Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Πολλές φορές οι άνθρωποι έχουν αναρωτηθεί κατά πόσο κάποια επαγγέλματα είναι πιο παραγωγικά και πιο χρήσιμα για την κοινωνία σε σχέση με άλλα. Για παράδειγμα, κάποιοι άνθρωποι μπορεί να θεωρούν το επάγγελμα του γιατρού πιο χρήσιμο από αυτό του τραπεζίτη ή το επάγγελμα του αγρότη πιο χρήσιμο από αυτό του διαφημιστή. Κάποιοι άνθρωποι, επίσης, υποστηρίζουν ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι πολύ πιο χρήσιμος και παραγωγικός από τον δημόσιο ή και το αντίθετο. Ουσιαστικά, δηλαδή, πολλοί πιστεύουν ότι κάποιοι άνθρωποι παράγουν αξία και οι υπόλοιποι απλώς μεταβιβάζουν ή διαχειρίζονται την αξία αυτή.
Το επιστημονικό πόνημα «Η αξία των πάντων», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, όπως γράφει αυτολεξεί η Mariana Mazzucato, «εξετάζει έναν πιο σύγχρονο μύθο, σχετικά με τη δημιουργία αξίας […] που επέτρεψε την εξόρυξη ενός μεγάλου μέρους της αξίας, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποια άτομα να γίνουν πολύ πλούσιοι και να στερήσουν στη διαδικασία ένα μεγάλο μέρος του πλούτου από την κοινωνία». Ουσιαστικά, ο καπιταλισμός αποτελείται από τους «προσοδοθήρες» και «τους πραγματικούς δημιουργούς πλούτου». Πριν προχωρήσουμε περεταίρω θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως η συγγραφέας δεν τάσσεται υπέρ της ανατροπής του καπιταλισμού – αντιθέτως, αυτό που επιθυμεί είναι ο αναπροσανατολισμός του καπιταλισμού σε πιο ουσιαστικές δραστηριότητες παραγωγής αξίας.
Το βιβλίο ξεκινά, λοιπόν, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς η συγγραφέας παραθέτει κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα εξόρυξης αξίας στη σύγχρονη εποχή και πως αυτά είναι σημαντικό να κατανοηθούν, διότι επηρεάζουν τη ζωή και την ευημερία μας. Ένα παράδειγμα αποτελεί η ανάπτυξη της τεχνολογίας των έξυπνων τηλεφώνων, η οποία δημιουργήθηκε από κρατικά κονδύλια. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο δημιουργός της αξίας είναι το κράτος, το οποίο πολλοί θεωρούν λανθασμένα αναποτελεσματικό, και ο «προσοδοθήρας» είναι οι εταιρείες, που εκμεταλλεύονται τη νέα τεχνολογία, χρεώνοντάς την στους καταναλωτές, οι οποίοι ουσιαστικά έχουν ήδη πληρώσει μέσα από τους φόρους για την ανάπτυξή της.
Μετά από την παράθεση των βασικών επιχειρημάτων και παραδειγμάτων, η συγγραφέας συνεχίζει, διευκρινίζοντας τον ορισμό της αξίας, πώς αυτή δημιουργείται και πώς πραγματοποιείται η εξόρυξη. Ξεκινά με τις θέσεις μερικών εκ των σπουδαιότερων στοχαστών της εποχής μας, όπως είναι, για παράδειγμα, ο Thomas Piketty και ο Joseph Stiglitz, αλλά και κάποια στελέχη εταιριών, όπως ο CEO της Google, Eric Schmidt και ο CEO της Goldman Sachs, Lloyd Blankfein. Η ιστορική αναδρομή ξεκινά, φυσικά, με τον ορισμό του «ορίου παραγωγής» και πώς αυτό τίθεται μέσα από διαφορετικούς στοχαστές ανά τους αιώνες. Το όριο παραγωγής μάς λέει ποια επαγγέλματα είναι αυτά που «παράγουν» και ποια αυτά που «διαχειρίζονται». Αξίζει να σημειωθεί ότι η θέση της συγγραφέως δεν τάσσεται υπέρ της κατηγορίας κάποιων ανθρώπων, ως παραληπτών αξίας και της ανάδειξης κάποιων άλλων ως δημιουργών αξίας. Σύμφωνα με την ίδια, όλα τα επαγγέλματα είναι απαραίτητα για την ομαλή διεξαγωγή των παραγωγικών δραστηριοτήτων, αλλά το ζήτημα είναι πώς «μπορούν να διαμορφωθούν για να εξυπηρετήσουν στην πραγματικότητα τον σκοπό τους να παράγουν αξία».
