Του Ζαχαρία Δ. Πάνου,
Η ιστορία αναντίρρητα αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα φιλοσοφίας διά μέσου παραδειγμάτων. Η εξελικτική της πορεία, ολιστικά και υλιστικά, πυροδότησε άμετρους πολιτικούς εκτροχιασμούς, έχοντας ως αφετηρία και εφόρμηση συγχρόνως τον πόλεμο κατεξοχήν. Κατά την περίφημη θεωρία του Samuel Huntington, η διεθνής πολιτική δεν άγεται από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις (κατά τη θεώρηση, επί παραδείγματι, του Ψυχρού Πολέμου), μα προπάντων από μια διαφανή σύγκρουση των πολιτισμών και των επιμέρους φιλοσοφιών αυτών. Παρά την αιρετική θέση του Huntington και την ύπαρξη αρκετών διαφωνούντων, πλείστες περιφερειακές συγκρούσεις της ιμπεριαλιστικής περιόδου του 19ου αιώνα επαληθεύουν την ad hoc μεθόδευση των πολιτισμικών διαφορών σε ένοπλες συρράξεις στον αγώνα της κυριαρχίας στη γεωπολιτική σκακιέρα. Εξαιρετικό παράδειγμα συνιστούν οι πόλεμοι των Zulu κατά την ύστερη εποχή του Ιμπεριαλισμού.
Οι Zulu αποτελούσαν αρχαίο φύλο που κατοικούσε στη νοτιοανατολική Αφρική και ίσως το μόνο που κατάφερε πληθυσμιακή και φυλετική ομοιογένεια, αριθμώντας περί τους 12-13 εκατομμύρια κατοίκους. Χρυσή εποχή των Zulu θεωρείται η συσπείρωσή τους σε βασίλειο, υπό την ηγεσία του Shaka Zulu, ο οποίος, μέσω κτηνοτροφικών, αγροτικών και κυρίως στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων και αδίστακτης πολιτικής θέλησης, κατάφερε να επεκτείνει τις σφαίρες επιρροής του βασιλείου στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι διάδοχοί του, ωστόσο, αναλώθηκαν σε διαμάχες διαδοχής και εμφύλιο πόλεμο, ενώ η αμφισβήτηση της αγγλικής κυριαρχίας στη γειτονική Νότια Αφρική από τους Boers οδήγησε στην απαρχή του ξένου παρεμβατισμού στα εσωτερικά του αφρικανικού βασιλείου.
Το 1872, ο ανιψιός του Shaka Zulu και νικητής των εμφύλιων συρράξεων, Cetshwayo, έγινε βασιλέας. Αρχικά, επέτρεψε την είσοδο των αποστολών των Boers στα εδάφη του για ανεφοδιασμό και αναδιοργάνωση με ειρηνικές προθέσεις, ωστόσο γρήγορα η παραπάνω απόφαση οδήγησε τόσο σε αψιμαχίες με μονάδες των Boers, που βρήκαν ευκαιρία για λεηλασίες, όσο και σε άμεση αντίδραση των Άγγλων, οι οποίοι εξέλαβαν την παροχή βοήθειας ως εχθρική κίνηση και κατ’ επέκταση casus belli. Η Αποικιακή Διοίκηση της Νοτίου Αφρικής, υπό τον Sir Bartle Frere, επιζητώντας την επέκταση της αγγλικής κυριαρχίας στην Αφρική (παρά τις ανασταλτικές αντιρρήσεις του Στέμματος), σκηνοθέτησε τρία ήσσονος σημασίας μεθοριακά επεισόδια, χρησιμοποιώντας έντεχνα το εθιμικό δίκαιο των Zulu, ώστε «θιγόμενη» να διαπραγματευτεί με τον Cetshwayo. Τα παραπάνω οδήγησαν στο βρετανικό τελεσίγραφο, το οποίο παραδόθηκε στους Zulu στις 11 Δεκεμβρίου 1878 και απαιτούσε τη διάλυση των στρατιωτικών δυνάμεων των Zulu και την παράδοση των αρχηγών των επιμέρους φυλών, την αποστολή «εκπαιδευτικών» ιεραποστολών και, τελικώς, την εγκαθίδρυση βρετανικού «Διευθυντηρίου», το οποίο θα επόπτευε τις εσωτερικές υποθέσεις του αφρικανικού βασιλείου. Φυσικά, το τελεσίγραφο απορρίφθηκε από τους Zulu και αμφότερες οι πλευρές ξεκίνησαν τις πολεμικές κινητοποιήσεις.
