Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Ο πρώτος γύρος των εκλογών ανάδειξης νέου Προέδρου του Κινήματος Αλλαγής είχε νικητές, ηττημένους και ένα σαφές μήνυμα που διατυπώθηκε διά της ψήφου των μελών και των φίλων του κόμματος. Ένα μήνυμα, όμως, που στέκει εν μέσω ενός ομιχλώδους τοπίου.
Ο πρώτος «νικητής» είναι αυτή καθαυτή η διαδικασία. Το ΚΙΝΑΛ, τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα και με δημοσκοπικά ποσοστά που μόλις τον τελευταίο μήνα έφτασαν σε διψήφιο νούμερο, κατόρθωσε, εν μέσω πανδημίας, και λίγες εβδομάδες προ των Χριστουγέννων να διοργανώσει μία άρτια διαδικασία, η οποία προσέλκυσε περίπου 270.000 ψηφοφόρους, πολύ περισσότερους απ’ ό,τι η αντίστοιχη, του 2017. Επιβεβαιώνεται εκ νέου ότι οι ρίζες του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική κοινωνία είναι πολύ βαθιές και οι προσπάθειες ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να διαμοιράσουν τα εναπομείναντα ιμάτιά του μόνο εύκολες δεν είναι. Ειδικά, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης οφείλει να προβληματιστεί έντονα για το γεγονός ότι ο χώρος, που εν πολλοίς λεηλάτησε την προηγούμενη δεκαετία, αντιστέκεται και έχει τη δυνατότητα να διοργανώνει ανοιχτές εκλογές ανάδειξης ηγεσίας που προσελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους, εν αντιθέσει με το πρώτο το οποίο ακόμη και σήμερα δεν τολμά να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία για το ανάλογο ζήτημα. Η εμπέδωση της νοοτροπίας και της πρακτικής της «δια βοής» νομιμοποίησης της μονοκρατορίας του Αλέξη Τσίπρα μέσω απολύτως ελεγχομένων «διεκπεραιωτικών» συνεδρίων είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό μικρού, φοβικού κόμματος με αυταρχικές αντιλήψεις.
Στο επίπεδο των υποψηφίων Προέδρων, δεν χωρεί αμφιβολία για το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θριάμβευσε εκλογικά, κατακτώντας με ιδιαίτερη άνεση την πρώτη θέση, διπλασιάζοντας σε απολύτους αριθμούς τις ψήφους που είχε λάβει το 2017, εξασφαλίζοντας μία διαφορά από τον δεύτερο Γιώργο Παπανδρέου, που τον καθιστά το απόλυτο φαβορί του δευτέρου γύρου. Καίτοι η αίσθηση που επικρατούσε ήταν ότι ο Ν. Ανδρουλάκης δεν θα ευνοούταν από την τεράστια συμμετοχή, η οποία θα «έσπαγε» τους προσωπικούς μηχανισμούς, απεδείχθη ότι ο δικός του ήταν τόσο «καλολαδωμένος» που όχι μόνο ανταπεξήλθε στη μαζική προσέλευση, αλλά τελικά μάλλον την επεδίωξε…
Μεγάλος χαμένος, και μάλιστα με σοκαριστικό για τον ίδιο και τους πιστούς του τρόπο, ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου. Ο ίδιος και όλο το σύστημά του είχαν τις τελευταίες ημέρες ανεβάσει τον πήχη όχι μόνο στην κατάκτηση της πρώτης θέσης, αλλά και στην εξασφάλιση της προεδρίας από την πρώτη Κυριακή! Ήταν ο πρώτος που έσπευσε να ζητήσει παράταση της ψηφοφορίας, ενώ η αίσθηση σιγουριάς που εξέπεμπε καθ’ όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής της ψηφοφορίας το επιτελείο του οδηγούσε σε εκτιμήσεις για ποσοστά που, αν δεν εξασφάλιζαν τη νίκη από τον πρώτο γύρο, θα τον προικοδοτούσαν με ένα ποσοστό πέριξ του 40%. Εν τέλει, ο ίδιος κατάφερε να περάσει οριακά στον δεύτερο γύρο και πλέον καλείται να επιτύχει όχι μόνο την υπέρβαση, αλλά ένα εκλογικό «θαύμα», δεδομένου ότι υπολείπεται κατά πολύ του Ανδρουλάκη, την ίδια στιγμή που οι δεξαμενές άντλησης ψήφων από υποστηρικτές των αποκλεισμένων υποψηφίων του πρώτου γύρου φαίνεται να μην είναι ανοιχτές, τουλάχιστον όσο ανέμενε.
