Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Η Λέα Μαλένη, 20 χρόνια μετά επιστρέφει με τα «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» αυτή τη φορά όχι ως πρωταγωνίστρια αλλά ως σκηνοθέτης, δίνοντας τη δική της ξεχωριστή ματιά στο έργο του Μέντοφ. Σαραντα-δύο χρόνια μετά το πρώτο του θεατρικό ανέβασμα και τριαντα-πέντε χρόνια μετά τη σαρωτική επιτυχή μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, πραγματεύεται ακόμα τις σχέσεις των ανθρώπων και την αγωνιώδη προσπάθειά τους για επικοινωνία. Η μη ικανότητα του ακούειν δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της κλειστής, απομονωμένης κοινωνίας των κωφών. Οι άνθρωποι, με ή χωρίς απώλεια ακοής, βρίσκονται καθημερινά σε έναν αέναο, απεγνωσμένο αγώνα να ακούσουν πραγματικά ο ένας τον άλλο. Αυτό που κάνει το βραβευμένο με Tony έργο του Μαρκ Μέντοφ σκληρό αλλά και συνάμα συγκινητικό, είναι πως χτυπάει το καμπανάκι της ξεχασμένης ανθρωπιάς μας.
Το έργο: Ο Τζέιμς Λιντς εργάζεται ως καθηγητής λογοθεραπείας σε ένα σχολείο για κωφά άτομα, ως ειδικός για τα άτομα με προβλήματα στην ακοή και στην ομιλία. Στο σχολείο αυτό, γνωρίζει την κωφή νεαρή Σάρα, που δουλεύει ως επιστάτρια. Η κοπέλα έχει μια ιδιαίτερα δυναμική προσωπικότητα, που του κεντρίζει αμέσως το ενδιαφέρον. Αυτό το ενδιαφέρον του μετατρέπεται γρήγορα σε έρωτα, οπότε και προσπαθεί να εφαρμόσει όσα γνωρίζει στην επιστήμη του στην καθημερινή του ζωή. Η Σάρα βρίσκεται στο περιθώριο, βιώνοντας κοινωνικό αποκλεισμό και απόρριψη ακόμα και από τους δικούς της ανθρώπους, γι’ αυτό και κλεισμένη στη σιωπή της, αρνείται να γνωρίσει καλύτερα τον «φυσιολογικό» κόσμο που τόσο την έχει πληγώσει. Αυτός ο έρωτας είναι που τείνει να ενώσει τους δύο ανθρώπους και κόσμους. Ο Τζέιμς, όμως, με την επιμονή του να κάνει τη Σάρα να μιλήσει, εφαρμόζοντας έτσι τους προσωπικούς στόχους του, την πιέζει και την κάνει να νιώσει μονάχα οίκτο. Η σχέση των πρωταγωνιστών γίνεται ολοένα και χειρότερη, με τη Σάρα να αποφασίζει να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι, για να συμφιλιωθεί με τη μητέρα της. Ο Τζέιμς, όμως, δεν έχει σκοπό να το βάλει κάτω και επιχειρεί να την ξανακερδίσει.
Άξιο αναφοράς είναι πως τον ρόλο της Σάρας υποδύθηκε και η σπουδαία ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη στην τελευταία της παράσταση. Χτυπημένη από τον καρκίνο και χωρίς φωνητικές χορδές η ίδια η Λαμπέτη αναφέρει πως «Θέλω οι κωφάλαλοι που θα με βλέπουν από την πλατεία να ξεχνάνε πως είμαι θεατρίνα και νομίζουν πως είμαι και εγώ κωφάλαλη». Αυτό το έργο ξαναζωντανεύουν οι ακόλουθοι ηθοποιοί υπό την καθοδήγηση της σκηνοθέτριας και συνεργάτριας τους Λέας Μαλένη: Σαββίνα Γεωργίου, Αλέξανδρος Μαρτίδης, Στέλιος Καλλιστράτης, Μαρίλια Χαριδήμου, Τάριελ Μπερίτζε, Έλενα Χειλέτη και Δήμητρα Δημητριάδου. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 25 Νοέμβριου στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας όπου και εισέπραξε την αγάπη και το χειροκρότημα του κοινού και θα συνεχίσει την πορεία της στον Τεχνόχωρο της ΕΘΑΛ για συγκεκριμένο αριθμό παραστάσεων.
Κλείνοντας, στα χρόνια που διανύουμε, οι άνθρωποι γίνονται σκληροί και αδυσώπητοι. Γίνονται άτεγκτοι, παρουσιάζονται τυφλοί και μουδιασμένοι στην επικοινωνία τους, με αποτέλεσμα να γίνονται όλο και περισσότερο απόμακροι και η επικοινωνία τους να φθίνει και να γίνεται όλο και λιγότερο «χειροπιαστή». Σε αυτόν τον κόσμο, που όλο και περισσότερο ωθεί στην απομόνωση, τον κάθε μορφής εγκλεισμό και όπου στερούμαστε όλοι τη ζωντανή επαφή, υπέρ ίσως της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, υπάρχει πιο κρίσιμη η ανάγκη από ποτέ να «ακούσουμε» ο ένας τον άλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- EHK, Ένωση Ηθοποιών Κύπρου, διαθέσιμο εδώ.
- “Σάρα” : Η τελευταία παράσταση της Έλλης Λαμπέτη, theatrikaprogrammata.gr, διαθέσιμο εδώ.