Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Η χρονιά που διανύουμε είναι χωρίς αμφιβολία μια ευκαιρία για να μελετήσει κανείς περισσότερο την Ελληνική Επανάσταση. Στα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από την έναρξη του Αγώνα, πολλές απόψεις έχουν κατά καιρούς ακουστεί για την περίοδο εκείνη, τα επιτεύγματα και τις αστοχίες της Επανάστασης, αλλά και το πώς αυτή επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του ελληνικού κράτους. «1821 – Από την Επανάσταση στο Κράτος» τιτλοφορείται το νέο πόνημα δώδεκα διακεκριμένων ιστορικών που σας παρουσιάζουμε σήμερα και μας υπόσχεται μια αναδρομή στα 100 χρόνια μετά την Επανάσταση, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά μιας κριτικής αποτίμησης για όσες επιδιώξεις πραγματώθηκαν, όσες προσδοκίες διαψεύστηκαν και όσα (ομολογουμένως πολλά και ενδιαφέροντα) ιστορικά γεγονότα παρεμβλήθηκαν σε αυτό το διάστημα.
Το νέο αυτό πόνημα κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2021 από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. Την επιμέλεια του έργου ανέλαβαν η Κωνσταντίνα Μπότσιου, επιμελήτρια εν συνόλω της σειράς Σύγχρονη Ιστορία των εκδόσεων, και ο Σωτήρης Ριζάς. Αν και οι συστάσεις για τους δύο αυτούς ακαδημαϊκούς περιττεύουν, αξίζει να αναφερθεί ότι η Κωνσταντίνα Μπότσιου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια και Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ενώ ο Σωτήρης Ριζάς είναι Διευθυντής Ερευνών και Διευθύνων του Κέντρου Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Μαζί με αυτούς, στο συλλογικό έργο συμμετέχουν δέκα ακόμη γνωστά ονόματα του ακαδημαϊκού χώρου, που θα δούμε στη συνέχεια.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις πτυχές του θέματος. Η πρώτη πτυχή τιτλοφορείται «Κράτος, Θεσμοί και η «έξοδος» από τα Βαλκάνια: Βίοι παράλληλοι». Το πρώτο κείμενο σε αυτήν την ενότητα υπογράφει ο Κώστας Κωστής, ο οποίος προβαίνει σε μια αποτίμηση της διαμόρφωσης του κράτους. «Κάθε εθνική περίπτωση διαμόρφωσης του κράτους αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση», αναφέρει ο έγκριτος ακαδημαϊκός, δίνοντας μια εύγλωττη εικόνα για το πώς η Ελλάδα πέρασε από ένα αυτοκρατορικό (λόγω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) σε ένα νεωτερικό μοντέλο κράτους. Αυτή η διαδικασία, εξηγεί ο ερευνητής, περνά από πολλές δυσκολίες στην επαναστατημένη Ελλάδα, καθώς πρώτες ενδείξεις ότι υπάρχουν στοιχεία σύγχρονου κράτους (τα οποία κατονομάζονται ως Εδαφικότητα, Έλεγχος των μέσων βίας, Απρόσωπη μορφή εξουσίας και Νομιμότητα) εμφανίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα, και όχι ακόμη στην τέλεια μορφή τους. Στην ίδια ενότητα, τη σκυτάλη παίρνει ο Σωτήρης Ριζάς. Εκκινώντας από τα παραδοσιακά σώματα λήψης αποφάσεων στα επαναστατικά χρόνια, ο συγγραφέας αναλύει την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών, καθώς το νέο ελληνικό κράτος περνά από τη Μοναρχία στη Συνταγματική Μοναρχία, αποκτά Δημοκρατία και φτάνει στην Αρχή της Δεδηλωμένης, κομβικό σημείο στο οποίο τα τοπικά σώματα αρχίζουν να αφομοιώνονται από τον ραγδαία αναπτυσσόμενο κοινοβουλευτισμό.
Στη συνέχεια, η Κωνσταντίνα Μπότσιου αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των λαών των Βαλκανίων, οι οποίοι, παρά ορισμένες συντονισμένες ενέργειες, δεν κατάφεραν να συμμαχήσουν εν γένει για να προωθήσουν από κοινού τα συμφέροντά τους, σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν σίγουρα τον πρώτο λόγο, αλλά και τα μικρότερα κράτη μπορούσαν να θέσουν τις δικές τους διεκδικήσεις. Οι συγκρούσεις και τα αντιμαχόμενα συμφέροντα στα Βαλκάνια απέδωσαν επάξια σε αυτά τον χαρακτηρισμό «Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» και έδειξαν ότι ο δρόμος της Ελλάδας έπρεπε να «εξέλθει» από τα Βαλκάνια για να περάσει προς την Ευρώπη. Η πρώτη πτυχή κλείνει με το άρθρο των Αδαμαντίου Συρμαλόγλου και Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, που αφορά τη φορολογική πολιτική. Από ένα τοπικό σύστημα που επέτρεπε μέχρι και ενοικίαση των φόρων στα χρόνια μετά την Επανάσταση, το κείμενο αυτό διέρχεται από την επιβολή της ΔΟΕ το 1898, με την εισροή ξένων πρακτικών, και φτάνει στη σημαντική μεταρρύθμιση του 1910, όπου επιβλήθηκε γενικός φόρος επί των εσόδων και προοδευτικός επί των κληρονομιών.
Η δεύτερη πτυχή που αναλύεται στο βιβλίο τιτλοφορείται «Μεγάλη Ιδέα: Η “Μέθοδος των Τριών” – Στρατός, Ιδεολογία, Εξωτερική πολιτική». Το πρώτο κείμενο της ενότητας ανήκει στον Δημήτρη Μαλέση και πραγματεύεται τη Μεγάλη Ιδέα σε συνάρτηση με τους πόρους και τις ενέργειες που κινητοποιήθηκαν για την πραγμάτωσή της, μέχρι την τελική της εγκατάλειψη και τη συνειδητοποίηση ότι ακόμη και η εν μέρει επιτυχία του 20ού αιώνα είχε αφήσει πίσω της μεγάλες απώλειες και οπισθοδρομήσεις. Στη συνέχεια, ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος πραγματοποιεί μια οικονομική ανάλυση της Μεγάλης Ιδέας, αναλύοντας τους διαθέσιμους πόρους, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους η πραγμάτωση του ονείρου αυτού επηρέασε την οικονομική πολιτική, και εκφράζοντας την άποψη ότι στη διαδικασία αυτή υπάρχουν πλείστα μαθήματα για τους σύγχρονους οικονομολόγους.
Τη σκυτάλη παίρνει ο Γιώργος Καλπαδάκης, ο οποίος στο κείμενό του πραγματοποιεί μια αναδρομή στις γεωπολιτικές βλέψεις του Καποδίστρια για ένα ομοσπονδιακό ελληνικό κράτος, που θα μπορούσε να διαδεχτεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία σταδιακά κατέρρεε. Όμως, παρά τις διαφαινόμενες προοπτικές μετά τη θριαμβευτική Ναυμαχία του Ναβαρίνου, το γεγονός ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν αρεστός στην Αγγλία, λόγω των σχέσεών του με τη Ρωσία, έθεσε αυτές του τις βλέψεις στο περιθώριο. Στο τελευταίο κείμενο της ενότητας, ο Μανόλης Κούμας προβαίνει σε μια ανάλυση των σχέσεων της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, σε ό,τι αφορά την προώθηση της Μεγάλης Ιδέας. Τόσο λόγω της αποσταθεροποίησης που έδειχνε να φέρνει αυτή η επιθυμία του ελληνικού κράτους όσο και λόγω του ότι κάθε Δύναμη είχε διαφορετικά συμφέροντα, δεν κρίθηκε δυνατόν να τεθεί κάποιο από αυτά τα κράτη σε θέση να προωθήσει τις ελληνικές διεκδικήσεις, παρά μόνο ως έναν βαθμό την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου και των εύστροφων διπλωματικών του ελιγμών.
