Της Χριστίνας Λιανού,
Ήταν 22 Μαΐου του 1963, όταν ο συνεργαζόμενος βουλευτής της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) Γρηγόρης Λαμπράκης, αποχωρώντας από την εκδήλωση της ΕΕΔΥΕ (Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη), όπου βρισκόταν ως αντιπρόεδρος και κύριος ομιλητής, τραυματίζεται από διερχόμενο τρίκυκλο, για να αφήσει την τελευταία του πνοή τέσσερις μέρες αργότερα στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Ο θάνατός του προστίθεται στον κατάλογο με τις σημαντικότερες πολιτικές δολοφονίες στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, λειτουργώντας καταλυτικά σε πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που είχαν ήδη δρομολογηθεί. Ως δράστες του εγκλήματος κατηγορήθηκαν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και Μανώλης Εμμανουηλίδης, επιβαίνοντες στο τρίκυκλο, ενώ φαίνεται να εμπλέκεται και κάποιος Μανώλης Χατζηαποστόλου, ο οποίος προσπάθησε να εμποδίσει τους προαναφερθέντες να διαφύγουν, ερχόμενος στα χέρια μαζί τους. Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε το παρακράτος, του οποίου η δράση κλιμακώθηκε την διετία 1961-1963. Για να κατανοήσουμε τι οδήγησε στη στοχοποίηση και τελικά στον θάνατό του πρέπει να εξετάσουμε τις πολιτικές συνθήκες της περιόδου 1950-1960.
Ανατρέχοντας στην Ιστορία, διαπιστώνουμε την ύπαρξη παρακρατικών οργανώσεων ήδη από το 1943 με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), επιφορτισμένα με αντικομμουνιστική δράση. Ορίζοντας την έννοια του παρακράτους, συμπεραίνουμε πως πρόκειται είτε για συλλογικά μορφώματα είτε για μεμονωμένα άτομα, που δρουν εκτός νόμου, υποκαθιστώντας δημόσιους λειτουργούς, προβαίνοντας σε αντιποίηση της αρχής, σε συνεργασία με εκπροσώπους της ή κατ’ εντολή τους. Η επίσημη εμφάνιση τους έγινε το 1952, ως υπερασπιστές του Εθνικισμού. Στο καταστατικό τους, όσες είχαν, φαίνονταν σαν λέσχες αποστράτων του Στρατού και της Χωροφυλακής και συνεργάζονταν άμεσα με την Κυβέρνηση. Εκτός από την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή, το παρακράτος διείσδυσε στη Δικαιοσύνη και τη Δημόσια Διοίκηση, προκειμένου να καλύπτει τα εκτελεστικά του όργανα, δηλαδή τις παρακρατικές οργανώσεις και τα μέλη τους.
Βασικός στόχος τους ήταν η Αριστερά και όσοι συμπορεύονταν μαζί της, όπως άλλωστε συνέβη στην περίπτωση του Γρηγόρη Λαμπράκη. Η θέση του επιβαρύνεται, διότι, ενώ είναι πολίτης με διακεκριμένες επαγγελματικές και αθλητικές ικανότητες, συντάσσεται με την Αριστερά και μάλιστα, μετέχει ως αξιωματούχος σε αντιπολεμική οργάνωση. Το γεγονότα πριν και γύρω από τη δολοφονία αποδεικνύουν την κορύφωση της παρακρατικής δράσης, η οποία έφτασε στο απόγειο της τη διετία 1961-1963.
Στις εκλογές του 1958 η ΕΔΑ συγκέντρωσε το 24,42% και απέσπασε 79 κοινοβουλευτικές έδρες, κάτι το οποίο σήμαινε πως εξελίχθηκε σε πολιτικά υπολογίσιμη δύναμη. Η πολιτική και κοινωνική αποδοχή ενός κόμματος της Αριστεράς σήμανε αμέσως τον κώδωνα του κινδύνου στους συντηρητικούς κυβερνητικούς κύκλους της Δεξιάς και στο Παλάτι. Το εκλογικό αποτέλεσμα τούς ώθησε να προχωρήσουν στην ίδρυση του Συμβουλίου Μελετών, μιας επιτροπής η οποία ανέλυε την κομμουνιστική προπαγάνδα και οργάνωνε αντισυγκεντρώσεις. Ένα από τα μέλη της ήταν και ο Γιώργος Παπαδόπουλος, επικεφαλής του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Κύρια μέριμνα της επιτροπής ήταν να στηρίξει με όλα τα μέσα το κυβερνών κόμμα, εξασφαλίζοντας τη νίκη του στις εκλογές του 1961.
