Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
«Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν», είχε πει ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος -ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας-, δίνοντάς μου την ευκαιρία στην παράφρασή του να προοικονομήσω το παρόν θέμα. Ως «σάτιρα» ορίζεται αφενός ένα λογοτεχνικό είδος, όπως αυτές του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου, και αφετέρου ένα περιπαικτικό πνεύμα ή είδος το οποίο εμφανίζεται σε πολλά λογοτεχνικά είδη, αλλά μπορεί να υπεισέρχεται σχεδόν σε κάθε είδος ανθρώπινης επικοινωνίας. Οπουδήποτε χρησιμοποιείται ένα έξυπνο χιούμορ για να κάνει κριτική σε κάτι παράλογο ή διεφθαρμένο, εκεί υπάρχει σάτιρα, είτε συναντάται σε ποίημα είτε σε κήρυγμα, σε ζωγραφικό έργο ή πολιτική λογομαχία, στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
Ο παραπάνω είναι ένας από τους πολλούς παρεμφερείς ορισμούς που έχουν διατυπωθεί για τη σάτιρα. Το κύριο πρόβλημα, που επανέρχεται κατά καιρούς στη δημοσιότητα, είναι το κατά πόσον η σάτιρα έχει όρια και, αν ναι, ποια είναι αυτά. Ένα από τα μεγάλα λάθη που γίνονται κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων είναι η παρερμήνευση των όρων της σάτιρας και της κωμωδίας. Τη διαφορά τους μπορούμε να την αντιληφθούμε στους στόχους των δύο ειδών τέχνης. Στόχος της σάτιρας είναι να εκθέσει και να επικρίνει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Η κωμωδία μπορεί να μην έχει άλλο σκοπό εκτός από τη δημιουργία γέλιου.
Η διάκριση αυτή υπάρχει από την εποχή του Αρχίλοχου και του Αριστοφάνη στην Αρχαία Αθήνα, η οποία βάσισε το δημοκρατικό της πολίτευμα στην ανοχή προς τη σάτιρα. Χρησιμοποιώ τον όρο «ανοχή», διότι ένα από τα εργαλεία του σατιριστή είναι και η υπερβολή. Μέσω αυτής, πολλές φορές ένας χαρακτήρας ή μια έννοια κατακρημνίζεται στα μάτια του θεατή. Ο μόνος τρόπος για να το αντέξει αυτό το άτομο ή η ομάδα που δέχεται τη σάτιρα είναι πρώτον να την κατανοεί και δεύτερον να έχει την παιδεία να το κάνει. Στον σύγχρονο «δυτικό κόσμο» η έννοια της σάτιρας πολλές φορές βρίσκεται αντιμέτωπη με εκείνη της προσβολής, καθώς και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Παρατηρείται, δηλαδή, μία ευρείας κλίμακας διαμάχη, όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την υποχρεωτικότητα της μη προσβολής.
Για να μη μείνει η ανάλυση αποκλειστικά σε θεωρητικό πλαίσιο θα παραθέσω και ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο και συγκεκριμένα στο έτος 2010, στο θέατρο του Νέου Κόσμου θα βλέπαμε τη θεατρική κωμωδία-φάρσα με τίτλο «Εγώ είμαι το θείο βρέφος». Η υπόθεση αρκετά σαφής: Βηθλεέμ, έτος Μηδέν. Η γέννηση του Χριστού είναι γεγονός. Όλοι σπεύδουν να προσκυνήσουν και να θαυμάσουν το Θείο Βρέφος. Ωστόσο, ο Αντώνης, γεννημένος την ίδια μέρα με τον Χριστό σε «διπλανή φάτνη», είναι πεπεισμένος πως έχει γίνει λάθος και πως είναι ο ίδιος το Θείο Βρέφος. Μεγαλώνοντας παράλληλα με τον Χριστό, μιμείται κάθε ενέργειά του, προσπαθεί να βρει μαθητές και να κάνει θαύματα, ώστε να πείσει ότι αυτός είναι ο πραγματικός Χριστός.
Για την παραπάνω κωμωδία ο εμπνευστής της Γιάννης Καλαβριανός διαπομπεύθηκε, απειλήθηκε, οδηγήθηκε στα δικαστήρια και οι θεατές της παράστασης αναγκάστηκαν να βγουν από την αίθουσα υπό την προστασία των ΜΑΤ, ανάμεσα σε γηραιές κυρίες με επικεφαλής έναν μοναχό από τα Μεσόγεια. Όλοι μαζί φωνασκούσαν αίσχος, κραδαίνοντας στον αέρα εικόνες αγίων. Η παραπάνω κατάσταση θύμιζε κακόγουστη παρωδία ηθικολόγων, με αποτέλεσμα να αναρωτιέται κανείς σε τι χώρα ζούμε.
Μάλλον σε μια χώρα, όπου μπράβοι μπορούν ανενόχλητοι να σταματήσουν μια παράσταση, γιατί πολύ απλά δεν τους έβρισκε σύμφωνους το περιεχόμενό της, στη χώρα που αντί να ασχολούμαστε με το πώς η σεξουαλική κακοποίηση, η παρενόχληση των γυναικών, το revenge porn, η απίστευτη καθυστέρηση για την εκδίκαση υποθέσεων και πόσες άλλες παθογένειες θα καταπολεμηθούν, επιλέγουμε να στρέφουμε την προσοχή μας στο αν οι συνάδελφοι του Στάθη Παναγιωτόπουλου στο «Ράδιο Αρβύλα» ήξεραν για τις παράνομες και επαίσχυντες ενέργειες στις οποίες φέρεται να έχει προβεί. Κατ’ αναλογία -αλλά όχι κατ’ εξίσωση- περιστάσεων το ίδιο συνέβαινε όταν ήταν στην επικαιρότητα η υπόθεση Λιγνάδη, κατά την οποία είχαν εξαπολυθεί μύδροι ηθικολογίας και κηρύγματα ευθιξίας και από τους συντελεστές του «Ράδιο Αρβύλα», για το αν η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, γνώριζε για τη συγκεκριμένη υπόθεση και για το ότι έπρεπε να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας.
Αναλωνόμαστε σε «καφενειακού» επιπέδου συζητήσεις, καθώς και σε ταχύρρυθμες δίκες μέσω σχολίων και δημοσιεύσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχοντας, παράλληλα, απωλέσει τη μεγαλύτερη εικόνα. Οφείλουμε να αντιληφθούμε πως μία δημοκρατία, για να μην ευτελίζεται στα μάτια των πολιτών της, οι τελευταίοι οφείλουν να δρουν με σύνεση σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής τους ζωής. Στο ερώτημα, λοιπόν, για τα όρια και την πολιτική ηθική της σάτιρας η απάντηση είναι σαφής. Ο καθένας μας, σύμφωνα με τον προσωπικό του αξιακό κώδικα, καθώς και τις ηθικές νόρμες που ακολουθεί, είναι δυνατόν για κάποια συγκεκριμένα περιστατικά να μην μπορεί να «αντέξει» το ύφος της σκληρής ενίοτε σάτιρας. Το παραπάνω χαρακτηριστικό είναι απολύτως θεμιτό και επαφίεται στην αισθητική του καθενός. Το απαράδεκτο είναι η προσπάθεια φίμωσης, καθώς και η απειλή ή ακόμα και η χρήση βίας.
Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να μπουν νομικά όρια στη σάτιρα, διότι καθένας από εμάς έχει διαφορετικές «κόκκινες γραμμές». Για κάποιους οι κόκκινες γραμμές είναι η θρησκεία, για κάποιους άλλους αντίστοιχα η πολιτική ιδεολογία. Μια σάτιρα με όρια θέτει ερωτήματα ως προς αυτόν που τα θέτει, καθώς και τον λόγο για τον οποίο το κάνει. Όσο επικίνδυνη είναι η θέσπιση ορίων στη σάτιρα, άλλο τόσο είναι και η εκμετάλλευσή της για λαϊκίστικους σκοπούς. Ο κίνδυνος, όσoν αφορά το παραπάνω, έγκειται στη δυσδιάκριτη φύση του. Έχει πολύ μεγάλη διαφορά μία συγκεκριμένη παράσταση να ξεκινάει με όρους σάτιρας και στη συνέχεια να εκμαυλίζεται σε πολιτική προπαγάνδα, όπως έχει συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν.
Ένα ακόμη εργαλείο για να αντιλαμβανόμαστε αν ο εκάστοτε σατιριστής είναι αμερόληπτος εδράζεται στην εξέταση του κατά πόσο σατιρίζονται όλες -η αξιολόγηση είναι υποκειμενική- οι παθογένειες της κοινωνίας. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, στην οποία λόγου χάρη ένα μεγάλο κόμμα βρίσκεται εκτός σατιρικής κριτικής, ο θεατής δικαιολογημένα θα κρατήσει σκεπτική στάση. Κλείνοντας, η σάτιρα είναι στοιχείο εκπαίδευσης σε δημοκρατικά πρότυπα. Οφείλει να είναι δηκτική και να μην αλληθωρίζει σε πολιτικούς χώρους και παρατάξεις. Η ιστορία αυτής της χώρας, από την τωρινή πρωτεύουσά της, είναι συνυφασμένη με τη σάτιρα. Ένα μέλλον λογοκρισίας ή ακόμα και απουσίας σάτιρας δεν θα με βρει προσωπικά συνοδοιπόρο. Γυρίζω τις πλάτες μου σε ένα τέτοιο μέλλον!