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Θεσμοί, Κοινωνία, Ταυτότητα: Η “Οδύσσεια” της εθνικής ολοκλήρωσης». Στο πλαίσιο αυτού, το κείμενο του Θανάση Χρήστου αναλύει ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής, από τα επαναστατικά χρόνια, την ίδρυση του πρώτου Πανεπιστημίου, τις καινοτομίες των Βαυαρών την περίοδο 1833-1837 και μέχρι τις απαρχές του αστικού εκσυγχρονισμού του κράτους. Τα νομοθετήματα για την εκπαίδευση, κατά την άποψη του συγγραφέα, δείχνουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον των επαναστατημένων Ελλήνων για το θέμα, αλλά και ένα διαχρονικό αίτημα κοινωνικής κινητικότητας μέσω της εκπαίδευσης. Συνεχίζοντας, η Ελπίδα Βόγλη ασχολείται με το ζήτημα της ιθαγένειας και της ελληνικής ταυτότητας που ταλανίζει μέχρι και σήμερα τους Έλληνες, όπως αυτό προσδιορίστηκε από μια σειρά γεγονότων και αντιφάσεων, τις διαμάχες αυτοχθόνων – ετεροχθόνων, τις ενσωματώσεις νέων περιοχών, της αλυτρωτικής ιδεολογίας, αλλά και της επερχόμενης μετανάστευσης. Κατόπιν, ο αναγνώστης διαβάζει το κείμενο του Νικόλαου Αναστασόπουλου, ο οποίος αναφέρεται στο πρόβλημα της ληστείας, το οποίο ταλαιπώρησε έως και το 1932 το ελληνικό κράτος. Η έρευνα για το θέμα αυτό έχει σαφείς κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, καθώς αντικατοπτρίζει την κατάσταση στις αγροτικές περιοχές που συνυπήρχαν με τους ληστές, αλλά δείχνει και πώς το ίδιο το κράτος ανέπτυσσε πελατειακές σχέσεις μαζί τους, χωρίς να υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο μελέτης και εξόντωσης του φαινομένου. Στο τελευταίο κείμενο, ο Θανάσης Μπαρλαγιάννης παρουσιάζει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση για το σύστημα υγείας στην Ελλάδα, το πώς επηρεάστηκε από ξένες συνεισφορές, όπως και από τον Καποδίστρια, και το πώς τελικά εξελίχθηκε πάνω σε ένα μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που, φυσικά, σχετιζόταν με την απαίτηση των στρατιωτών, οι οποίοι αναγκάζονταν συχνότατα να πολεμήσουν, να υπάρχει μία εξασφάλιση για τις οικογένειές τους σε περίπτωση που τους συμβεί το μοιραίο.
Το ενδιαφέρον αυτό πόνημα απευθύνεται κυρίως σε επιστήμονες και σπουδαστές των οικείων αντικειμένων, στους οποίους το δίχως άλλο έχει να δώσει πολλές χρήσιμες πληροφορίες, αλλά και να προσφέρει πλήθος επιχειρημάτων και προβληματισμών. Ο κριτικός αναστοχασμός για την Επανάσταση του 1821 είναι βέβαιο ότι δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στον εορτασμό των 200 χρόνων της, αλλά σε κάθε περίπτωση, αξίζει να γράφονται και να διαβάζονται τέτοια έργα, διότι μας δείχνουν τι έγινε στο παρελθόν, μας προβληματίζουν για το τι βιώνουμε σήμερα και μας κάνουν να σκεφτούμε για το μέλλον.