Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Στα τέλη του 12ου αιώνα η Bυζαντινή Aυτοκρατορία διερχόταν μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Η ανάκαμψη που είχε εξασφαλίσει η δυναστεία των Κομνηνών είχε ουσιαστικά φτάσει στα όριά της. Οι μεγαλόπνοες, αλλά ατελέσφορες, εκστρατείες του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού από το 1143 έως το 1180 είχαν εξαντλήσει στρατιωτικά και οικονομικά την αυτοκρατορία, ενώ η διαρκής παραχώρηση οικονομικών προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις τής είχε στερήσει τη δυνατότητα άντλησης νέων πόρων. Η δυσφορία που υπήρχε στις τάξεις του πληθυσμού φαινόταν μέσα από τους δυσβάστακτους φόρους που καλούνταν να πληρώσουν και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της οικονομίας και την πρόκληση πολιτικής αστάθειας, που οδήγησε στην εναλλαγή έξι αυτοκρατόρων από το 1180 έως το 1204. Επίσης, η αδυναμία του Βυζαντινού Κράτους να εκδιώξει τους Ιταλούς εμπόρους οδήγησε στην αλλαγή της στάσης των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων, οι οποίες πλέον είχαν την πεποίθηση πως η μόνη μέθοδος για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους ήταν μέσω της στρατιωτικής καθυπόταξής του.
Η οργάνωση της Δ΄ Σταυροφορίας προσέφερε ένα ιδανικό πρόσχημα προς αυτή την κατεύθυνση. Αίτιο της Δ΄ Σταυροφορίας στάθηκε η αποτυχία της προηγούμενης που προκάλεσε την οργή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄. Ο τελευταίος κάλεσε τους ηγεμόνες της Δύσης στη Σταυροφορία και στην αναγνώρισή του ως αρχηγό της Χριστιανοσύνης κατά του Ισλάμ και ως ανώτατο ρυθμιστή της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς, όμως, να έχει ανταπόκριση, καθώς οι βασιλείς αντιμετώπιζαν ατομικά, εσωτερικά κι εξωτερικά προβλήματα στις χώρες τους. Έτσι, στη θέση τους προθυμοποιήθηκαν να λάβουν μέρος διάφοροι τιτλούχοι της Βόρειας Γαλλίας, κυρίως Γάλλοι ευγενείς, Φλαμανδοί και Βέλγοι. Οι αρχηγοί συμφώνησαν να συγκεντρωθούν στη Βενετία, γιατί μόνο αυτή διέθετε στόλο για μεταφορά στην Αίγυπτο, όπως είχε προγραμματισθεί, ώστε να επιτεθούν και να αναγκάσουν με αυτό τον αντιπερισπασμό τους Μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν την Ιερουσαλήμ.
Οι Βενετοί, όμως, είχαν εκτεταμένες σχέσεις με την Αίγυπτο δεν ήθελαν την καταστροφή της κι έτσι ζήτησαν υπερβολικά κόμιστρα. Ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος ζήτησε από τις δυνάμεις να πληρώσουν στη Γαληνότατή 85.000 αργυρά μάρκα και μισά από τα εδάφη που θα κατακτούσαν «οι πολεμιστές του Χριστού», ώστε να τα έχουν στις υπηρεσίες τους οι Βενετοί. Επειδή οι Σταυροφόροι καθυστερούσαν να μαζέψουν τα χρήματα, παρουσιάστηκε σαν από μηχανής Θεός για τους Βενετούς ο Αλέξιος Άγγελος, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών για να ξαναπάρει πίσω τον βυζαντινό θρόνο ο πατέρας του, Ισαάκιος Β΄ Άγγελος.
Ο Αλέξιος, για να πείσει τη Γαληνότατη, έταξε χρήματα με τον όρο να περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη στον δρόμο τους προς την Αίγυπτο, προκειμένου να βοηθήσουν στην αποκατάσταση του θρόνου, κάτι το οποίο έκαναν, καθώς η πρόταση ήταν ελκυστική και μπορούσαν να αποκομίσουν πολλά. Επίσης, ο Αλέξιος Άγγελος πρότεινε στους αρχηγούς των Σταυροφόρων να τους μεταφέρει με λιγότερα χρήματα, υπό τον όρο να περνούσαν από την πόλη Zadar, που αποστάτησε για να επαναφέρουν την τάξη. Με το πέρας αυτής της επιχείρησης θα επανέφεραν στον θρόνο τον πατέρα του κι έπειτα θα προχωρούσαν στην κατάκτηση των Αγίων Τόπων, όπως ήταν το πλάνο της Σταυροφορίας εξαρχής. Αυτή η αργοπορία νεύριασε τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και είχε ως αποτέλεσμα τον αφορισμό του Ερρίκου Δάνδολου, ο οποίος αδιαφόρησε γι’ αυτό. Η συμφωνία υπογράφτηκε από όλους μετά την κατάληψη της Zadar και στην Κέρκυρα ο Αλέξιος επικύρωσε τους όρους Σταυροφόρων και Βενετών.
Έτσι, στις 27 Ιουνίου, ο λατινικός στόλος έφτασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη και ο Αλέξιος μπήκε στη Βασιλεύουσα, ενώ ο σφετεριστής Αλέξιος Γ΄ Άγγελος τράπηκε σε φυγή. Ο Ισαάκιος Β΄, με συμβασιλέα τον γιο του, Αλέξιο Δ΄, αποκαταστάθηκαν στον θρόνο. Αυτοί προσπάθησαν να συγκεντρώσουν τα χρήματα, όμως τα ταμεία ήταν κενά. Έτσι, ο Αλέξιος αναγκάστηκε να πάρει το χρυσάφι και το ασήμι της Αγίας Σοφίας και άλλων εκκλησιών, όμως ούτε αυτό ήταν αρκετό, με αποτέλεσμα να επιβάλει πλήθος φόρων. Η αύξηση της φορολογίας οδήγησε στην επανάσταση του λαού κατά των Αγγέλων, με αρχηγό τους τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα Μούρτζουφλο, ο οποίος δε γνώριζε τη συμφωνία με τους Σταυροφόρους και ανέλαβε να τους πολεμήσει, αφού παρέδωσε στον όχλο τον Αλέξιο Δ΄, για να τον θανατώσουν δια της αγχόνης, ενώ τον πατέρα του, Ισαάκιο, τον άφησαν να πεθάνει στη φυλακή. Οι Σταυροφόροι, όταν κατάλαβαν πως δε θα εισπράξουν τίποτα, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, λεηλάτησαν, κατέκτησαν και σκότωσαν.
Η πολιορκία της Βασιλεύουσας διήρκησε πέντε μέρες, από τις 9 έως τις 13 Απριλίου 1204, και με το πέρας των καταστροφών η εικόνα της Κωνσταντινούπολης δε θύμιζε αυτή της πλουσιότερης πόλης της μεσαιωνικής Ευρώπης. Το γεγονός αυτό έμεινε στα χρονικά της ιστορίας ως η πρώτη άλωση και οι δράστες δεν ήταν αλλόθρησκοι, αλλά Χριστιανοί, εξαχρειωμένοι από το δογματικό φανατισμό και τα πλούτη που είχαν αρπάξει.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η συστηματική λεηλασία και οι ανήκουστες πράξεις στις οποίες επιδόθηκαν οι Σταυροφόροι ξεπέρασαν κάθε όριο και προκάλεσαν εντύπωση σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίδραση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, κύριου εκφραστή της Σταυροφορίας. Ο τελευταίος, στην αρχή, υποδέχτηκε την αγγελία της πτώσης της Κωνσταντινούπολης με θετικό τρόπο, αλλά αργότερα οι διαθέσεις του άλλαξαν, μόλις πληροφορήθηκε τις βιαιοπραγίες και το περιεχόμενο της συμφωνίας που περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την εκκλησιαστική εξουσία στην περιοχή. Τα βυζαντινά εδάφη στο πλαίσιο της συμφωνίας μοιράστηκαν από τους νικητές. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη προς αυτή την κατεύθυνση συντάχθηκε ένα πρωτόκολλο, το οποίο καλούσε τους αρχηγούς των στρατευμάτων να δεσμευτούν προφορικά ότι θα τηρήσουν όλα όσα συμφώνησαν. Το έγγραφο της διανομής ονομάζεται Partitio terrarum Imperii Romaniae και καταδείχτηκε ότι συντάχθηκε ύστερα από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και πριν την εκλογή του νέου αυτοκράτορα. Οι όροι της συμφωνίας που υπέγραψαν οι Σταυροφόροι τον Μάρτιο του 1204 σε γενικές γραμμές τηρήθηκαν. Έτσι, τα εδάφη του Βυζαντινού Κράτους χωρίστηκαν σε έξι άνισους κλήρους, τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Δουκάτο των Αθηνών και Θηβών, το Δουκάτο του Αιγαίου, η Τριαρχία της Εύβοιας και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Άξιο αναφοράς είναι πως στο Partitio terrarum Imperii Romaniae δε μνημονεύονται κάποιες περιοχές και το καθεστώς που επικρατούσε σε αυτές εκείνη την περίοδο. Η Μικρά Ασία δεν περιλαμβανόταν ανάμεσα στις περιοχές και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη ορισμένα εδάφη της περιοχής είχαν ανεξαρτητοποιηθεί από την κεντρική εξουσία ερμηνεύει την απουσία πολλών σημαντικών μικρασιατικών κέντρων από το έγγραφο της διανομής. Επίσης, δεν περιλαμβανόταν η βορειοδυτική Θράκη, η ανατολική και κεντρική Μακεδονία που δεν ανήκαν πλέον στο νόμιμο βυζαντινό κράτος και αυτό εξαιτίας του Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους εγκατέλειψε τη Βασιλεύουσα, συναποκομίζοντας όλο τον βασιλικό πλούτο και διέφυγε στη Θράκη. Επιπρόσθετα, στο έγγραφο δεν συμπεριλαμβανόταν μεγάλο τμήμα της νοτίου Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα, η βορειοδυτική Πελοπόννησος, η Βοιωτία και η κεντρική Εύβοια. Έκπληξη προκαλεί πως ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου που δεν αναφερόταν στο έγγραφο διανομής των Σταυροφόρων ήταν η Κρήτη. Τέλος, η Ρόδος ήταν μεταξύ των περιοχών που δε συμπεριλήφθηκαν, καθώς την περίοδο εκείνη είχε αποσπαστεί από την Κωνσταντινούπολη και βρισκόταν στην εξουσία του τοπικού άρχοντα Λέοντα Γαβαλά.
Τέλος, τα κράτη που δημιουργήθηκαν από τους Δυτικούς στο Αιγαίο άρχισαν και τελείωσαν με κατακτήσεις. Αυτό δείχνει την έλλειψη σταθερότητας των λατινικών κρατών, των οποίων το τέλος ήρθε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μεταξύ του 13ου και 17ου αιώνα. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι δυτικοί κατακτητές δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να ενωθούν, ενώ οι ηγέτες της κάθε περιοχής δεν στάθμισαν τους κινδύνους που τους περιτριγύριζαν, με αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας τους να ενωθούν και να φανατιστούν περισσότερο οι ορθόδοξοι ελληνικοί πληθυσμοί, υποτελείς ή ανεξάρτητοι και να αντιτάξουν στους ηγέτες της Δύσης την αδιαφορία τους και μια αντίσταση παθητική, που στο τέλος καρποφόρησε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σαββίδης Γ.Κ. Αλέξιος, Νικολούδης Γ. Νικόλαος (2007), Ο Ύστερος Μεσαιωνικός Κόσμος (11ος – 16ος αιώνες) Βυζάντιο, Μεσαιωνική Δύση, Ανατολή και Ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι, Αθήνα: Εκδ. Ηρόδοτος
- Δοανίδου, Ι. Σοφία (s.d.), Η Φραγκοκρατία στην πόλη των Αθηνών, Αθήνα: Εκδ. ΕΣΤΙΑ
- Μοσχονάς, Ν.Γ. (2008), Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσμος, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών
- Miller, William (1990), Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566, Αθήνα: Εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
- Lock, Peter (1998), Οι Φράγκοι στο Αιγαίο 1204-1500, Αθήνα: Εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