Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Ο Τηλεοπτικός Σταθμός της Βουλής των Ελλήνων συστήθηκε για πρώτη φορά το 1999 και λειτουργεί έκτοτε ως αυτοτελές τηλεοπτικό δίκτυο συμπεριλαμβανόμενο στα Mέσα Μαζικής Ενημέρωσης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Διοικητικά πρόκειται για μία οργανική μονάδα η οποία υπάγεται με άμεσο τρόπο στον Πρόεδρο της Βουλής. Ως ΜΜΕ έχει θεσμικό χαρακτήρα και λειτουργία, καθώς, βάσει του Άρθρου 66 του Συντάγματος, ορίζεται ότι τόσο οι συνεδριάσεις της Ολομέλειας όσο και των κοινοβουλευτικών επιτροπών, πλην ορισμένων εξαιρετέων περιπτώσεων, είναι δημόσιες. Κατά συνέπεια, κύρια αποστολή του είναι η αναμετάδοση των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων στο κοινό, ώστε να διασφαλίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας του νομοθετικού οργάνου.
Το Κανάλι της Βουλής εξασφαλίζει την ενημέρωση ως προς τα κοινοβουλευτικά και εκτελεστικά ζητήματα, εγκολπώνοντας τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς στην καθημερινότητα των πολιτών. Επιδιώκεται η εξοικείωση του λαού με τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εντός του περιστυλίου, ώστε να του εμφυσάται το δημοκρατικό πράττειν με τρόπο άμεσο και προσιτό. Ο δημόσιος χαρακτήρας των κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων αποσκοπεί στη διαφάνεια των θεσμών, καθώς παρουσιάζεται με ακριβή τρόπο η διαχείριση καίριων ζητημάτων που αφορούν την ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, η τηλεοπτική τους αναμετάδοση αποτελεί κατά τι μέσο λογοδοσίας των πολιτικών ιθυνόντων στον λαό, όχι με την έννοια ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους, αλλά με το ότι δεν κρύβονται τα λεγόμενα, τα οποία εκπροσωπούν τα πεπραγμένα τους.
Εντός αυτού του πλαισίου, κύριος άξονας του τηλεοπτικού προγράμματος του σταθμού είναι η αναμετάδοση του συνόλου των συνεδριάσεων της Ολομέλειας ζωντανά, των συνεδριάσεων των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών σε μαγνητοσκόπηση και των συνεδριάσεων του Τμήματος Διακοπής Εργασιών της Βουλής, δηλαδή των Θερινών Τμημάτων της, όπως είναι στο ευρύ κοινό γνωστά. Ωστόσο, η δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των πολιτών δεν περιορίζεται μόνο στα του κοινοβουλευτισμού. Το πρόγραμμα του καναλιού εμπλουτίζεται με προγράμματα ακαδημαϊκού και πολιτιστικού περιεχομένου, καθότι επιδιώκεται η ενημέρωση και η αναλυτική απόδοση σε θέματα πολιτικής, θεσμών, κοινωνίας και πολιτισμού, για τα οποία οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα είτε έχουν το ανάλογο γνωστικό υπόβαθρο είτε όχι.
Προς επίρρωση του προαναφερθέντος, τόσο τα αναλυτικά ζητήματα όσο και τα πολιτιστικά θέματα, προβάλλονται από την Τηλεόραση της Βουλής με κλασικές ταινίες εγγνωσμένου κύρους του ελληνικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου, με ντοκιμαντέρ ιστορικού και επιστημονικού περιεχομένου, με όπερες-οπερέτες, θεατρικά έργα και μεγάλες χορογραφίες κλασικού και μη ρεπερτορίου και με αφιερώματα σε μεγάλους δημιουργούς και συνθέτες. Ταυτοχρόνως, αναδεικνύεται με εκπομπές και η θεματολογία που άπτεται της λαογραφίας των ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής ιστορίας διαφόρων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, αλλά και ζητήματα που σχετίζονται με την ομογένεια.
Ο προβληματισμός, ο οποίος εγείρεται, όμως, για το συγκεκριμένο τηλεοπτικό δίκτυο με την υπέρογκη δημοκρατική σημασία, αφορά τα πολύ χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης. Ένα ποιοτικό πρόγραμμα με διττό χαρακτήρα – κοινοβουλευτικό και πολιτισμικό – δεν ικανοποιεί τους Έλληνες πολίτες, με αποτέλεσμα να μην το επιλέγουν για προβολή στους δέκτες τους. Η παραγοντολογία αυτού του φαινομένου είναι σύνθετη: Δεν ενυπάρχει ο εμπορικός χαρακτήρας της ψυχαγωγίας, ο οποίος από την ιδιωτική τηλεόραση προωθείται κατά κόρον, ώστε οι τηλεθεατές να βρουν πραγματικό ενδιαφέρον και να μη νωθρεύουν στο να παρακολουθήσουν μία εκπομπή του προγράμματός του, καθώς αυτό υπηρετεί κλασικές ποιοτικές νόρμες χωρίς να ακολουθεί τη μόδα του marketing και της διασκέδασης. Επιπρόσθετα, η κλονισμένη εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας στην πολιτική δημιουργεί ένα ευρύτερο αίσθημα απαξίας σε ό,τι μπορεί να σχετίζεται με αυτή, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται συνειδητά η παρακολούθηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Τέλος, αρκετοί πολίτες αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την ουσιαστική κατανόηση, όχι απλά μίας ενημερωτικής εκπομπής, αλλά του περιεχομένου των κοινοβουλευτικών συζητήσεων.
Κατά συνέπεια, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι κρατικοί αρμοί της παιδείας αντιμετωπίζουν, εδώ και χρόνια, σοβαρό έλλειμμα στη δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των πολιτών, όχι ως κοινωνικό αίσθημα ανάγκης και στοιχείο κουλτούρας, αλλά σε επίπεδο μεταλαμπάδευσης του απαραίτητου γνωστικού υπόβαθρου που μπορεί να διεισδύσει στο συνειδησιακό των πολιτών, ώστε αυτοί να αντιληφθούν εν τοις πράγμασι το τι εστί θεωρητικά, λειτουργικά και διαδικαστικά η δημοκρατία. Η ίδια η Βουλή των Ελλήνων, λοιπόν, αποτυπώνει την ουσία του Τηλεοπτικού Σταθμού της με τα εξής γραφόμενα: «Η ανάγκη για αντικειμενική και ουσιαστική ενημέρωση αποτελεί ένα από τα πάγια και θεμελιώδη αιτήματα της κοινωνίας των πολιτών στις μέρες μας. Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία των κοινοβουλευτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών μπορεί να αποτελέσει μέσον κοινωνικής ευαισθητοποίησης, ενθάρρυνσης της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, παροχής «ανόθευτης» πληροφόρησης απαλλαγμένης από σκοπιμότητες, διασφάλισης της διαφάνειας στη λειτουργία των πολιτευμάτων και προσβασιμότητας στα θεσμικά κέντρα λήψεως αποφάσεων».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ενημέρωση: Τηλεοπτικός Σταθμός της Βουλής των Ελλήνων, Ταυτότητα, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