Της Ιωάννας Τσιούρη,
Η ιδέα της σύστασης ενός καταλόγου θεμελιωδών δικαιωμάτων στην έννομη τάξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και αργότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενυπήρχε στην εξελικτική πορεία της σχεδόν από την εποχή της ίδρυσης των Κοινοτήτων. Τροχοπέδη στη σχετική πρωτοβουλία αποτελούσε σταθερά η δυσχέρεια στην επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των κρατών-μελών σε αυτό το πολιτικά ευαίσθητο θέμα. Παρόλα αυτά, το ζήτημα της ενδυνάμωσης της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων παρέμεινε στις προτεραιότητες των θεσμικών οργάνων της ΕΚ/ΕΕ.
Στην αναφορά της ανεξάρτητης επιτροπής ειδικών που συστάθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Κοινωνικής Δράσης 1998-2000, για να μελετήσει το ζήτημα, η δημιουργία καταλόγου αναδείχθηκε ως η ορθότερη λύση[1], ενόψει όμως και των επιμέρους εμποδίων που προέκυψαν κατά τη διαβούλευση, η επιτροπή πρότεινε μια κατά βάση πολιτική λύση: τον ορισμό της ΕΣΔΑ, από κοινού ίσως και με άλλες διεθνείς συμβάσεις[2], ως στήριγμα του καταλόγου, όχι βέβαια με άκριτη μεταφορά διατάξεων από το ένα κείμενο στο άλλο, αλλά με άντληση των δικαιωμάτων εκείνων που σχετίζονται με την ιστορία και τους σκοπούς της ΕΚ/ΕΕ.
Κατά την περίοδο της γερμανικής προεδρίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του πρώτου εξαμήνου του 1999, το ζήτημα της ενίσχυσης της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΚ/ΕΕ προωθήθηκε ιδιαίτερα[3], κυρίως λόγω της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής κατάστασης και της άμεσης τότε προοπτική διεύρυνσης της Ένωσης, εφόσον μάλιστα στα ίδια τα κριτήρια της Κοπεγχάγης συγκαταλέχθηκε ρητά ως όρος προσχώρησης ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα, δικαιώματα που επιβάλλονταν πολιτικά αλλά και θεσμικά να προσδιορίζονται ακριβώς. Ζητούμενο ήταν η δημιουργία μιας κατάστασης ομογένειας, στην οποία τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα υπόκεινται στον ίδιο βαθμό ελέγχου με τα υπό ένταξη κράτη πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, με σημείο αναφοράς τα δικαιώματα που συμπεριλαμβάνονται στον επιθυμητό κατάλογο[4]. Σπουδαιότερος λόγος, πάντως, ανάδειξης του ζητήματος της ενίσχυσης της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ στάθηκε το ίδιο το επίπεδο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: η επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης συνετέλεσε στον πολλαπλασιασμό των πηγών διακινδύνευσης για τα θεμελιώδη δικαιώματα και υπερτόνισε την ανάγκη νομικής θεμελίωσής τους και στο εσωτερικό της κοινοτικής έννομης τάξης[5] [6].
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, ανατέθηκε η σύνταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σε ένα ad hoc συγκροτούμενο σώμα που αργότερα αυτοαποκλήθηκε “Συνέλευση” και κλήθηκε να ολοκληρώσει τις εργασίες του μέχρι το τέλος του 2000[7][8]. Πηγές έμπνευσης του Χάρτη αποτέλεσαν οι ήδη αναφερόμενες στο άρθρο 6 παράγραφος 2 ΣΕΕ, δηλαδή η ΕΣΔΑ και οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών, οι ήδη εκπεφρασμένες στις ευρωπαϊκές Συνθήκες ελευθερίες, κοινωνικοί χάρτες που είχαν ήδη υιοθετηθεί από την ΕΚ/ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης[9] [10], ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην πλούσια νομολογία του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ.