Στις επόμενες εκλογές, η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) του Κωνσταντίνου Καραμανλή επανέφερε την αστυνομοκρατία και εκδηλώθηκε αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Οι παρακρατικές οργανώσεις ανέλαβαν και πάλι δράση, καίγοντας γραφεία της ΕΔΑ, ασκώντας λογοκρισία στις εφημερίδες, κλείνοντας αριστερά έντυπα, απαγορεύοντας βιβλία με αριστερό περιεχόμενο και προβαίνοντας σε συλλήψεις και φυλακίσεις στελεχών της Αριστεράς, ενώ δεν έλειπαν και οι στημένες δίκες με την κατηγορία της κατασκοπείας. Όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσαν να γίνουν, βεβαίως, χωρίς την εξόφθαλμη κάλυψη που τους παρείχε η εξουσία, αλλά και τα κρατικά κονδύλια. Η Αντιπολίτευση, από την πλευρά της, κατήγγειλε επανειλημμένα τις κυβερνητικές πρακτικές, με τον πρόεδρο της Ένωσης Κέντρου, Γιώργο Παπανδρέου, να χαρακτηρίζει τις εκλογές του ’61 ως «εκλογές βίας και νοθείας».
Μέσα στο τεταμένο κλίμα της εποχής, ο θάνατος του Γρηγορίου Λαμπράκη έρχεται να δώσει ένα ηχηρό χτύπημα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ένα μήνα πριν τη δολοφονία του είχε προηγηθεί και η στάση του στην Α΄ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, που τον έθεσε υποψήφιο θύμα παραδειγματικής τιμωρίας, γι’ αυτό και τα γεγονότα της 22ης Μαΐου εκτυλίχθηκαν σε δημόσιο χώρο. Δεν είναι τυχαίος, όμως, και ο τόπος, αφού η Θεσσαλονίκη αποτελούσε εξ αρχής πυρήνα αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Το μοιραίο, για εκείνον, βράδυ το παρακράτος αναδείχθηκε σε υπερκράτος, καταλύοντας εθελούσια το ίδιο το κράτος. Οι συνολικά 180 χωροφύλακες δεν προέβησαν σε καμία προσπάθεια, όχι μόνο προστασίας του πλήθους της συγκέντρωσης, αλλά και συγκράτησης των αντι-διαδηλωτών, οι οποίοι δημιουργούσαν επεισόδια στους πολίτες που κατέφταναν για να συμμετέχουν στην εκδήλωση. Η έκκληση του Λαμπράκη στον αστυνομικό διευθυντή Καμουτσή, για προστασία και η βουλευτική του ιδιότητα δεν ήταν αρκετά, ώστε να ανατρέψουν το προσχεδιασμένο γεγονός. Μαρτυρίες αναφέρουν πως ακόμη και κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο, σε σχεδόν κωματώδη κατάσταση, αφέθηκε να πεθάνει. Η κηδεία του στις 28 Μαΐου μετατράπηκε σε μια ειρηνική διαδήλωση για τη δημοκρατία, στη μεγαλύτερη συγκέντρωση μετά την Απελευθέρωση.
Ο αντίκτυπος ήταν άμεσος για την Κυβέρνηση της ΕΡΕ και τον ίδιο τον Καραμανλή. Ο Πρωθυπουργός έρχεται σε ρήξη με το Παλάτι, παραιτείται και προκηρύσσει τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, στις οποίες αναλαμβάνει την εξουσία η Ένωση Κέντρου. Ύστερα από την πολιτική του ήττα θα καταφύγει στο Παρίσι, όπου θα μείνει έντεκα χρόνια εκτός πολιτικής σκηνής. Η υπόληψη της χώρας θίχτηκε και σε διεθνές επίπεδο, καθώς φαινόταν πως η ανομία ήταν ο μοχλός κίνησης της κρατικής μηχανής και των λειτουργών της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χαλαζίας, Χρήστος Η., Λαμπράκης, Γρηγόρης Γ. (2019), Η δολοφονία του Λαμπράκη και το παρακράτος, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση
- Πρακτικά ημερίδας (2016), Δολοφονία Λαμπράκη, η ιστορική συζήτηση 50 χρόνια μετά, Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων