Του Θανάση Κουκόπουλου,
Τον 10ο αιώνα, μία Βυζαντινή πριγκίπισσα έμελλε να μεταλαμπαδεύσει έναν ολόκληρο πολιτισμό στο μεσαιωνικό γερμανικό βασίλειο. Επρόκειτο για τη Θεοφανώ, μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες σύνολης της μεσαιωνικής ιστορίας και του μεσαιωνικού πολιτισμού.
Μυστήριο πέπλου καλύπτει τα παιδικά χρόνια της Θεοφανούς και τη ζωή της στην πατρίδα της. Οι βυζαντινές πηγές σιωπούν εκκωφαντικά και δεν περιέχουν καμία αναφορά στο όνομά της, ούτε καν στο σημαντικότατο, από διπλωματικής και πολιτικής πλευράς, γάμο της. Ένα μόνο είναι βέβαιο: ανήκε σε αριστοκρατικούς κύκλους. Γνωρίζουμε, βέβαια, από γερμανικές πηγές ότι ήταν ανιψιά του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (βασιλεία: 969-976), αν και σε κάποιες επικρατεί σύγχυση και θεωρείται κόρη του. Από εκεί κι ύστερα, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Όσον αφορά την καταγωγή της, είναι πιθανό να ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Σκληρού και της Σοφίας Φωκά, ανιψιάς του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963-969). Αυτή η συγγένεια προφανώς σημαίνει ότι η Θεοφανώ ήταν μικρανεψιά του Φωκά. Μία από τις κόρες της θα έπαιρνε αργότερα το όνομα Σοφία, προφανώς προς τιμήν της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας της, ενώ η πρωτότοκη το όνομα Αδελαΐδα, προς τιμήν της γιαγιάς της από την πλευρά του πατέρα της. Επιπλέον, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να πρόκειται και για βαφτισιμιά της Θεοφανούς, πρώτης συζύγου του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ (959-963) και κατόπιν συζύγου του Νικηφόρου Φωκά, εξ ου και το όνομα. Ενδεχομένως, λοιπόν, η Θεοφανώ να είχε άμεση σχέση με την Αυλή της Κωνσταντινούπολης ήδη από αυτή την εποχή.
Γι’ αυτό και ο θείος της, Τσιμισκής, την επέλεξε για κάτι πολύ σημαντικό: τον γάμο με τον διάδοχο του γερμανικού θρόνου, Όθωνα Β΄. Οι συγκυρίες ήταν ιδιαίτερες. Τόσο το Βυζάντιο όσο και το γερμανικό βασίλειο απειλούνταν απ’ όλες τις πλευρές από ποικίλους εχθρούς. Ταυτόχρονα, η μεταξύ τους έχθρα, λόγω της προσπάθειας σφετερισμού του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού τίτλου, εκ μέρους των Γερμανών, δυσχέραινε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Η λύση ήταν ένας γάμος.
Έτσι, το 967 στάλθηκε πρεσβεία από τον Γερμανό βασιλιά Όθωνα Α΄ στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να γίνουν οι κατάλληλες διαπραγματεύσεις για την εύρεση νύφης για τον γιο του. Οι συζητήσεις σίγουρα κωλυσιεργούσαν και διήρκεσαν πέντε χρόνια. Τελικά, από τις γερμανικές πηγές συνάγεται ότι ο Τσιμισκής δεν έστειλε στον Όθωνα την επιθυμητή πριγκίπισσα, που ήταν η πορφυρογέννητη Άννα, κόρη του Ρωμανού Β΄ και αδελφή του μετέπειτα αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄.