Η αναδρομή στην έννοια της αξίας ξεκινά με τους Μερκαντιλιστές, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η πιο παραγωγική τάξη ήταν οι έμποροι, διότι αυτοί έφερναν χρυσό στο κράτος, ώστε αυτό να διεξάγει πολέμους και να επεκταθεί. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στους Φυσιοκράτες, οι οποίοι πίστευαν ότι η πιο παραγωγική τάξη είναι οι αγρότες. Η ανάπτυξη της Φυσιοκρατίας ξεκίνησε με τον Κενέ (Francois Quesnay) τον 18ο αιώνα, μια εποχή που η αγροτική τάξη βρισκόταν σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση. Ο Κενέ και άλλοι στοχαστές που βρίσκονταν στο ίδιο πλαίσιο με αυτόν, όπως ο Turgot, έδωσαν επιχειρήματα στους αριστοκράτες γαιοκτήμονες, ώστε οι τελευταίοι να «αντιμετωπίσουν» τη νεοφυή τάξη των εμπόρων. Η απάντηση στο τι ακριβώς είναι η αξία εξαρτάται από την εποχή και το ιστορικό πλαίσιο, την κοινωνική τάξη, τις πολιτικές απόψεις και γενικότερα το περιβάλλον του ατόμου που κρίνει.
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στα Κλασικά Οικονομικά, τα οποία ξεκινούν κυρίως με τον Adam Smith και άλλους μεγάλους στοχαστές, όπως ο David Ricardo και ο Karl Marx. Αυτό το ρεύμα σκέψης φέρνει στο επίκεντρο την εργασία και είναι απολύτως λογικό, καθώς εκείνη την εποχή ξεκινά και η εκβιομηχάνιση των οικονομιών από την Αγγλία. Εντός του ορίου παραγωγής, σύμφωνα με το συγκεκριμένο ρεύμα, βρίσκονται ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας, που δεν περιλαμβάνει την Κυβέρνηση, τις υπηρεσίες ή την οικιακή εργασία. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον Καρλ Μαρξ, ο οποίος, αν και έπεσε έξω στο μεγαλύτερο μέρος των λεγομένων του, διατύπωσε πρώτος ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχών μετασχηματισμών, θέση που αποδέχονται και σύγχρονοι διανοητές. Όσον αφορά το όριο παραγωγής, ο Marx συμφωνούσε μεν με τον Adam Smith και τον David Ricardo στο ότι τα νοικοκυριά και το κράτος είναι μη παραγωγικοί τομείς, όμως θεωρούσε ότι ο τριτογενής τομέας βρισκόταν εντός του ορίου παραγωγής, είναι δηλαδή ένας παραγωγικός κλάδος που παράγει αξία. Όμως για τον Marx, το όριο παραγωγής δεν καθορίζεται τόσο από κλάδους και επαγγέλματα όσο από το αν μία δραστηριότητα δημιουργεί κέρδος, δηλαδή υπεραξία, για το κεφάλαιο.
Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται η μετάβαση από τα Κλασικά Οικονομικά σε μία νεότερη γενιά στοχαστών, όπως ο Walras και ο Menger. Αυτοί εισήγαγαν την έννοια της «οριακής χρησιμότητας», ενός διανοητικού εργαλείου που διδάσκεται ακόμη και σήμερα στα τμήματα Οικονομικών Επιστημών. Η οριακή χρησιμότητα δηλώνει ότι «όλο το εισόδημα αποτελεί επιβράβευση για ένα παραγωγικό εγχείρημα». Από αυτό προκύπτει πως οι τιμές των αγαθών ορίζονται με βάση την αξία που αντλούν οι αγοραστές από τη χρήση τους, πράγμα που καθιστά την έννοια της αξίας υποκειμενική και τον καθορισμό του ορίου παραγωγής πιο ασαφή. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα είναι ότι το όριο παραγωγής δεν είναι σαφές και πολλές μη παραγωγικές δραστηριότητες (δηλαδή μη δεδουλευμένο εισόδημα) ή δραστηριότητες εξόρυξης αξίας υπολογίζονται στο ΑΕΠ, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Στην αρχή του κεφαλαίου πραγματοποιείται μία αναδρομή στους στοχαστές που έθεσαν τα θεμέλια για τη δημιουργία των εθνικών συστημάτων λογαριασμών, προκειμένου να κατανοήσει ο αναγνώστης όλα τα συστατικά από τα οποία αποτελείται το ΑΕΠ, ακόμη και αν δεν είναι ειδικός. Για την Mazzucato, η πιο σημαντική «υπερπήδηση» του παραγωγικού ορίου έγκειται στον υπολογισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα στο ΑΕΠ.
Το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου εξετάζει επομένως ακριβώς αυτό το θέμα: την ανάδυση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την ένταξή του εντός του ορίου παραγωγής. Η ιστορική αναδρομή ξεκινά τη δεκαετία του 1970, όπου οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες ήταν ρυθμισμένες από το κράτος, με την ιδέα ότι το να λειτουργούν ανεξέλεγκτα ελλοχεύει κινδύνους. Με το πέρασμα των ετών, λοιπόν, υιοθετήθηκε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έδωσαν μεγάλη ευελιξία στον συγκεκριμένο τομέα, κάνοντάς τον ένα από τα πιο σημαντικά μέρη των σύγχρονων οικονομικών συστημάτων.
Στο πέμπτο κεφάλαιο τίθεται η εξής θέση: ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι εγγενώς κακός, και δη είναι απαραίτητος, αλλά κριτικά πρέπει να εξεταστεί η επέκτασή του σε δραστηριότητες εξόρυξης αξίας. Στα επόμενα κεφάλαια αντικείμενο είναι ο ίδιος τομέας, αναφορικά με τις άνισες αμοιβές που λαμβάνουν τα διευθυντικά του στελέχη και τον αντικειμενικό του σκοπό, που είναι η μεγιστοποίηση των κερδών για τους μετόχους (αυτό συμβαίνει με κάθε εταιρεία, εδώ, όμως, το πρόβλημα είναι ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ωθούνται στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και δεν παράγουν αξία). Επίσης, εξετάζονται οι επιβραβεύσεις που λαμβάνουν οι επενδυτές επικαλούμενοι το ρίσκο που αναλαμβάνουν, ενώ στην πραγματικότητα η πλειοψηφία των καινοτομιών – ειδικά στον τεχνολογικό τομέα – αναλαμβάνεται από το κράτος, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη ότι ο δημόσιος τομέας υπάρχει απλά «για να θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού» και όχι για να συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, η συγγραφέας θέτει τις δικές της προτάσεις και τονίζει πως θα πρέπει να υπάρξει ένας ανοιχτός διάλογος σχετικά με την αξία, προκειμένου να κατανοήσουμε βαθύτερα τις αιτίες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και άλλων παρόμοιων κρίσεων, για να μην επαναληφθούν και για να μπορέσουν οι δημόσιες πολιτικές να έχουν πραγματικό αντίκτυπο στις αγορές. Ο διάλογος αυτός θα οδηγήσει στη σωστή οριοθέτηση του ορίου παραγωγής και σε έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο υπολογισμού του ΑΕΠ, ο οποίος μπορεί να συμβάλει πραγματικά στην προώθηση των δραστηριοτήτων που παράγουν αξία και δεν την εξορύσσουν.