Της Δήμητρας Χασάπη,
«Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα, είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της πατρίδας, σύμφωνα με τους νόμους». Μέσα σε αυτή τη σύντομη φράση, που θα βρει κανείς στο άρθρο 6 τους ελληνικού Συντάγματος, συνοψίζεται ολόκληρη η αντίληψη της χώρας σχετικά με την στελέχωση της άμυνάς της και τη θέση του κάθε άρρενος πολίτη στη στελέχωση αυτή. Πράγματι, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες, όπου η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων επιβάλλεται, ενώ ήδη από τη γέννησή τους τα αρσενικά τέκνα εγγράφονται στο Μητρώο Αρρένων, από το οποίο και δρομολογείται η θητεία τους. Η αντίστοιχη υποχρεωτικότητα ρυθμίζεται και στο άρθρο 1 του νόμου 3421/2005 Περί Στρατολογίας των Ελλήνων, και αφορά τους άνδρες πολίτες από την ενηλικίωση, όπως αυτή ορίζεται στον αστικό κώδικα (127ΑΚ), έως και το 45ο έτος τους.
Στο πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, η υποχρεωτικότητα αυτή έγινε πόλος σφοδρών κριτικών και δυσαρέσκειας, αφού πολλοί άνδρες δεν επιθυμούσαν να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις ή απείχαν κατά πολύ από τη συγκεκριμένη πρακτική σωματικά και συνειδησιακά. Ανάλογο των μεταβολών, που έχουν συμβεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια, είναι και το ποσοστό των Ελλήνων που για ποικίλους λόγους επιθυμούν να απαλλαγούν από τη στρατιωτική τους θητεία. Είναι, όμως, κάτι τέτοιο δυνατό σε μία χώρα, που η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων είναι κριτήριο ακόμα και για την εύρεση εργασίας ή τη μακροχρόνια έξοδο από τη χώρα και την έκδοση διαβατηρίου; Όταν μιλάμε για υποχρεωτικότητα, μιλάμε για νομική αναλγησία ή μήπως η εναπόθεση της υποχρεωτικότητας αυτής στη ρύθμιση του νόμου (όπως τονίζεται στο Σύνταγμα) έχει αφήσει στον σύγχρονο Έλληνα τη δυνατότητα επί οιασδήποτε αδυναμίας, να απαλλαγεί από αυτή του την υποχρέωση με ελαφριές –μάλλον– συνέπειες;
Πράγματι, το εθνικό σύστημα στρατολόγησης κάνει περιοριστικά έναν διαχωρισμό μεταξύ εκείνων, που για συγκεκριμένους και σαφώς ορισμένους λόγους δεν δύνανται να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία, οπότε και απαλλάσσονται υποχρεωτικά, και εκείνων που μπορούν να απαλλαγούν εφόσον το επιθυμούν λόγω αντικειμενικών κριτηρίων που έχουν οριστεί από τον νόμο.
Στην πρώτη κατηγορία, των υποχρεωτικά απαλλασσόμενων, εντάσσονται κατ’ αρχήν όσοι για λόγους υγείας δεν είναι σε θέση να υπηρετήσουν. Ο νόμος 3421/2005 στο άρθρο 14 ορίζει ότι οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές και τα ειδικά στρατολογικά συμβούλια μπορούν να δώσουν αναβολή έως και δυο έτη στον υπόχρεο θητείας, ώστε να φανεί στο διάστημα αυτό αν υπάρχει πιθανότητα ιάσεως στο πρόβλημα υγείας του. Με το πέρας της διετίας θα κριθεί εκ νέου αν ο στρατεύσιμος θα απαλλαγεί οριστικώς ή αν θα κληθεί τελικά προς κατάταξη. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο των νοσημάτων, των βλαβών και των παθήσεων ορίζονται στα άρθρα του προεδρικού διατάγματος 11/2014 και περιλαμβάνουν στις κατηγορίες σωματικής ανικανότητας τόσο παθολογικά όσο και ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία είναι ικανά δυνητικά να οδηγήσουν στην απαλλαγή.
Από την υποχρέωση εκπλήρωσης στρατιωτικών υποχρεώσεων απαλλάσσονται υποχρεωτικά, όμως, και όσοι Έλληνες άρρενες έχουν καταδικαστεί αμετακλήτως από ποινικό δικαστήριο σε κάθειρξη ή σε ποινή, που για τους στρατιωτικούς συνεπάγεται καθαίρεση. Στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητο το συγκεκριμένο έγκλημα να μην ακολουθείται από αμνηστία, χάρη ή παραγραφή της ποινής και άρση των συνεπειών της καταδίκης, αλλά η επιβληθείσα ποινή να είναι εκτελεστή κατά τις διατάξεις του ποινικού κώδικα και της ποινικής δικονομίας.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, το ίδιο το κράτος επιδιώκει την αποδέσμευση των υπόχρεων από την εκτέλεση της θητείας τους, αφού σε αντίθετη περίπτωση δε θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν όπως απαιτείται από τα σώματα ασφαλείας στα καθήκοντά τους ή δε θα εξυπηρετούσαν τον σκοπό των υπηρεσιών τους και του εθνικού συμφέροντος.
Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές περιπτώσεις, που η απαλλαγή παρέχεται από το κράτος ως δυνατότητα προς τον πολίτη χωρίς υποχρέωση να την επιλέξει. Αυτή την ευχέρεια έχουν κυρίως άτομα που κατά την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη, έχουν οικογενειακούς, προσωπικούς και οικονομικούς λόγους, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία τους ή έχουν υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώσουν στο άμεσο μέλλον. Η ρύθμιση αυτή αναφέρεται σε ευπαθείς και ευάλωτες οικογένειες καθώς και σε όσους μονάζουν στη Μονή του Αγίου Όρους ή τη Μονή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Στην πρώτη ομάδα θα συναντήσει κανείς την περίπτωση πατέρα με τρία ή περισσότερα τέκνα εν ζωή, τον μόνο ή μεγαλύτερο γιο γονέων που έχουν πεθάνει, και ο οποίος έχει ένα τουλάχιστον άγαμο και ανήλικο ή άγαμο και ανίκανο για κάθε εργασία αδελφό ή αδελφή, τον χήρο πατέρα ενός τουλάχιστον ζώντος ανηλίκου ή ανίκανου για κάθε εργασία άγαμου τέκνου ή τέλος τον πατέρα ενός τουλάχιστον ζώντος ανήλικου ή ανίκανου για κάθε εργασία άγαμου τέκνου, που έχει σύζυγο ανίκανη για κάθε εργασία. Αυτές οι περιπτώσεις ανδρών για λόγους κοινωνικής επιείκειας δεν υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. Στη δεύτερη ομάδα, όμως, δεν εντάσσονται οι θρησκευτικοί λειτουργοί, μοναχοί ή δόκιμοι μοναχοί γνωστής θρησκείας, πλην της περιπτώσεως των μοναχών και δοκίμων μοναχών του Αγίου Όρους. Οι υπόλοιποι δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση στράτευσης. Φυσικά, η απώλεια της ιδιότητας του μοναχού ενεργοποιεί ξανά την υποχρέωση στράτευσης.
Βέβαια, οι δυνατότητες απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία στη χώρα μας δεν εξαντλούνται εδώ. Όσα είδαμε προηγουμένως, είναι οι συνήθεις περιπτώσεις αλλά όχι οι μοναδικές. Μια ακόμα περίπτωση είναι και αυτή των πολιτογραφημένων Ελλήνων με τιμητική πολιτογράφηση. Η τιμή αυτή δίνεται συνήθως σε ανθρώπους, που έχουν προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στη χώρα ή έχουν βοηθήσει σημαντικά στην εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας με αυτόν τον τρόπο αποτελεί ύψιστη τιμή για το άτομο και δε συμβαδίζει με την ταυτόχρονη επίρριψη σε αυτό της υποχρέωσης στρατιωτικής θητείας, γι’ αυτό και απαλλάσσεται.
Τελευταία περίπτωση απαλλαγής από την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων είναι η ειδική περίπτωση της εξαγοράς της θητείας, που τελεί σε άμεση σχέση με το ηλικιακό όριο της στρατιωτικής θητείας. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 57 του στρατολογικού νόμου ο υπόχρεος σε θητεία, ο οποίος έχει συμπληρώσει το τριακοστό τρίτο (33ο ) έτος της ηλικίας του δύναται να εκπληρώσει πραγματική στρατεύσιμη στρατιωτική υποχρέωση είκοσι (20) ημερών και στη συνέχεια να εξαγοράσει το υπόλοιπο της θητείας του αντί του χρηματικού ποσού των οκτακοσίων δέκα (810) ευρώ για κάθε μήνα στράτευσης. Πρόκειται στην ουσία για μία πλασματική απαλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και σύμφωνα με όσα αναφέραμε παραπάνω για το άρθρο 1 του νόμου 3421/2005, με ανώτατο όριο το 45ο έτος, Έλληνας πολίτης, ο οποίος το έχει συμπληρώσει, υπό οποιαδήποτε συνθήκες, δεν είναι υπόχρεος στράτευσης.
Με αυτούς τους τρόπους, το ελληνικό κράτος δίνει τη δυνατότητα στους άνδρες Έλληνες πολίτες να απαλλαγούν από τη στρατιωτική τους υποχρέωση και με κανέναν άλλον τρόπο. Αντιθέτως, μάλιστα, οποιοσδήποτε δεν εντάσσεται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες και μετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, δεν καταταχθεί στις ορισμένες ημερομηνίες ή προθεσμίες στις μονάδες κατάταξης, κηρύσσεται ανυπότακτος. Η κήρυξη στρατεύσιμου ως ανυπότακτου έχει μια σειρά από αλυσιδωτές κυρώσεις. Η ανυποταξία θεωρείται πλέον πλημμέλημα (διαρκές αδίκημα), και στην πράξη έχει κυρίως οικονομικές επιπτώσεις με πρόστιμο ύψους 6.000€. Επιπλέον, σχηματίζεται εις βάρος του ανυπότακτου ποινική δικογραφία και εισάγεται προς εκδίκαση στο Τριμελές Στρατοδικείο. Για τον λόγο αυτό, οι Έλληνες πολίτες που επιθυμούν να μη διατελέσουν μέλη των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, θα πρέπει να εξετάσουν καλά την επιλογή αυτή μέσα στο πλαίσιο που θέτει ο σύγχρονος ελληνικός νόμος, ο οποίος καλύπτει ναι μεν μεγάλο φάσμα απαλλασσόμενων, αλλά οπωσδήποτε δεν δίνει την δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής σε όλους τους μελλοντικούς στρατιώτες να επιλέξουν ελεύθερα αν επιθυμούν να υπηρετήσουν ή όχι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Απαλλαγή από την υποχρέωση στράτευσης”, διαθέσιμο εδώ
- “Στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα”, διαθέσιμο εδώ
- “Εξαγορά στρατιωτικής θητείας, Απαλλαγή από την υποχρέωση στράτευσης, Μόνιμοι Κάτοικοι Εξωτερικού (Μ.Κ.Ε.), Ανυποταξία”, διαθέσιμο εδώ