Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η συνάντηση του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος, Νίκου Δένδια, με τον Ισπανό ομόλογό του, Χοσέ Μανουέλ Αλμπάρες Μπουένο, αποτέλεσε το πρώτο βήμα προκειμένου να εξομαλυνθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες βρίσκονταν «στον πάγο» μετά τη συνάντηση Σάντσεθ-Ερντογάν, την εξαγγελία ισπανικών επενδύσεων στην Τουρκία, αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας τους σε επίπεδο εξοπλιστικών προγραμμάτων. Μιας συνεργασίας, η οποία μπορεί να δώσει στο Πολεμικό Ναυτικό της γείτονος ένα ακόμα ελικοπτεροφόρο ισπανικής τεχνογνωσίας.
Οι θερμές κουβέντες του Ισπανού Πρωθυπουργού για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και το ενδεχόμενο στρατιωτικής ενίσχυσης της Τουρκίας, είχαν σημάνει συναγερμό στην Αθήνα, η οποία είχε στείλει μέχρι στιγμής μηνύματα δυσαρέσκειας στη Μαδρίτη. Η δημόσια τοποθέτηση του Ισπανού ΥΠΕΞ και η θεσμοθέτηση μηχανισμού επικοινωνίας μεταξύ των δύο υπουργείων, προς αποφυγήν τυχόν νέων «παρεξηγήσεων», αποτελούν ασφαλώς θετική για τη χώρα μας εξέλιξη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν φαίνεται να αποτρέπεται η ποικιλότροπη ενίσχυση της Τουρκίας από ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Πέραν των επιπτώσεων που θα υπάρξουν στη σχέση ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η ισπανική κίνηση προσφέρει κρίσιμα μαθήματα. Για την ακρίβεια, σημαντικές επαναλήψεις σε μαθήματα που ήδη έχουμε διδαχθεί, αλλά αρνούμαστε πεισματικά να κατανοήσουμε, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και σε επίπεδο κοινωνίας.
Η ΕΕ δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική. Και είναι απολύτως λογικό, διότι τα συμφέροντα των χωρών που τη συναποτελούν πολλές φορές είναι αντικρουόμενα. Ναι μεν οι χώρες αυτές δεσμεύονται σε μία σειρά άλλων ζητημάτων από το ενωσιακό πλαίσιο, πλην όμως ουδεμία εξ αυτών είναι διατεθειμένη να θυσιάσει ατομικά της συμφέροντα χάριν της προαγωγής της ευρωπαϊκής ιδέας. Η ισπανική ηγεσία θεώρησε ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας της η εμβάθυνση των σχέσεών της με την Τουρκία και για αυτόν τον λόγο κινήθηκε αναλόγως. Την ίδια στιγμή που γνωρίζει ότι η τελευταία διαχρονικά λειτουργεί ως ο «τραμπούκος» της περιοχής και απειλεί με πόλεμο ένα άλλο κράτος της ΕΕ.
Από ηθικής απόψεως θα μπορούσε να κατακρίνει κάποιος την κίνηση αυτή του Σάντσεθ. Από στρατηγικής θα μπορούσε, επίσης, να εγείρει ερωτήματα. Από εκεί και πέρα, όμως, ο Ισπανός πρωθυπουργός, όπως και κάθε επικεφαλής κυβερνήσεως ευρωπαϊκής χώρας, απολογείται πρωτίστως στον λαό του. Και ο μέσος Ισπανός, όπως και ο μέσος Έλληνας, αισθάνεται δευτερευόντως μόνο Ευρωπαίος, όσα γλυκανάλατα «τσιτάτα» κι αν επιστρατευτούν κατά καιρούς από τους οπαδούς της νομοτελειακής ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου.
Σε τελική ανάλυση, και κόντρα στην πολιτική ορθότητα, είναι απολύτως λογικό ο πολίτης κάθε χώρας να βάζει σε πρώτο πλάνο την ταυτότητά του ως μέλος ενός έθνους-κράτους και όχι ως συστατικό ενός πολτού που κυβερνάται από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Θα πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητό ότι οι χώρες που συμμετέχουν στην ΕΕ το κάνουν και για πολιτισμικούς λόγους, λόγω των κοινών δυτικοευρωπαϊκών αξιών, αλλά κυρίως διότι θεωρούν ότι το κόστος παραμονής σε αυτήν είναι πολύ μικρότερο από το κόστος αποχώρησης. Αν επικρατήσει στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης η άποψη ότι το ισοζύγιο αυτό είναι αρνητικό, τότε κανένα νεφελώδες ευρωπαϊκό όραμα δεν είναι ικανό να αποτρέψει την αποχώρησή της, όπως στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Τόσο απλά, τόσο πεζά, αλλά και τόσο ρεαλιστικά.
Η Ελλάδα, λοιπόν, οφείλει ως μέλος της ΕΕ να επιχειρεί μέσω αυτής να προάγει τα συμφέροντά της. Ταυτοχρόνως, όμως, έχει χρέος να απορρίψει τις αυταπάτες και να μη διστάσει να κάνει χρήση του συνόλου του θεσμικού οπλοστασίου που διαθέτει, προκειμένου να επιβάλει εν ανάγκη, στο μέτρο που δύναται, αποφάσεις… Πρέπει να ισχυροποιήσει το διπλωματικό της κεφάλαιο όσο το δυνατόν σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια με τις συμμαχίες με Αίγυπτο και Ισραήλ. Είναι δε ζωτικής σημασίας η συνεχής βελτίωση της στρατιωτικής της μηχανής, ως αποτρεπτικού παράγοντα για όποιον την επιβουλεύεται.
Μπορεί ο πάγος να έσπασε με την Ισπανία, αλλά το πεδίο στο οποίο κινείται η Ελλάδα παραμένει εξόχως ολισθηρό….