Η Θεοφανώ έφτασε στη γερμανική Αυλή και παντρεύτηκε τον Όθωνα Β΄ το 972 σε ηλικία 12 χρονών. Έναν χρόνο μετά, ο πεθερός της πέθανε. Τυπικά την ηγεσία ανέλαβε ο Όθων Β΄, υπό την επαυξημένη, ωστόσο, εποπτεία της μητέρας του, Αδελαΐδας. Μαζί με τη Θεοφανώ στη γερμανική Αυλή έφτασε και ο βυζαντινός τρόπος ζωής. Η ίδια φορούσε πολύτιμα μεταξωτά και φρόντιζε την καθημερινή της υγιεινή, γεγονός που «προκαλούσε» τις Γερμανίδες μοναχές, οι οποίες έφτασαν στο ακραίο σημείο να τη θεωρούν «δαιμονισμένη». Παρόλα αυτά, κατάφερνε να αυξάνει ολοένα και περισσότερο την επιρροή της.
Μαζί με τον Όθωνα Β΄ απέκτησε τέσσερα παιδιά: την Αδελαΐδα, τη Σοφία, τη Ματθίλδη κι έναν γιο, τον διάδοχο Όθωνα Γ΄. Παρά τη φαινομενική εξομάλυνση των σχέσεων με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι από εδώ και στο εξής οι Γερμανοί βασιλιάδες θα χρησιμοποιούν με συνέπεια τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο (από τον 12ο αιώνα το γερμανικό βασίλειο θα μείνει γνωστό ως «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»). Ο γάμος αυτός πρόσφερε το τέλειο έρεισμα. Ο Όθων Β΄ δεν έζησε πολύ καιρό στη Γερμανία. Το 980 εκστράτευσε στην Ιταλία και δύο χρόνια αργότερα ηττήθηκε από τους Μουσουλμάνους. Πέθανε πρόωρα το 983.
Το γεγονός αυτό δεν πτόησε τη θαρραλέα Θεοφανώ, η οποία ανέλαβε ρόλο επιτρόπου του ανήλικου γιου της και εξέδιδε διαταγές είτε ως imperator, είτε ως imperatrix. Ο επίσκοπος του Merseburg, Thietmar, έγραψε γύρω στο 1013 πως κυβερνούσε το βασίλειο «σαν άντρας». Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν στον βορρά έφτασε η είδηση της ήττας του συζύγου της στην Ιταλία, οι Σλάβοι επιτέθηκαν στα ανατολικά σύνορα και μάλιστα απείλησαν την αρχιεπισκοπή του Μαγδεβούργου. Χάρη στις ικανότητες και τις ενέργειές της, η Βυζαντινή αντι-βασίλισσα αποκατέστησε την τάξη στη μεθόριο. Παράλληλα, δεχόταν πρέσβεις, διεξήγαγε πολέμους, διαπραγματευόταν την ειρήνη, ενώ αναδείχτηκε και σε σημαντική χορηγός εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Ευλαβούνταν ιδιαίτερα τον Άγιο Παντελεήμονα και έκανε πλούσια δώρα σε μία μονή που ήταν αφιερωμένη σε αυτόν, στην Κολωνία. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία της κατοικία μετά τον πρόωρο θάνατό της, το 991.
Η κληρονομιά της είναι ανεκτίμητη. Ο Όθων Γ΄ θα προσπαθήσει να συγχωνεύσει το ελληνορωμαϊκό παρελθόν με τον σύγχρονο γερμανικό κόσμο, χωρίς, βέβαια, να καταφέρει να πετύχει απτά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Όμως, ο απόηχος της παρουσίας του βυζαντινού πολιτισμού στη γερμανική Αυλή είναι σήμερα πιο έντονος από ποτέ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- romanische-kirchen-koeln.de, ST. PANTALEON – GESCHICHTEN & LEGENDEN. Διαθέσιμο εδώ
- sankt-pantaleon.de, Theophanu. Διαθέσιμο εδώ
- Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1996), Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας
- Nicholas, David (2019), Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
- Wangerin, Laura (2014), Empress Theophanu, Sanctity and Memory in Early Medieval Saxony, Central European History (47/4). Διαθέσιμο εδώ