Μέχρι την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές, ουδείς εκ των ανθυποψηφίων του είχε ανοίξει τα χαρτιά του σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει την προσεχή Κυριακή, πλην του Χάρη Καστανίδη, ο οποίος καίτοι εγγύτερα ιδεολογικοπολιτικά στον Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι δεν θα στηρίξει επίσημα κάποιον υποψήφιο στις επαναληπτικές εκλογές. Απ’ όσα γνωρίζουμε όμως, μέχρι στιγμής, και από τις πρώτες ενδείξεις που μας δίνουν οι αντιδράσεις των υπολοίπων, πιθανότερο θα πρέπει να θεωρείται ότι ο Ανδρέας Λοβέρδος θα συμπαραταχθεί με τον Ανδρουλάκη μιας και το χάσμα μεταξύ του ιδίου, αλλά και της βάσης των υποστηρικτών του με τους νέο-παπανδρεϊκούς είναι πολύ μεγάλο.
Ομοίως, ο Παύλος Χρηστίδης, ακούγεται ότι στέργει στην ανάγκη της σύμπτυξης ενός «μετώπου νέας γενιάς» κι έτσι αναμένεται να στηρίξει επίσης τον Ανδρουλάκη, κάτι που για τους παροικούντες την πράσινη Ιερουσαλήμ αποτελεί μεγάλη υπέρβαση, καθότι λαμβάνει χώρα μετά από μια χρόνια πολιτική και προσωπική διαμάχη των δύο νεοτέρων διεκδικητών της αρχηγίας. Ο Παύλος Γερουλάνος, από πλευράς του, μπορεί να έχει συνδέσει το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής του διαδρομής με τον Γ. Παπανδρέου, πλην όμως τα τελευταία χρόνια έχει αυτονομηθεί, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την άρνησή του να ακολουθήσει τον πρώην Πρωθυπουργό στο απονενοημένο διάβημα της ίδρυσης του ΚΙΔΗΣΟ το 2015. Παραμένοντας ένα φρέσκο πρόσωπο της πολιτικής, με προοδευτικό και εκσυγχρονιστικό πολιτικό πρόσημο στις παρεμβάσεις του και διατηρώντας τις φιλοδοξίες του, μοιάζει εγγύτερα στον Ανδρουλάκη παρά στο πάλαι ποτέ πολιτικό του μέντορα.
Στους ηττημένους των εκλογών λογίζεται και ο Ανδρέας Λοβέρδος. Ξεκίνησε πρώτος, εδώ και ένα χρόνο, τον προεκλογικό του αγώνα, γύρισε δύο φορές όλη τη χώρα, τοποθετήθηκε με σαφήνεια επί σειρά σημαντικών θεμάτων και απόλαυσε την πρωτιά των δημοσκοπήσεων, έστω και αν ήταν γνωστό σε όλους ότι αυτές διενεργούνταν επί κινουμένης εκλογικής άμμου. Πλήρωσε την απουσία σκληρού μηχανισμού πανελλαδικής εμβέλειας με τη μαζική προσέλευση ψηφοφόρων να μην καθίσταται ικανή να επιτελέσει την υπέρβαση αυτών που διαθέτουν Ανδρουλάκης και Παπανδρέου. Έτσι και έμεινε εκτός δεύτερης Κυριακής για πολύ λίγο, διατηρώντας σε κάποιον βαθμό τον ρυθμιστικό ρόλο της επομένης ημέρας.
Από το δεύτερο γκρουπ δυναμικότητας, είναι κατ’ αρχάς φανερό ότι και οι τρεις υποψήφιοι κινήθηκαν χαμηλότερα από τα ποσοστά που ανέμεναν, τόσο βάσει δημοσκοπήσεων όσο και βάσει της διευρυμένης συμμετοχής πολιτών στις εκλογές, η οποία θεωρητικά έδινε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που αναζητούσαν μία λιγότερο συστημική επιλογή να τους στηρίξουν. Μέχρι τώρα φαίνεται να εξασφαλίζει την τέταρτη θέση ο Παύλος Χρηστίδης, που θεωρείται βέβαιο ότι θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο την επαύριον της εκλογικής αναμέτρησης. Μάχη για να αποφύγουν την τελευταία θέση δίνουν Καστανίδης και Γερουλάνος, με τον πρώτο να κάνει μία «μίνι» επίδειξη δύναμης μόνο και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν απεσύρθη υπέρ του Παπανδρέου, όπως υπολόγιζαν οι περισσότεροι, και τον δεύτερο, επίσης με κατοχυρωμένη τη διακριτή του παρουσία, να στρέφει το βλέμμα του στην προετοιμασία της καθόδου στις βουλευτικές εκλογές, στην Α΄ Αθηνών, αν και με δεδομένο ότι ο Κώστας Σκανδαλίδης στήριξε τον Ανδρουλάκη, τα πράγματα θα είναι περίπλοκα…
Στη δημόσια σφαίρα, οι περισσότερες αναφορές στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ χαρακτηρίζονται από αισιοδοξία για το μέλλον του κόμματος, λόγω της τεράστιας συμμετοχής και της διαφαινόμενης αλλαγής γενιάς στην ηγεσία της παράταξης. Δυστυχώς, αυτή η προσέγγιση είναι εξόχως επιφανειακή. Και αυτό διότι στις εκλογές της 5ης Δεκεμβρίου, μεταξύ των ηττημένων συγκαταλέγεται και η ουσιαστική πολιτική πρόταση: Ο Νίκος Ανδρουλάκης, διεξήγαγε μία προεκλογική εκστρατεία εκνευριστικά στρογγυλεμένη, απολύτως προσηλωμένη στην τακτική της διαχείρισης των εσωκομματικών ισορροπιών, ιδεολογικοπολιτικά και προγραμματικά απονευρωμένη. Κι όμως κατετάγη πρώτος με χαρακτηριστική άνεση, λόγω του προσωπικού εσωκομματικού μηχανισμού του και της απολιτίκ προσέγγισης, η οποία θεωρεί τη χρονολογία γέννησης και την εικόνα ως εχέγγυα ανανέωσης.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, αντιμετώπισε για ακόμη μία φορά τη Δημοκρατική Παράταξη, με την ιδιοκτησιακή λογική που διέπει τους εκπροσώπους της εν Ελλάδι «κληρονομικής δημοκρατίας». Ουδέποτε αισθάνθηκε την ανάγκη να προβεί σε μία – στοιχειώδη έστω – αυτοκριτική των πεπραγμένων του. Δεν είπε τι έκανε λάθος κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, με αποτέλεσμα «να φύγει νύχτα». Δεν είπε ποια τα σφάλματά του, που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική, αλλά και οικονομική χρεοκοπία. Δεν ζήτησε συγγνώμη για τη διάσπαση του κόμματος λίγες ημέρες πριν τις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2015, έχοντας το θράσος να προσποιείται περίπου ότι το ΚΙΔΗΣΟ δεν υπήρξε ποτέ. Είχε την απαίτηση, με τη Φώφη Γεννηματά να χαροπαλεύει, να πλασάρει τον εαυτό του ως εγγυητή της ενότητας, προκειμένου να προσπαθήσει να πείσει τους άλλους υποψηφίους να κάνουν πίσω, προκειμένου να καταλάβει δια περιπάτου την ηγεσία! Απαξίωσε τους άλλους υποψηφίους Προέδρους και τη βάση της Παράταξης, αρνούμενος να παραστεί στο debate. Κι όμως κατάφερε – έστω και με την ψυχή στο στόμα – να καταταγεί δεύτερος και να διατηρεί θεωρητικά ελπίδες για νίκη στις 12 Δεκεμβρίου. Γιατί; Διότι διαθέτει, επίσης, προσωπικό μηχανισμό και εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τη βαθιά συντηρητική αντίληψη ότι, επειδή κάποιος είναι απόγονος ενός μεγάλου πολιτικού και φέρει το επώνυμό του, αυτομάτως έχει τις ίδιες ικανότητες με εκείνον και αυτονόητα παίρνει τη θέση του στην κορυφή της ιεραρχίας.
Αντιθέτως, οι δύο υποψήφιοι που μίλησαν κατ’ εξοχήν πολιτικά και διατύπωσαν ξεκάθαρες θέσεις, ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Πάυλος Γερουλάνος ηττήθηκαν. Ο πρώτος έμεινε εκτός επαναληπτικού γύρου και ο δεύτερος φλερτάρει ακόμα και με την τελευταία θέση. Ο Α. Λοβέρδος, από την πρώτη στιγμή, έθεσε ένα σαφές ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου ενέταξε μείζονα ζητήματα, όπως η εξωτερική πολιτική, η μετανάστευση, η ασφάλεια. Τοποθετήθηκε δε κρυστάλλινα απέναντι στο οργανωτικό ζήτημα, λαμβάνοντας θέση υπέρ της κατάργησης του ΚΙΝΑΛ και της επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ. Ο Π. Γερουλάνος, επίσης, υποστήριξε την επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και επεξεργάστηκε και δημοσιοποίησε ένα πρόγραμμα που αποτελεί ολοκληρωμένη κυβερνητική πρόταση.
Εν τέλει, οδηγούμαστε σε μία κατάσταση όπου ο Ν. Ανδρουλάκης αποτελεί την επιλογή που συνοψίζεται στη φράση «το μη χείρον βέλτιστον». Η εκλογή του, παρά τις σημαντικές του αδυναμίες, είναι σαφώς προτιμότερη από την παλινόρθωση του Παπανδρέου, η οποία θα αποτελούσε ύβρη απέναντι στους ανθρώπους εκείνους που παρέμειναν στο ΠΑΣΟΚ στα δύσκολα, ανεξαρτήτως Προέδρου, και θα εξέπεμπε το μήνυμα ότι γι’ αυτό το κόμμα δεν υπάρχει πλέον σωτηρία. Έστω κι έτσι, η ήττα της οικογενειοκρατίας είναι ένα θετικό βήμα. Οι μέρες που έρχονται, όμως, για τον πολιτικό αυτό χώρο μόνο εύκολες δεν είναι…