, σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, δεν συμπεριλάμβανε μόνο υψηλά χρηματικά ποσά, αλλά και τιμαλφή μεγάλης αξίας. Γρήγορα, στα ονόματα των εμπλεκόμενων με το σκάνδαλο προστέθηκαν εκείνο του ειρηνοδίκη Π. Οικονομόπουλου, καθώς και των ιδιωτών Δ. Χαριτάκη και Ν. Πετρή.
Το εν λόγω σκάνδαλο προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στον ελληνικό κόσμο. Η Εκκλησία της Ελλάδος επιχείρησε να μετριάσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αναφέροντας πως δεν ετίθετο θέμα σιμωνίας. Εντούτοις, μετά την κατακραυγή που υπέστη η Ιερά Σύνοδος, με τις δηλώσεις της, άλλαξε στάση και καταδίκασε το γεγονός. O Δημήτριος Βούλγαρης από την πλευρά του, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τις δριμύτατες κατηγορίες προς το πρόσωπό του μετά τη γνωστοποίηση των Σιμωνιακών και των Στηλιτικών -ενός νέου σκανδάλου που ακολούθησε τα Σιμωνιακά με αφορμή τη διάπραξη εκλογικής λαθροχειρίας στη Βουλή- αναγκάστηκε, το φθινόπωρο του 1875, να παραιτηθεί υπέρ του Χαρίλαου Τρικούπη, που κλήθηκε από τον βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Τρικούπης, ωστόσο, εξαιτίας της αδυναμίας του να συγκεντρώσει τη βουλευτική πλειοψηφία παραιτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1875 και εν τέλει το αξίωμα του πρωθυπουργού ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Η νέα ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κουμουνδούρο προχώρησε σε διεξαγωγή δίκης για τα Σιμωνιακά από το Ειδικό Δικαστήριο της Ελλάδας.
Η πολύκροτη δίκη έλαβε χώρα από τις 26 Ιανουαρίου έως τις 31 Μαρτίου 1876 στο κτίριο της σημερινής Παλαιάς Βουλής και στο πλαίσιο αυτής κλήθηκαν να καταθέσουν 109 μάρτυρες. Βάσει της καταδικαστικής απόφασης οι κατηγορούμενοι Μητροπολίτες, έχοντας προηγουμένως τεθεί από την Ιερά Σύνοδο σε τριετή αργία από κάθε ιεροπραξία, κλήθηκαν να καταβάλουν στο ελληνικό δημόσιο το διπλάσιο του ποσού της δωροδοκίας που ανερχόταν συνολικά σε 92.400 δραχμές και κρίθηκαν προφυλακιστέοι μέχρι την πλήρη εξόφλησή του. Ο τέως Υπουργός Δικαιοσύνης, Βασίλειος Νικολόπουλος, καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση, ενώ ο άλλοτε Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Διοίκησης, Ιωάννης Βαλασόπουλος, σε έναν χρόνο φυλάκισης. Στον Βαλασόπουλο επιπλέον, επιβλήθηκε πρόστιμο αξίας 56.000 δραχμών, καθώς και στέρηση των εκλογικών του δικαιωμάτων για τρία χρόνια. Το τέλος της δίκης συνόδευσε η ψήφιση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, στις 22 Δεκεμβρίου του 1876, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 23 Φεβρουαρίου του 1877. Ο νόμος αυτός με κάποιες αλλαγές στο περιεχόμενό του ισχύει μέχρι σήμερα.
Συνοψίζοντας, το σκάνδαλο των Σιμωνιακών συντάραξε την ελληνική κοινωνία, καθώς για πρώτη φορά υψηλά ιστάμενα μέλη της κυβέρνησης και της εκκλησίας οδηγήθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου καλούμενα να εκτίσουν βαρύτατες ποινές. Η καταδίκη των υπαίτιων της υπόθεσης και η ψήφιση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών έφεραν ένα κύμα αισιοδοξίας σχετικά με την αποτροπή της διάπραξης αντίστοιχων πράξεων στο μέλλον, ελπίδα που σύντομα διαψεύστηκε, όπως φάνηκε από τις μελλοντικές εξελίξεις στη χώρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- greek.en-academic.com, Σιμωνιακά. Διαθέσιμο εδώ
- Καραγιάννης, Γιώργος (1997), Εκκλησία και Κράτος 1833-1997: Ιστορική επισκόπηση των σχέσεών τους, Αθήνα: Εκδ. Το Ποντίκι
- Καμπουράκης, Δημήτρης (2004), Μια σταγόνα Ιστορία, Αθήνα: Εκδ. Πατάκη