Ο όρος “θεμελιώδη δικαιώματα” που χρησιμοποιήθηκε κατά την εκπόνηση του Χάρτη καλύπτει τόσο την κατοχύρωση κλασικών ελευθεριών, που οι πολίτες απολαμβάνουν χωρίς κρατική παρέμβαση, όσο και δικαιώματα για συμμετοχή τους σε τομείς της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της Ένωσης. Οι επιλογές τις Συνέλευσης ως προς τα δικαιώματα που συμπεριλήφθηκαν, καλύπτουν ένα φάσμα τόσο ευρύ, ώστε αδιαμφισβήτητα ο Χάρτης να αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την κάλυψη του δημοκρατικού ελλείμματος της Ένωσης, μέσω της ολοκληρωμένης παράθεσης των δικαιωμάτων των πολιτών της.
Η πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη από το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή στη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000 δεν του προσέδωσε καμία νομική δεσμευτικότητα[11]. Ενόψει των δυσχερών συμβιβασμών που απαιτούνταν, κρίθηκε στην πράξη πως η ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση των μελών της Συνέλευσης σε συνδυασμό με την από κοινού πανηγυρική διακήρυξη των τριών βασικών θεσμικών οργάνων της ΕΕ προσδίδει στο Χάρτη σημαντική πολιτική βαρύτητα, και ότι παρόλο που οι διατάξεις του δεν απέκτησαν δεσμευτικό χαρακτήρα, υπάρχει σημαντική πιθανότητα να γίνονται αντικείμενο επίκλησης και αξιοποίησης, σαν να επρόκειτο ουσιαστικά για κανόνες δικαίου – στοιχείο που αναφέρθηκε ως ιδιότυπη κανονιστική λειτουργία και αναβάθμισε τον Χάρτη σε κείμενο ουσιαστικά δεσμευτικό. Το ΔΕΚ, πάλι, αν και αναγνώρισε τη δραστικότητα του Χάρτη και τη δυναμική του ως βάση ελέγχου κανόνων του ουσιαστικού κοινοτικού δικαίου, δεν εξέδωσε κάποια ρηξικέλευθη απόφαση πάνω στο ζήτημα, προσπαθώντας πιθανόν να αποφύγει το ενδεχόμενο να του καταλογιστεί υπερβολικός δικαστικός ακτιβισμός[12].
Μετά τη μη επικύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης, το ζήτημα της κατοχύρωσης του Χάρτη μετατέθηκε στην ατζέντα της Λισαβόνας, και από την 1η Δεκεμβρίου 2009[13] το κείμενο του Χάρτη απέκτησε επιτέλους δεσμευτική ισχύ. Με την αναθεώρηση που έλαβε χώρα στη Λισαβόνα. ο Χάρτης δεν εισάγεται εξ ολοκλήρου στη ΣΕΕ, αλλά γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 6 ΣΕΕ για τον Χάρτη ως έρεισμα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ. Η λύση αυτή προτιμήθηκε ως η ιδανικότερη, εφόσον εξομοιώνει επακριβώς τη νομική ισχύ του Χάρτη με αυτή των Συνθηκών, και συνεπώς με τη μέθοδο αυτή προσδίδεται στο Χάρτη η απαιτούμενη θεσμική αξία ως κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος. Επιπροσθέτως, στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 ΣΕΕ[14] τίθεται μια ασφαλιστική δικλείδα η οποία, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Χάρτη, αποκλείει κάθε πιθανότητα έμμεσης διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, υποδηλώνοντας φυσικά την πρόθεση των κρατών-μελών να ελέγχουν πλήρως την όποια μεταφορά αρμοδιοτήτων στην Ένωσης.
Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται στο άρθρο 51[15] με το εύρος της διάταξης να εντυπωσιάζει, καλύπτοντας όλο το φάσμα εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου από τη σκοπιά των οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, αλλά και από αυτή των κρατών-μελών. Στα νεότερα δε χρόνια, το ΔΕΕ έκρινε ότι σε περιπτώσεις που τα κράτη-μέλη καλούνται να εφαρμόσουν νομοθετική πράξη της ΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια διατηρούν το δικαίωμα να εφαρμόσουν την εθνική νομοθεσία για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μόνο εφόσον αυτή δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που παρέχει ο Χάρτης αλλά και τις αρχές της υπεροχής, της ενότητας και της αποτελεσματικότητας, όπως ερμηνεύονται από το ίδιο το ΔΕΕ[16].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]Report of the Expert Group on Fundamental Rights, Affirming Fundamental Rights in the European Union, European Communities, 1999, σελ. 22.
