Της Μαριλένας Παπαδημητροπούλου,
Οι επαγγελματίες υγείας έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με αμέτρητους ασθενείς και πολλά διαφορετικά νοσήματα, τα οποία μπορεί να αφορούν τόσο τη σωματική όσο και τη ψυχική υγεία. Σύμφωνα όμως με εκτιμήσεις, το 0,5 με 2% των ασθενών που νοσηλεύονται σε γενικά νοσοκομεία, προσποιούνται τα συμπτώματά τους. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μια ψυχοπαθολογική πάθηση, τη διαταραχή προσποίησης.
Γνωστή και ως Σύνδρομο Munchausen, πήρε το όνομά της από τον βαρόνο Munchausen (1720-1797), ο οποίος, κατά την επιστροφή του στην Γερμανία από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, ξεκίνησε να αφηγείται φανταστικές ιστορίες για τα κατορθώματά του. Στον κλινικό χώρο, όμως, με τον όρο αυτόν, αποδίδεται η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο υποδύεται ψευδώς τον ασθενή, προκειμένου να απολαύσει τα οφέλη που απορρέουν από τον ρόλο του ασθενούς.
Το σύνδρομο Munchausen είναι πολύπλοκο και δύσκολα κατανοητό. Δεν είναι σαφές, γιατί τα άτομα συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται, με αποτέλεσμα διάφοροι παράγοντες να έχουν αναγνωριστεί ως πιθανές αιτίες. Συναισθηματικό τραύμα ή ασθένεια κατά την παιδική ηλικία, διαταραχή προσωπικότητας, ιστορικό συχνών ασθενειών που απαιτούν νοσηλεία, είναι μερικές από αυτές.
Οι ασθενείς με διαταραχή προσποίησης συνήθως παρουσιάζονται με σωματικά συμπτώματα, η ποικιλία των οποίων είναι άφθονη και εξαρτώνται από τις προσωπικές τους εμπειρίες και την κατάστασή τους εκείνη τη στιγμή. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, γίνεται λόγος για 4 τρόπους, σύμφωνα με τους οποίους θα προσποιηθούν ή θα προκαλέσουν την ασθένεια.
Χαρακτηριστική είναι η προσποίηση συμπτωμάτων που είναι δύσκολο να διαψευστούν, όπως έντονος πονοκέφαλος, κρίση ή ακόμα και λιποθυμία, αλλά και η παραποίηση των αποτελεσμάτων εξετάσεων, όπως με την τριβή του θερμομέτρου για αύξηση της θερμοκρασίας. Μπορεί, ακόμα, να παρατηρηθεί αυτοτραυματισμός, είτε με αιχμηρά αντικείμενα είτε δηλητηρίαση με φάρμακα ή κατανάλωση τροφών μολυσμένων με βακτήρια, αλλά και η επιβάρυνση κατάστασης, μολύνοντας ήδη υπάρχουσες πληγές ή με επανάνοιγμα τραυμάτων που είχαν επουλωθεί προηγουμένως.
Παρόλο που η διαταραχή συνδέεται περισσότερο με σωματικά συμπτώματα, υπάρχουν και οι ασθενείς που υποδύονται ψυχικές ασθένειες. Σε αυτήν την περίπτωση, αναφέρονται συμπτώματα κατάθλιψης, οπτικοακουστικές παραισθήσεις, παραλήρημα και περίεργες συμπεριφορές, προκειμένου να πειστεί ο γιατρός ότι πρόκειται για ψυχική διαταραχή.
Η διάγνωση του ίδιου του συνδρόμου είναι εξαιρετικά δύσκολη, γι’ αυτό και οι θεράποντες ξεκινούν με το να αποκλείουν τις αληθινές ασθένειες. Συγκεκριμένα, υπάρχουν 8 κριτήρια, βάσει των οποίων η διαταραχή θεωρείται πιθανή: η μη αναμενόμενη ανταπόκριση στη θεραπεία, τα μη αναμενόμενα συμπτώματα σε σχέση με το σύνδρομο που παρουσιάζεται, η επιδείνωση των συμπτωμάτων εν όψει του εξιτηρίου, η δραστική υποχώρηση των συμπτωμάτων με την εισαγωγή στο νοσοκομείο, οι στενές σχέσεις με ασθενείς και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, η αναφορά παρόμοιων συμπτωμάτων με άλλους ασθενείς, τα ψεύδη και η αναφορά σε ιστορικό ψυχολογικών και σωματικών διαταραχών που δεν μπορούν να πιστοποιηθούν.
Η θεραπεία στοχεύει στη διαχείριση και όχι στη θεραπεία της πάθησης, αλλά σπάνια είναι επιτυχής. Η θεραπευτική προσέγγιση βασίζεται κυρίως στον συνδυασμό ψυχανάλυσης και Γνωσιακής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας (CBT). Μέσω της CBT, ο ασθενής εκπαιδεύεται έτσι ώστε να εντοπίζει μη ρεαλιστικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές που μπορεί να έχει καθώς και τρόπους αντικατάστασης των πεποιθήσεων αυτών με πιο ρεαλιστικές και ισορροπημένες. Σε γενικότερο πλαίσιο, συνιστώνται και η παρακολούθηση από γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία πρόσθετων διαταραχών ψυχικής υγείας και η προσωρινή νοσηλεία στο νοσοκομείο για παρακολούθηση της κατάστασης του ασθενή.
Οι πάσχοντες που είναι πράγματι ψυχικά άρρωστοι, συχνά παραδέχονται μόνο τη σωματική διάσταση της ασθένειάς τους. Εάν ο ασθενής παραδεχτεί τη συμπεριφορά του, μπορεί να παραπεμφθεί σε ψυχίατρο για περαιτέρω θεραπεία. Σε αντίθετη περίπτωση, η πλειοψηφία των ειδικών καταλήγει στο ότι ο υπεύθυνος για τη φροντίδα του ιατρός οφείλει να ελαχιστοποιήσει την ιατρική παρακολούθηση. Η σχέση γιατρού-ασθενούς πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη κι εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ασθενής δεν μπορεί πλέον να είναι αξιόπιστος, ο γιατρός δεν μπορεί να συνεχίσει τη θεραπεία του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Overview – Munchausen’s syndrome, nhs.uk. Διαθέσιμο εδώ
- Munchausen Syndrome (Factitious disorder imposed on self), clevelandclinic.org. Διαθέσιμο εδώ
- Munchausen syndrome, betterhealth.vic.gov.au. Διαθέσιμο εδώ
-
Signs and symptoms – Munchausen’s syndrome, nhs.uk. Διαθέσιμο εδώ
- Γ.Ν. Παπαδημητρίου, Ι.Α. Λιάππας, Ε. Λύκουρας, «Σύγχρονη Ψυχιατρική», Ιατρικές Εκδόσεις Βήτα, Αθήνα, 2013.