Της Ευγενίας Σαχινιάν,
Ο Ηρακλής, αφού κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών και ζήτησε τη βοήθεια της Πυθίας για την κάθαρση των αμαρτιών του, έχοντας σκοτώσει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, Μεγάρα, ξεκίνησε έναν ακατάπαυστο «μαραθώνιο» από άθλους. Όχι μόνο θα πλήρωνε το χρέος για τις συμφορές που, χάρη στην Ήρα, τον είχαν βρει, αλλά θα εξασφάλιζε την υστεροφημία και την αθανασία από το δωδεκάθεο. Τους άθλους αυτούς τους έβαλε ο Ευρυσθέας, στοιχηματίζοντας στη σίγουρη αποτυχία του Ηρακλή. Κάπως έτσι θα εξασφάλιζε τη θέση του και τη βασιλεία του. Σε πολλές εγκυκλοπαίδειες και αναφορές ιστορικών, ο Ευρυσθέας περιγράφεται ως ένας άνδρας κατώτερος του Ηρακλή, αγενής και αχάριστος. Ποιος άλλος φυσικά θα σκεφτόταν κάτι τόσο δύσκολο όπως η επίτευξη των δώδεκα άθλων, που έχουν παραμείνει ανεξίτηλοι στην ιστορία των αρχαίων χρόνων και πολιτισμών;
Ο μύθος τοποθετείται στην Αργολίδα, όπου και βρίσκεται το περιβόητο λιοντάρι. Δυνατό και άγριο, κατέστρεφε και κατασπάραζε ό,τι έβρισκε στο διάβα του, από ζώα μέχρι και ανθρώπους. Υποστηρίζεται πως το λιοντάρι αυτό φύλαγε το παλάτι της θεάς Σελήνης. Οργισμένη, όμως, μια μέρα το έδιωξε και το εξόρισε στη γη με μια κλωτσιά. Άλλοτε αναφέρεται ως παιδί της Έχιδνας, την οποία περιγράφουν ως μισή γυναίκα και μισή φίδι, και του Όρθρου. Μεγάλωσε πλάι στην Ήρα και τη Σελήνη, έως ότου εγκαταλείφθηκε στα κοπάδια της Νεμέας, προξενώντας ζημιές παντού από όπου περνούσε. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την περιοχή και το χωριό ερήμωνε. Ο Ευρυσθέας, λοιπόν, ζήτησε από τον Ηρακλή να του το φέρει και εκείνος δεν έχασε χρόνο. Ξεκίνησε το ταξίδι του, έχοντας θέσει σε λειτουργία το σχέδιο για την εξόντωσή του.
Στη διάρκειά του έκανε στάση στις Κλεωνές, στον δρόμο που ένωνε το Άργος με την Κόρινθο, και φιλοξενήθηκε από τον Μόλορχο, έναν φτωχό εργάτη. Καθώς ετοιμαζόταν, όμως, να σφάξει ένα κριάρι προς τιμήν του ήρωα που βρισκόταν σπίτι του, ο Ηρακλής τού ζήτησε να το φυλάξει για έναν μήνα και να το προσφέρει στον Δία, είτε ως δώρο, που έσωσε τον Ηρακλή από τη μάχη με το λιοντάρι, είτε ως θυσία, τιμώντας τον νεκρό. Αργότερα αναζήτησε το λιοντάρι, ώσπου έφτασε η ώρα να το συναντήσει. Στην αρχή το χτύπησε με μια σαϊτιά (βέλος), εκείνο όμως ατρόμητο δεν πτοήθηκε. Το κυνήγησε μέχρι που έφτασαν σε μια σπηλιά με δύο εισόδους. Εκεί ο ήρωάς μας σκέφτηκε να ασφαλίσει τη μια έξοδο, ώστε να το παγιδεύσει. Ευθύς αμέσως του επιτέθηκε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του και σφίγγοντάς το μέχρι να το πνίξει. Στη συνέχεια πήρε το σκοτωμένο λιοντάρι και φόρεσε το δέρμα του. Θα τον προστάτευε στους επόμενους άθλους, αλλά και από τις άσχημες καιρικές συνθήκες που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει στη διάρκεια του αγώνα του. Αφού λοιπόν το φόρεσε, επέστρεψε στον Μόλορχο, ο οποίος είχε ήδη προετοιμαστεί για τη θυσία προς τον υποτιθέμενο νεκρό Ηρακλή, χωρίς, βέβαια, να ξέρει την ευχάριστη εξέλιξη της ιστορίας.
Μετέπειτα το ζώο μεταφέρθηκε με ασφάλεια στις Μυκήνες, συγκεκριμένα στον βασιλιά Ευρυσθέα, από τον Ηρακλή, δείχνοντας πως τελικά έφερε τον πρώτο άθλο εις πέρας. Ο Ευρυσθέας, όταν τον συνάντησε, τον κατέκλυσε φόβος, νομίζοντας ότι το λιοντάρι της Νεμέας έχει εισβάλλει στο παλάτι του, έτοιμο να τον κατασπαράξει. Ζήτησε, λοιπόν, από τον Ηρακλή να επιδεικνύει τα κατορθώματά του στην πύλη του παλατιού και όχι μέσα, ενώ, παράλληλα, κατασκεύασε ένα χάλκινο πιθάρι για να καταφέρνει να κρύβεται σε περίπτωση κινδύνου. Όσον αφορά το λιοντάρι, ο Ηρακλής χρησιμοποίησε το δέρμα του για χιτώνα, τη «λεοντή», όπως ονομάστηκε, και το κεφάλι του για περικεφαλαία. Είχε ήδη καταφέρει να γίνει ξακουστός και φοβερός, αφού αντιμετώπισε με θάρρος και τόλμη ένα τόσο μεγάλο θηρίο. Υποστηρίζεται, μάλιστα, από αρκετούς μύθους πως οι θεοί, για να τιμήσουν το τεράστιο κατόρθωμα του Ηρακλή, έριξαν τον λέοντα στον ουρανό και δημιούργησαν έναν αστερισμό, γνωστό ως «αστερισμό του Λέοντα». Στο μεταξύ, το μέρος όπου έκανε τη θυσία ο Μόλορχος έγινε χώρος όπου τελούνταν τα Νέμεα, αγώνες προς τιμήν του βασιλιά του δωδεκάθεου, του τιτάνιου Δία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μήττα, Δ., «Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας». Από την Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Διαθέσιμο εδώ.
- Προβατάκη, Θ. (2002), Η μυθολογία των Ελλήνων, Αθήνα, Εκδ. Ρέκου.