Ο Lord Chelmsford, Αρχιστράτηγος των βρετανικών δυνάμεων, αποφάσισε την κατάτμηση των βρετανικών χερσαίων δυνάμεων σε πέντε ανεξάρτητα συγκροτήματα, τα οποία, κινούμενα ανεξάρτητα, θα επετύγχαναν την εύκολη υπερκέραση και κύκλωση των δυνάμεων των Zulu. Παγιωμένα, οι Βρετανοί θεωρούσαν πως η δυτική θεώρηση του πολέμου, με την ευρεία χρήση επιτελείων, ανεξάρτητων κινήσεων και την υλοποίηση γραμμών εφοδιασμού, σε συνάρτηση με τη χρήση μοντέρνου οπλισμού, ήταν επιεικώς επαρκής για την εύκολη κατατρόπωση των Zulu, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με πρωτόγονα πολεμικά μέσα. Έτσι, στις 11 Ιανουαρίου του 1879, ο όγκος των βρετανικών στρατευμάτων πέρασε τη στρατηγική διάβαση Rorke’s Drift και τον ποταμό Buffalo, φυσικό σύνορο της Νοτίου Αφρικής και του βασιλείου των Zulu.
Από την άλλη, ο στρατός των Zulu ήταν καθολικά επιστρατευμένος και είχε ελάχιστες δυνατότητες διοικητικής μέριμνας και εφοδιασμού. Πολλώ δε μάλλον, διέθετε μικρό αριθμό σύγχρονων όπλων, χαρακτηρίζοντας τα πυροβόλα όπλα «όπλα για δειλούς». Ωστόσο, κάθε άντρας Zulu εκπαιδευόταν συστηματικά στη χρήση ασπίδας, μαχαιριού και ακοντίου, ενώ είχε άριστη προσαρμογή στο δύσβατο έδαφος της χώρας. Ακόμη, η εξαιρετική φυσική κατάστασή τους επέτρεπε να διενεργούν με ευκολία προελάσεις, καθότι, ενδεικτικά, μια φάλαγγα Zulu μπορούσε με ευκολία να προελάσει 20 χιλιόμετρα σε μία μέρα, ενώ τα αντίστοιχα «βαρέα» αγγλικά συντάγματα διέσχιζαν μετά βίας 2 χιλιόμετρα.
Έτσι, στις 20 Ιανουαρίου, οι Βρετανοί διαπράττουν μοιραίο λάθος για την πορεία των επιχειρήσεων. Φτάνοντας στον λόφο της Isandlwana, σταματούν για ανάπαυση κι αναδιοργάνωση, χωρίς να προβούν σε κανένα αμυντικό έργο κι αφήνοντας σε ασήμαντες δυνάμεις τη φύλαξη του καταυλισμού. Γράφεται πως ο Lord Chelmsford ήταν τόσο απασχολημένος με τη διοικητική μέριμνα του στρατεύματος και την επιμήκυνση των γραμμών ανεφοδιασμού, που θεώρησε αφελείς τις προειδοποιήσεις των επιτελών του πως μια ξαφνική επίθεση των Zulu θα τους αιφνιδιάσει, καθότι θεωρούσε απίθανο μια δυτική δύναμη με σύγχρονα τυφέκια, υποστηριζόμενη από πυροβολικό, να ηττηθεί από δυνάμεις οπλισμένες με ακόντια και δόρατα.
Την επόμενη ημέρα, δύο Τάγματα Βρετανών Ερυθροχιτώνων (Red Coat Line Infantry) εστάλησαν για να πραγματοποιήσουν αναγνωρίσεις. Ανέφεραν πως έλαβαν επαφή με μεγάλες ομάδες Zulu, οι οποίες συμπτύχθηκαν μετά τις πρώτες ομοβροντίες από τα αγγλικά τυφέκια. Η παραπάνω είδηση ενθάρρυνε την αγγλική ματαιοδοξία και ελπίδα σε μία γρήγορη νίκη και την επομένη ο κύριος όγκος του βρετανικού στρατεύματος αναχώρησε με σκοπό να συναντήσει την κύρια δύναμη του εχθρού.
Παράλληλα, ο Πρίγκιπας KaMahole Khoza, διοικητής των Zulu, συνέχισε να στέλνει αδύναμες φάλαγγες να παραπλανούν τους Βρετανούς και υπό άκρα μυστικότητα και σκότος οδηγούσε τον κύριο όγκο των Zulu (20.000 πολεμιστές) πλησίον της Κοιλάδας του Ngwebeni, που τελικώς οδηγούσε στην πεδιάδα στην οποία δέσποζε ο λόφος της Isandlwana.
Η μάχη ξεκίνησε στις 22 Ιανουαρίου. Οι Zulu αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό λαβίδας στην πεδιάδα, με τα δύο κέρατα να επιχειρούν να υπερκεράσουν τον λόφο, οδηγώντας στην τελική κύκλωση των Βρετανών. Ωστόσο, το πυκνό βρετανικό πυρ σε συνάρτηση με τις βολές του βρετανικού πυροβολικού εξασθένισαν την ορμή της επίθεσης. Όμως, μια ηλιακή έκλειψη, σε συνάρτηση με το συντριπτικό αριθμητικό πλεονέκτημα που κατάφεραν οι τακτικοί ελιγμοί των Zulu, οδήγησαν τον Συνταγματάρχη Anthony Durnford, διοικητή των δυνάμεων του καταυλισμού, να συμπτυχθεί. Αυτό επέτρεψε στο δεξί κέρας των επιτιθέμενων να ολοκληρώσει την κύκλωση των βρετανικών θέσεων. Ακολούθησε σφαγή. Περισσότεροι από 1.300 Βρετανοί σκοτώθηκαν, ενώ κυριεύτηκαν 1.000 τυφέκια, 2 πυροβόλα, 2.000 ημίονοι και άλογα, 4.000 κιβώτια πυρομαχικών, καθώς και οι πολεμικές σημαίες 2 βρετανικών Συνταγμάτων. Η ήττα ήταν πρωτοφανής και συνταρακτική.
Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του Βρετανικού Στρατού, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, η καίρια αιτία ήταν η κατάφωρη υποτίμηση των δυνατοτήτων των Zulu. Έτσι, οι Βρετανοί δεν κατάφεραν να ελιχθούν αποτελεσματικά σε πεδινό έδαφος παρά τα μέσα τους, δεν προχώρησαν σε εκλογή σημαντικού επιχειρησιακού στόχου (λόγου χάριν κατάληψη πηγών, εκτάσεων απαραίτητων για τη σίτιση του στρατεύματος των Zulu), παρά εμμονικά επιζήτησαν την εκ του συστάδην αναμέτρηση με τον κύριο όγκο του εχθρικού στρατεύματος. Ωστόσο, οι Zulu δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη νίκη τους, καταδιώκοντας τα απομείναντα εχθρικά στρατεύματα, ούτε προχώρησαν σε ουσιαστικές αντεπιθέσεις προς τον Νότο. Εξάλλου, ο Cetshwayo πίστευε πως η ήττα θα απέτρεπε το Λονδίνο από την οργάνωση νέας εκστρατείας. Η ιστορία τον διέψευσε με τον πλέον σκληρό τρόπο.
Μετά από την ήττα στην Isandlwana, o βρετανικός στρατός στη Νότια Αφρική ενισχύθηκε, ενώ αντικαταστάθηκε η ανώτερη ηγεσία των αποικιακών δυνάμεων σε έναν καταμερισμό ευθυνών. Δεν αποτελεί υπερβολή πως, ανάμεσα σε άλλους λόγους, η αποτυχία της Α΄ Εκστρατείας κατά των Zulu οδήγησε στη συντριπτική ήττα του Συντηρητικού Κόμματος στις εκλογές του 1880, καθώς η βρετανική ηγεσία και κοινωνία θεώρησαν πως η αιφνιδιαστική αυτή ήττα αναπτέρωσε τις προσδοκίες των εχθρών της Αυτοκρατορίας, ενώ συνάμα έπληξε καίρια το κύρος της. Συμπερασματικά, η Μάχη της Isandlwana, παρότι άσημη, είναι χαρακτηριστική της σύγκρουσης των επιμέρους πολιτισμών ως χαρακτηριστικό του πολέμου και ιδιαίτερα δίνει έμφαση στη διαχρονική ισχύ της στρατηγικής και επιχειρησιακής τέχνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Castle, I. (2003), Zulu War – Twilight of a Warrior Nation, London: Osprey Publishing.
- Lock, R. (2017), Isandlwana: Revelation of a Disaster, Cambridge: Pen and Sword.
- McBride, A. (1997), Men at Arms: Zulu Wars, London: Osprey Publishing.