Του Ιωάννη Μυταυτσή,
Το ΠΑΣΟΚ στις 12 Δεκεμβρίου άλλαξε σελίδα και γενιά. Οι 270.000 ψηφοφόροι που συμμετείχαν στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία έδωσαν ένα σαφές μήνυμα: Αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ. Συνεπώς, η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του Κινήματος σηματοδοτεί ακριβώς αυτό, την αλλαγή και τη διάνοιξη του κοινωνικού προφίλ του κόμματος, ώστε να ικανοποιηθούν τα υπάρχοντα αιτήματα και να πραγματοποιηθούν οι ρηξικέλευθες ιδέες που επιτάσσει η κοινωνία και το όραμα του νέου Προέδρου, δίνοντας νέα διάσταση στην πρόοδο που χαρακτηρίζει ως ταυτοτικό στοιχείο στο κόμμα.
Σε αυτήν τη νέα πορεία που προσπαθεί να χαράξει ο χώρος, ο Ν. Ανδρουλάκης ήδη έχει κάνει τα πρώτα βήματα και χαράσσει τη δική του στρατηγική διαμορφωμένη στο πλαίσιο και τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Οι δε πρώτες αρμοδιότητες, που κατανεμήθηκαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, σήμαναν την ενότητα που είναι η βαριά παρακαταθήκη της Φώφης Γεννηματά και οφείλουμε όλοι να σεβαστούμε. Η ενότητα, όμως, πρέπει να εμποτίζεται από τα θεμέλια, πράγμα που πρέπει να γίνει σεβαστό από όλα τα κομματικά στελέχη ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος. Η εναρκτήρια εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ υπό τη νέα της ηγεσία στα θεσμικά του καθήκοντα πραγματοποιήθηκε στη συζήτηση για την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού, επιδεικνύοντας σοβαρότητα και υπευθυνότητα, ασκώντας κριτική όχι για μικροκομματικούς σκοπούς αντίδρασης, αλλά γιατί επί της ουσίας εντοπίστηκαν αδυναμίες στον προϋπολογισμό του 2022, από τις οποίες δεν προκύπτει ουσιαστική ανάπτυξη, ενώ περιλαμβάνει συντηρητικές συνισταμένες στα επιδιωκόμενα σχέδια της Κυβέρνησης.
Επιπλέον, η επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας δίνει τη δυνατότητα στον λαό να διασπάσει το εξουσιαστικό δικομματικό δίπολο, το οποίο προέκυψε από τις εθνικές εκλογές του 2019 με Κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία και Αξιωματική Αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ και να επιλέξει το Κίνημα που, καθόλη την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, διατηρεί μια υπεύθυνη στάση εντός του περιστυλίου, χωρίς να γίνεται ουραγός των κυβερνητικών ταγών, αλλά ούτε και «αντιρρησίας συνείδησης» για αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες, παρά κράτησε σοβαρή στάση ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις προτάσεις για την αναδιοργάνωση του υγειονομικού τομέα.
Συνεπώς, γίνεται κατανοητό πως η δημοσκοπική άνοδος του ΠΑΣΟΚ οφείλεται στην αλλαγή αρχηγού και μας φανερώνει ότι ο κόσμος επιθυμεί την επιστροφή του με ενεργητικότερο τρόπο στα πολιτικά τεκταινόμενα, έπειτα από την εκλογή ενός «φρέσκου» προσώπου με δικό του συγκροτημένο όραμα. Ωστόσο, αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για τον Ν. Ανδρουλάκη: Να επενδύσει στους 270.000 ψηφοφόρους, που θέλησαν να δουν την ανανέωση του κόμματος και να τους πολλαπλασιάσει, ώστε όχι μόνο να μεγαλώσει το κόμμα, αλλά και να βάλει ένα τέλος στις φήμες περί μίας ακόμη πειθήνιας προσωπικότητας στις ορέξεις των πρώτων σε ποσοστά κομμάτων.
Βέβαια, η αλλαγή της ηγεσίας παύει με άμεσο τρόπο την οποια προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα να καπηλευτεί τον προοδευτικό χώρο της κεντροαριστεράς, που πάντα άνηκε στην Προοδευτική Παράταξη του ΠΑΣΟΚ. Το Κίνημα, καθόλη τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, «δέχτηκε πόλεμο κάτω από τη μέση» από τον κ. Τσίπρα, αλλά έχασε και μεγάλο μέρος των στελεχών του, που, ενώ υβρίζονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο 2009-2012, μετά από τρία χρόνια έγιναν δεκτοί στις κομματικές αγκάλες των κοινοβουλευτικών του εδράνων.
Καταληκτικά, το έργο ανασύστασης της Δημοκρατικής Παράταξης του ΠΑΣΟΚ θα είναι μεγάλο, ίσως και κάποιες φορές δύσκολο, αλλά αν υπερισχύσει η ενότητα και η συλλογική προσπάθεια θα είναι το πρώτο βήμα ανατροπής. Αν ανοίξουμε τα μάτια μας στην κοινωνία και κατανοήσουμε πραγματικά την αυτοοργάνωση, υλοποιώντας ένα πρόγραμμα προσαρμοσμένο στην κοινωνία και ταυτοχρόνως εφαρμόσιμο, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στη χώρα εκ νέου μεγάλες αλλαγές σε όλα τα πεδία για τις οποίες το ΠΑΣΟΚ ανέκαθεν γραφόταν στην ιστορία.