Του Κυριάκου Ζαχαράκη,
Το κείμενο στηρίζεται σε αποσπάσματα από τη μελέτη του Álvaro García Marín υπό τον τίτλο «Haunted communities: The Greek vampire or the uncanny at the core of nation construction», δημοσιευμένη στον τόμο Monstrous Manifestations: Realities and Imaginings of the Monster, Inter-Disciplinary Press 2013. Η ελληνική μετάφραση που χρησιμοποιείται είναι του Άκη Γαβριηλίδη.
Η ανάδυση της Ελλάδας στην εποχή του μοντέρνου και η ένταξή της στην πολιτισμική γενεαλογία της Ευρώπης και στο επίκεντρο του λογοθετικού μοντέλου του Διαφωτισμού περικλείει μια ενοχλητική ετερότητα που προξενεί τριγμούς στο ευρωπαϊκό επιστημολογικό οικοδόμημα. Ως αποτέλεσμα, το εγχείρημα της αναγωγής του δυτικού ορθολογισμού στο παράδειγμα της Κλασικής Εποχής καθίσταται εν τη γενέσει του προβληματικό.
Η πραγμοποίηση – που γίνεται αντιληπτή ως έννοια σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Georg Lukacs – της Ελλάδας ως λίκνου της Δύσης και, κατ’ επέκταση, ως στυλοβάτη ολόκληρου του ορθολογιστικού οικοδομήματος οριοθετεί έναν χώρο όπου η νομοτέλεια της ανθρώπινης προόδου αντιδιαστέλλεται προς την οπισθοδρομικότητα. Η εμβάπτιση της Δύσης στα νάματα του κλασικού πολιτισμού αντικατοπτρίζεται σε μια «μια αποκαθαρμένη, επιστημονική γλώσσα [που] επρόκειτο να αποτελέσει το όργανο κυριαρχίας της Δύσης πάνω στον κόσμο και τη φύση, και βρίσκεται στη βάση του μελλοντικού αποικιοκρατικού εγχειρήματος. […] Και δεν είναι τυχαίο που η συμβολική κατασκευή της νέας ταυτότητας επινοήθηκε με όρους κάθαρσης και εκσυγχρονισμού. Η γλώσσα, τα έθιμα, οι πληθυσμοί και οι εθνότητες υποβλήθηκαν σε μια διαδικασία σχολαστικά προγραμματισμένης εκκαθάρισης, το τελειότερο έμβλημα της οποίας ήταν το όνομα που αποδίδει το επίσημο ιδίωμα του νέου κράτους: καθαρεύουσα».
Η προσήλωση στα ιδεώδη της Κλασικής Εποχής σφυρηλατεί ένα έθνος που υπάγεται σε ένα μοντέλο κατασκευασμένο καθ’ ομοίωσιν του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και το οποίο απέχει από τις καθημερινές κοινωνικές πρακτικές. Οι περιγραφές των πολιτισμικών συμβάσεων εκείνης της εποχής απολήγουν σε ένα κοινό συμπέρασμα που αναφέρεται σε οργανωμένους υπό μιλέτ Ανατολίτες, απομακρυσμένους από τις παλιές τους μνήμες και πρακτικές: «ακόμα και η θρησκεία […], μολονότι χριστιανική και έτσι σε κάποιο βαθμό δυτική, ήταν ανησυχητικά σχισματική και ξένη προς τον πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Ο οριενταλισμός ίσταται ως στοιχείο συμφυές με την επανανακάλυψη της Ελλάδας και στοιχειώνει εξ υπαρχής τη σχέση φιλελληνισμού και Οθωμανικής Ελλάδας, «εισάγοντας στη σύγχρονη έννοια της Ελλάδας μια περίσσεια μη αναγώγιμη στην ορθολογιστική λογική της ταύτισης». Οπότε, η μετέπειτα απόπειρα εκδυτικισμού, με όρους πολιτισμικής και συμβολικής κάθαρσης, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι μιας «διαφωτιστικής δυτικής μέριμνας να αναστήσει νεκρούς λευκούς ανθρώπους μέσω των κλασικών Ελλήνων [υποχρεώνοντας] τους νέους Έλληνες να αναλάβουν ένα δικό τους “φορτίο του λευκού ανθρώπου”».
Όμως, η έκλυση μιας διαδικασίας επιστροφής σε μια χοάνη από άυλα κατάλοιπα και αρχαία θραύσματα είναι προσδιοριστικός παράγοντας της στοιχειωμένης κοινότητας και του βρικολακιάσματος. Εξάλλου, «βρικόλακας αποτελεί το έμβλημα των ανεξάλειπτων υπολειμμάτων που ασταμάτητα επανέρχονται στη διαδικασία αποκάθαρσης και αποσαφήνισης που εμπεριέχει η κατασκευή της ευρωπαϊκής ταυτότητας και της νεώτερης λογοθετικότητας». Σημείο αναφοράς της στοιχειωμένης κοινότητας είναι η ακατάπαυστη επίδραση μιας παρακαταθήκης από το παρελθόν, η οποία κλονίζει συθέμελα τη «μονολογική ταυτότητα». Σε αντίθεση με το συνανήκειν, που καταφάσκει η έννοια της κοινότητας, οι στοιχειωμένες κοινότητες ενσωματώνουν «αποκλεισμένα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας [που] περιοδικά επανέρχονταν για να αποτρέψουν κάθε απόπειρα οντολογικού κλεισίματος του σημείου Ελλάδα. […] Έτσι, το βαμπίρ είναι ένα ξένο σώμα που διαταράσσει το ιδανικό ενός δυτικού ασώματου διανοητικού χώρου θεμελιωμένου σε μία αμεσολάβητη συνέχεια με τους Αρχαίους Έλληνες».
Οι παραπάνω σκέψεις πυκνώνονται στον όρο του «αυτο-αποικισμού». Η παρακαταθήκη του ελληνισμού εκλαμβάνεται τόσο ως ξένη όσο και ως οικεία, με αναπότρεπτη συνέπεια να ατροφεί η «λογική της σημειωτικής ακρίβειας και των αναντίρρητων οριοθετήσεων, διασπείροντας ανοικειότητα και διαλύοντας εδραιωμένες δυϊστικές αντιθέσεις». Ακριβέστερα, η ταλάντευση της ελληνικότητας ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο υποδεικνύει την αδυνατότητα εξεύρεσης μιας καθαρής καταγωγικής προέλευσης και αξίωσης μιας άσπιλης πολιτισμικής γενεαλογίας. Και πράγματι, σε μια απόπειρα συμπλήρωσης ενός πολυδιάστατου κοινωνικού, πολιτισμικού, γλωσσικού ψηφιδωτού που να αγκυρώνεται σε ένα εκ των προτέρων δοσμένο σημαίνον, προκύπτουν «διαρκείς και ανεξέλεγκτες υπερχειλίσεις, υπερβάσεις, και, πάνω απ’ όλα, φασματοποιήσεις της ανεπίλυτης διαλεκτικής παρουσίας/απουσίας».