Του Θεοχάρη Κατσιούλα,
Ο εμβληματικός πίνακας «Κραυγή», ο οποίος φιλοτεχνήθηκε το 1893 από τον Νορβηγό εξπρεσιονιστή Έντβαρντ Μουνκ, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά και πολυσυζητημένα έργα της παγκόσμιας τέχνης. Ο Μουνκ είχε δημιουργήσει τέσσερεις εκδοχές της «Κραυγής» με κηρομπογιές, παστέλ αλλά και μια ασπρόμαυρη λιθογραφία, από τις οποίες η μια βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας (1893), ενώ η άλλη ζωγραφική εκδοχή και το παστέλ φιλοξενούνται στο Μουσείο Μουνκ (1910).
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον λόγο για τον οποίο ο ταλαντούχος ζωγράφος «κραυγάζει» μέσω του πίνακά του, καθώς επρόκειτο για έναν καταθλιπτικό και βασανισμένο άνθρωπο, του οποίου η ζωή σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τη ματαιότητα του θανάτου και τις άσχημες επιπτώσεις της ψυχικής και σωματικής αρρώστιας. Γεννημένος στο Όσλο της Νορβηγίας το 1863, χάνει σε ηλικία πέντε ετών τη μητέρα του και στην ηλικία των δεκατεσσάρων την αδελφή, Σοφία, από φυματίωση. Οι ατυχίες της ζωής του συνεχίζονται δραματικά, καθώς στα είκοσι πέντε χάνει τον πατέρα του, ενώ λίγο καιρό αργότερα, η αδελφή του, Λάουρα, εισήχθη σε άσυλο, καθώς έπασχε από σχιζοφρένεια. Οι δυσκολίες, όμως, που γεύτηκε από πολύ νεαρή ηλικία αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη να τον μεταμορφώσουν σε έναν από τους σπουδαιότερους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες.
Παρατηρώντας τον γεμάτο έντονα χρώματα πίνακα, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να απεικονίζεται μια έντρομη ανθρώπινη φιγούρα που μοιάζει να κραυγάζει. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία πίσω από τον πίνακα αφορά σε έναν άνθρωπο, ο οποίος κλείνει τα αφτιά σε μία τρομακτική και εκκωφαντική κραυγή που τον διαπερνά. Ο ίδιος ο Μουνκ είχε γράψει στο ημερολόγιό του, περιγράφοντας τη στιγμή της έμπνευσής του: «Ένα δειλινό περπατούσα σ’ ένα δρομάκι με δυο φίλους, την ώρα που ο ήλιος άρχισε να δύει. Ο ουρανός, ξαφνικά, έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα σ’ έναν φράχτη. Έβλεπα αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιορδ και την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν κι εγώ έμεινα εκεί, τρέμοντας από την αγωνία. Κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση».
Το συγκεκριμένο έργο έχει βρεθεί στο στόχαστρο του ενδιαφέροντος διαφόρων μελετητών, καθώς και αναλυτών, οι οποίοι προσπάθησαν να το ερμηνεύσουν. Το 1978, ο Robert Rosenblum, ένας από τους μελετητές του Μουνκ, ανέφερε πως η παράξενη, χωρίς φύλο φιγούρα που απεικονίζεται στον πίνακα αποτελεί έμπνευση από μία Περουβιανή μούμια, θαμμένη σε εμβρυακή στάση με τα χέρια πλάι, που πιθανώς είδε ο Μουνκ το 1889 σε μία μεγάλη έκθεση στο Παρίσι. Επιπρόσθετα, μια διαφορετική ανάλυση αφορά το αφύσικα έντονο πορτοκαλί χρώμα που σείεται διάχυτο στον ουρανό του πίνακα σαν ηφαιστειακή έκρηξη, το οποίο αντανακλά τη βαθιά θλίψη και άσχημη ψυχολογική κατάσταση του Μουνκ, λόγω του εγκλεισμού της αδελφής του σε άσυλο για σχιζοφρενείς. Μάλιστα, λέγεται πως η τοποθεσία του φιορδ που απεικονίζει ο πίνακας είναι πολύ κοντά στο άσυλο που είχε εισαχθεί η αδελφή του καλλιτέχνη.
Μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια του πίνακα αποτελεί η μικροσκοπική επιγραφή που έχει σημειωθεί από τον ίδιο τον Μουνκ ως εξής: «Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να το έχει ζωγραφίσει». Αν και υπήρχαν διαφωνίες ως προς την αυθεντικότητα της επιγραφής, το Εθνικό Μουσείο της Νορβηγίας επιβεβαίωσε πως ο ίδιος ο καλλιτέχνης ολοκλήρωσε το έργο του με αυτήν τη φράση. Οι ειδικοί που ανέλυσαν την επιγραφή και τη συνέκριναν με τον γραφικό χαρακτήρα του Μουνκ, με βάση διάφορες επιστολές και τα ημερολόγιά του, σιγουρεύτηκαν πως η προσθήκη είχε γίνει από τον ίδιο τον ζωγράφο και όχι από κάποιον τρίτο. Χαρακτηριστικά η επιμελήτρια του Εθνικού Μουσείου του Όσλο ονόματι Μάι Μπριτ Γκούλενγκ, ανέφερε στον ισότοπο Designboom πως «ο γραφικός χαρακτήρας, καθώς και τα γεγονότα που συνέβησαν το 1895, όταν ο Μουνκ έδειξε για πρώτη φορά τον πίνακα στη Νορβηγία, δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Η Κραυγή»: Ο Έντβαρντ Μουνκ είχε γράψει ένα κρυφό μήνυμα πάνω στον πίνακά του, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η Κραυγή: Τα «σκοτεινά» μυστικά του εμβληματικού πίνακα του Έντβαρντ Μουνκ, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ.