Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Με ένταση ολοκληρώθηκε το έργο της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την Ανάπτυξη της Θράκης, καθώς ο βουλευτής Ξάνθης του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Χουσεΐν Ζεϊμπέκ, προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Η Τουρκία είναι ένα κοσμικό κράτος. Η Ελλάδα δεν είναι ένα κοσμικό κράτος. Υπάρχει επίσημη θρησκεία εδώ. Στην Τουρκία ποτέ δεν ανοίγει ούτε το Κοινοβούλιο ούτε τα σχολεία με το Κοράνι». Όπως είναι φυσικό για μία τέτοιου είδους τοποθέτηση στο ελληνικό Κοινοβούλιο, η αντίδραση προήλθε από τον βουλευτή Ροδόπης του κυβερνώντος κόμματος, Ευριπίδη Στυλιανίδη, ως εξής: «Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα δεν είναι κοσμικό κράτος, είναι τραγικός ισχυρισμός. Η έννοια «επικρατούσα θρησκεία» και όχι «επίσημη θρησκεία», ταυτίζει την ορθόδοξη ανατολική εκκλησία με τον λαό και όχι με το κράτος. Υπάρχει ανεξιθρησκεία, υπάρχει κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα θρησκευτική ελευθερία, υπάρχει σεβασμός σε όλα τα δόγματα που θα διαβούν στον ελλαδικό χώρο».
Το προαναφερθέν ζήτημα διχοτομείται προς δύο διαφορετικές κατηγορίες ενδιαφέροντος: Η πρώτη συνιστά αυτό που αποκαλείται εθνικό συμφέρον και η δεύτερη σχετίζεται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κρατικής μας οντότητας σε θεσμικό επίπεδο. Ξεκινώντας από τη δεύτερη κατηγορία, η απάντηση δόθηκε άμεσα από τον ίδιο τον Ευρ. Στυλιανίδη, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Ως προς την πρώτη, δεν γίνεται να μη ληφθεί υπόψιν το γιατί ένας αντιπρόσωπος του ελληνικού λαού εκφέρει μία πεποίθηση για τη γείτονα χώρα, η οποία κάνει φανερά τα φιλικώς προσκείμενα αισθήματά του για αυτή και εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τη χώρα, η οποία προσδιορίζει την εθνική του ταυτότητα. Η εξήγηση που μπορεί να δοθεί, έγκειται στο ότι το ζήτημα της μειονότητας στη Θράκη, όσο ξεκάθαρο και να είναι σε νομικό επίπεδο – παρόλο που η Τουρκία εμμένει για το αντίθετο – χρήζει λεπτής μεταχείρισης και προσοχής από την ελληνική πολιτεία, καθότι τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, δεν είναι δυνατόν η θρησκευτική μειονότητα να αμφισβητεί την ελληνικότητα της εθνικής της ταυτότητας, αλλά ούτε και να αμφισβητείται το ταυτοτικό αυτό της στοιχείο από συμπολίτες διαφορετικού θρησκεύματος.
Όταν αυτή η αμφιβολία διατρανώνεται στο συνειδησιακό εκατέρωθεν των Ελλήνων Μουσουλμάνων και των υπολοίπων Ελλήνων – η αντίστιξη εδώ γίνεται για λόγους επεξηγηματικούς και όχι για να ενισχυθεί η αντίθεση στο ενιαίο εθνικό μέτωπο – τότε ευοδώνονται οι στρατηγικές βλέψεις της διαχρονικής μας εξωτερικής απειλής και κοινωνικές πρακτικές που δημιουργούν ένα καθεστώς διακρίσεων. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, έχει συνέπειες τόσο στην καθημερινή ζωή των πολιτών όσο και σε πολιτειακό επίπεδο, όταν πολίτες του ελληνικού κράτους – και μάλιστα κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι – απωλαίνουν την αντίληψη του ανήκειν στην έννομη τάξη, επιδιώκοντας να αποκτήσουν το δικό τους καθεστώς με καθαρά κρατικά χαρακτηριστικά.
Ο κίνδυνος της εν λόγω αντίληψης έχει, ωστόσο, προεκτάσεις και σε ζητήματα εδαφικής ακεραιότητας, εφόσον τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της μειονότητας – και γι’ αυτό άλλωστε αποκαλείται ως τέτοια – δεν συμφωνούν με το πολιτισμικό χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας, που, κατά κανόνα, αποδίδεται στον ελληνισμό, και συγκοινωνούν περισσότερο με τα πολιτισμικά γνωρίσματα της τουρκικής ταυτότητας. Εδώ, δυστυχώς, είναι το εύθραυστο παραθυράκι που εξυπηρετεί τον επεκτατισμό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα χερσαία σύνορα της Δυτικής Θράκης, αλλά και προκαλεί σύγχυση στην κοινή γνώμη για το ότι η μουσουλμανική μειονότητα ταυτίζεται με την ελληνική εθνική ταυτότητα και όσα δικαιώματα και υποχρεώσεις απορρέουν από αυτήν.
Η προβληματική, όμως, επεκτείνεται και στο γιατί ένα κόμμα που εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό ως μείζων αντιπολίτευση, επιτρέπει στα μέλη του τη διατύπωση τέτοιων θέσεων εντός του περιστυλίου της Βουλής, τρέχοντας εκ των υστέρων να καλύψει πρόχειρα τα ξεκάθαρα λεγόμενα του βουλευτή της, με τον Γιώργο Κατρούγκαλο να υποστηρίζει ότι «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα είναι κοσμικό κράτος, .. (ο κ. Ζεϊμπέκ) προφανώς εννοούσε ότι πρέπει να γίνουν βήματα για τον πλήρη προσδιορισμό των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας, με τη σαφή διάκριση των λειτουργικών τους αρμοδιοτήτων». Ο δημόσιος λόγος ενέχει την πολιτική ευθύνη του λάθους, ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε η οποιαδήποτε παρερμηνεία για κάτι που διατυπώθηκε τόσο κοφτά.
Προφανώς και οι βουλευτές δύνανται να εκφράζονται ελεύθερα, βάσει της συνείδησής τους, όμως εδώ δεν γίνεται λόγος για μία τοποθέτηση που αντιβαίνει απλώς στην κομματική γραμμή πλεύσης, αλλά για εκφράσεις που παρουσιάζουν μία ψευδή εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας και θέλουν να προσδώσουν έναν πλεονεκτικό χαρακτήρα στα τουρκικά τεκταινόμενα. Υπονομεύεται, κατά αυτόν τον τρόπο, το εθνικό συμφέρον, για το οποίο, ιδίως μεταπολιτευτικά και παρά τις όποιες διαφωνίες σε διαδικαστικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εντοπίζεται η ευρεία συναίνεση του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το να διαρραγεί αυτή η συναινετική γραμμή πλεύσης, προκαλώντας αμφιβολίες στους Έλληνες πολίτες – σε οποιοδήποτε είδος πλειοψηφίας ή μειοψηφίας και αν ανήκουν – για την ορθότητα αυτής της πολιτικής, μόνο ζημιά, και μάλιστα ανεπανόρθωτη, μπορεί να προκαλέσει στην ελληνική επικράτεια ως εδαφική και πολιτικοδιοικητική οντότητα.
Το ζητούμενο, όπως προκύπτει από τα προειρημένα, αφορά το αν ο ΣΥΡΙΖΑ επέτρεψε την απόκτηση κοινοβουλευτικού βήματος σε πολιτικούς με συναφείς απόψεις εξαιτίας άγνοιας και μη ορθής σταχειολόγησης των πολιτευομένων που φέρουν τη δική του κομματική ταυτότητα ή επειδή, ως κομματική παράταξη, όντως συμφωνεί στην ουσία με αυτές τις απόψεις και προσπαθεί να τις επικοινωνήσει με την κοινή γνώμη, θέτοντας εσκεμμένα υποδαυλίζοντες φραγμούς στη θεσμική ισορροπία και την εθνική ασφάλεια. Δεδομένου του πολιτικού παρελθόντος και της δράσης του κ. Ζεϊμπέκ, μάλλον, επικρατεί το δεύτερο. Και τα δύο σενάρια ενέχουν το ίδιο κόστος επιπτώσεων, η διαφορά έγκειται, ωστόσο, στο ποια μέθοδο θα ακολουθήσει η δημοκρατική οδός για να αποσβολώσει τον κίνδυνο. Το πρώτο σενάριο απαιτεί εσωκομματική ευθύνη, ενώ το δεύτερο διακομματική, διότι πρόκειται για εσωτερική απειλή. Σε όποια περίπτωση, πάντως, χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αντιδράσεις για το «φάουλ» του Χ. Ζεϊμπέκ, του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Σ. Μπουρδάρας, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