Της Κατερίνας Σφυράκη,
Η φετινή χρονιά μπορεί αδιαμφισβήτητα να χαρακτηριστεί από τη σωρεία γυναικοκτονιών και λοιπών δολοφονιών και εγκλημάτων που έλαβαν χώρα στην ελληνική επικράτεια και την στιγμάτισαν. Οι 17 γυναικοκτονίες που έχουν καταγραφεί εντός του έτους στην Ελλάδα έχουν συνδεθεί με τον πόνο, τη λύπη και το τραγικό αίσθημα της αδικίας. Τα συναισθήματα αυτά είναι λίγα μονάχα από αυτά με τα οποία πλημμυρίστηκαν όχι μόνο οι συγγενείς και φίλοι/ες των θυμάτων αλλά και η ελληνική πολιτεία στην πλειοψηφία της. Γιατί ωστόσο αναφερόμαστε στην πλειοψηφία της πολιτείας κι όχι στο σύνολό της; Υπάρχει περίπτωση να προκύπτουν ζητήματα τέτοιου είδους και να μην νιώθει κανείς το αίσθημα της απογοήτευσης αλλά και έναν διηνεκή φόβο για το μέλλον που προδιαγράφεται επίφοβο;
Δυστυχώς, συχνά συναντάται ένα φαινόμενο κατά το οποίο οι θεατές όλων αυτών των εξελίξεων που παρακολουθούν μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τείνουν να αναπτύσσουν μία μορφή συμπάθειας ως προς τους «δολοφόνους της οθόνης». Η Αλεξάνδρα Σκαράκη αναφέρει σε σχετικό άρθρο της ότι «το έγκλημα αντιπροσωπεύει μια κουλτούρα σαδισμού και αυτή μας κάνει και ταυτιζόμαστε πολλές φορές με ψυχοπαθολογικούς χαρακτήρες». Μία τέτοια ερμηνεία των πραγμάτων, που βασίζεται σε δεδομένα από τον χώρο της ψυχολογίας, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι παρότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που προκαλεί αποτροπιασμό και απορία, πράγματι υπάρχει εξήγηση -αλλά όχι δικαιολογία- για τις περιπτώσεις δικαιολόγησης, συγχώρεσης αλλά και ταύτισης με το πρόσωπο του δράστη. Στο πρόσωπο ενός στυγερού δολοφόνου αντικατοπτρίζονται οι προβολές πολλών άλλων ατόμων που έχουν πιθανόν σκεφτεί να προχωρήσουν στην τέλεση μίας ίδιας ή παρόμοιας πράξης.
Στην περίπτωση των γυναικοκτονιών, στην οποία θέλουμε να εστιαστεί το βάρος της προσοχής μας, οι πράξεις των γυναικοκτόνων τείνουν πολλές φορές να συγκαλύπτονται όχι μόνο από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων αλλά και από άτομα που πιθανόν είχαν σχέσεις με τον δολοφόνο. Παράλληλα, πέρα από τη διαμάχη σχετικά με τον όρο των γυναικοκτονιών, έχουν παρατηρηθεί περιστατικά κατά τα οποία ο δολοφόνος απέκτησε φήμη και υποστήριξη αντί για την είσπραξη της απογοήτευσης και αποκοπής του από το υπόλοιπο κοινωνικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της Caroline Louise Crouch, η οποία δολοφονήθηκε βάναυσα τον Μάιο του 2021 από τον σύζυγό της Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, σημειώθηκε τρομερή αύξηση στον αριθμό των ακολούθων του στον λογαριασμό του στο Instagram και πολλοί/ες προχώρησαν στη δημιουργία κινημάτων υποστήριξης υπέρ του.
Οι μορφές οποιουδήποτε είδους υποστήριξης απέναντι σε γυναικοκτόνους και όλους τους δολοφόνους θα έπρεπε να είναι ανύπαρκτες, όχι συνεχώς καλλιεργούμενες και επικροτούμενες. Ένα μέρος του πληθυσμού θέτει μέσω των απόψεών του αυτών σε κίνδυνο κάθε νέα γυναίκα, καθώς εξακολουθεί να αναπαράγει μία νοοτροπία που καλλιεργεί την κουλτούρα βιασμού και την ανοχή των προτύπων βίας.
Παράλληλα, αξίζει να αναφερθεί ότι η προβολή των τραγικών αυτών ειδήσεων στα διάφορα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που περιλαμβάνει την αρίθμηση και καταμέτρηση των γυναικοκτονιών εντός του φετινού έτους, φαίνεται να εξιτάρει ακόμη περισσότερο τους μελλοντικούς δράστες παρά να τους απωθεί. Η συνεχής καταμέτρηση είναι σίγουρα αναγκαία και στοχεύει στο να επισημανθεί το πρόβλημα και προσπαθεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να νουθετήσει, τρομάξει και απομακρύνει τους μελλοντικούς δράστες από το να προβούν σε παρόμοιες πράξεις. Αντίθετα, παρατηρείται ότι ο αριθμός των γυναικοκτόνων που έχει προκύψει δημιουργεί υποσυνείδητα στους δράστες την αίσθηση του ανήκειν, μία αρρωστημένη ιδέα κοινής ταυτότητας που πηγάζει μέσα από τις ψυχωτικές συμπεριφορές που οδηγούν στην αφαίρεση ανθρώπινων ζωών.
Οι «δολοφόνοι της οθόνης», λοιπόν, καλλιεργούν αισθήματα συμπάθειας σε μεγάλο ποσοστό κοινού, γεγονός τρομακτικό και αποκρουστικό παράλληλα, καθώς εξυψώνονται στα μάτια των απλών θεατών άνθρωποι που φέρθηκαν χωρίς καμία ανθρωπιά και κανένα έλεος. Μία καλή πρακτική για να αποφύγουμε στο μέλλον ξανά παρόμοια περιστατικά είναι σίγουρα ο τρόπος παρουσίασης των ειδησεογραφικών γεγονότων. Οι τηλεοπτικοί παρουσιαστές και δημοσιογράφοι επιβάλλεται να τηρούν όλα τα μέτρα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και να μην προσπαθούν να καλύψουν τις πράξεις των θυτών.
Σημαντικότερη και σπουδαιότερη λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα θα ήταν, ωστόσο, να παταχθεί η πατριαρχία και τα στερεότυπα που αυτή επιβάλλει, προκειμένου οι δολοφόνοι να μην εντάσσονται σε κάποιο πλαίσιο εξιλέωσης και συγχώρεσης από τη στιγμή που η δικαιοσύνη τους κρίνει ως ενόχους. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση μπορεί να πραγματωθεί μέσα από πολλαπλά καθημερινά, οικογενειακά και σχολικά φαινόμενα, όπως το να μην υποδαυλίζεται η δύναμη και η θέληση των κοριτσιών και κυρίως, να μη θεωρείται το γυναικείο φύλο ως η μόνιμη «πέτρα του σκανδάλου».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γιατί αρέσουν οι δολοφόνοι της οθόνης;, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