[2] Όπως για παράδειγμα οι συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
[3] Βλ. γενικά το πρόγραμμα της γερμανικής προεδρίας με τίτλο “Europe’s Path into the 21st Century”. Ειδικότερα για το σκέλος το σχετικό με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων βλ. “Part I: Creating a People’s Europe – making it part of their daily lives”, Ιανουάριος 1999.
[4] Έναν επιπρόσθετο λόγο που σχετίζεται με την γενικότερη γεωπολιτική συγκυρία αποτέλεσε έως ένα βαθμό και η διενέργεια συνεχών και σοβαρότατων παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο (1998-1999) όσο και μετά το τέλος του[4], παραβιάσεις που χρησιμοποιήθηκαν με δεξιότητα ώστε να υποδηλώσουν την προσήλωση της γερμανικής προεδρίας στο στόχο της βελτίωσης του επιπέδου προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΚ/ΕΕ[4].
[5] Η Προστασία των Ατομικών Δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, Νομικόν Βήμα, Π. Δαγτόγλου, 1982, σελ. 5.
[6] Αυτή η αντίληψη επιβεβαιώθηκε μάλιστα στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κολωνίας, καθώς αναφέρθηκε ότι “στο εξελικτικό στάδιο που βρίσκεται πλέον η Ένωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα που ισχύουν στο επίπεδο της Ένωσης θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε έναν Χάρτη, καθιστάμενα έτσι πιο ορατά”. Απόσπασμα από το Παράρτημα IV των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κολωνίας, 3 & 4 Ιουνίου 1999 σε «Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων : σταθμός στην θεσμική ωρίμανση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Γ. Παπαδημητρίου, Εκδόσεις Παπαζήση, 2001, σελ. 97.
[7] Ο όρος “Συνέλευση” (Convention) χρησιμοποιήθηκε συμβολικά για να παραπέμψει στη Συνέλευση της Φιλαδέλφεια (Philadelphia Convention) του 1787 που είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση του Συντάγματος των Η.Π.Α.
[8] Το υψηλό προφίλ της Συνέλευσης και ο βαθμός συναίνεσης που επετεύχθη αποτέλεσαν την ασφαλέστερη εγγύηση για το ότι ο Χάρτης επρόκειτο να ληφθεί σοβαρά υπόψιν.
[9] Όπως για παράδειγμα ο Κοινοτικός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989 και ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
[10]Μεμονωμένα δικαιώματα αντλήθηκαν και από άλλες πηγές που απορρέουν από τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών-μελών, όπως από τη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Παιδιών, τον κανονισμό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, τις Συνθήκες Σένγκεν και Ευρωπόλ. – «Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης και η Προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην Ενωσιακή Έννομη Τάξη», Το Σύνταγμα, Λ. Παπαδοπούλου, 2001, σελ. 1298.
[11] Η εξέλιξη αυτή ήταν κατά πολύ αναμενόμενη: οι ισχυρές αντιδράσεις – κυρίως εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου – καθώς και οι επιφυλάξεις της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας και των κρατών – μελών της Σκανδιναβίας λειτούργησαν εναντίον της άμεσης χορήγησης νομικής ισχύος στον Χάρτη.
[12] “The Legal Status of the Charter: Vital Question or Non-Issue?”, Maastricht Journal of European and Comparative Law (8), Bruno de Witte, 2001, σελ. 85.
[13] Η ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η νέα Συνθήκη.
[14] “Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες”.
[15] Παράγραφος 1: “Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη – μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης”.
[16] Υπόθεση C-399/11 Melloni [2013] με παρατηρήσεις Χ. Κουρκούτη, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 1/2013, σελ. 89-93.