Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Ακόμη και άτομα που δε γνωρίζουν τη νομική επιστήμη, ξέρουν πολύ καλά έννοιες όπως τον Αστικό Κώδικα. Μπορεί η αντίληψη κάποιου μη ειδικού για αυτό το νομοθέτημα να απέχει αρκετά από ενός απόφοιτου της Νομικής Σχολής, αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι κοινή γνώση ότι αυτή η κωδικοποίηση περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν μια σειρά από ζητήματα της καθημερινής ζωής. Φυσικά, το Δίκαιο δεν είναι πλάσμα του καιρού μας. Πολλά έχουμε κατά καιρούς διδαχθεί για τους νόμους στην Αρχαία Ελλάδα, για το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ακόμη και για τις καινοτομίες των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Όμως, μάθαμε ποτέ άραγε τι ίσχυε στο νέο ελληνικό κράτος πριν την υιοθέτηση του Αστικού Κώδικα;
Ο Αστικός Κώδικας στην Ελλάδα είναι αρκετά νεότερος από τα αντίστοιχα νομοθετήματα σε άλλα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η κωδικοποίηση του Αστικού Δικαίου ξεκίνησε το 1940, από μια ομάδα ιδιαίτερα καταρτισμένων νομικών. Τα γεγονότα, όμως, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήρθαν ραγδαία, με αποτέλεσμα ο Αστικός Κώδικας, ή όπως χαϊδευτικά θα τον έλεγε ένας φοιτητής Νομικής, ο «Άλφα Κάπα», να τεθεί σε εφαρμογή στις 23 Φεβρουαρίου του 1946. Έκτοτε, ο Κώδικας έχει υποστεί πολλές αλλαγές, για να συμβαδίσει με τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως τις διατάξεις για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αλλά αυτό ίσως το αναλύσουμε σε ένα άλλο άρθρο.
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Μετά την Άλωση το 1453, μεγάλο μέρος της βυζαντινής νομικής παράδοσης διατηρήθηκε μέσα από διάφορους θεσμούς και από τα έργα επιφανών νομικών και λογίων της εποχής, όπως το Συνταγμάτιον Νομικόν του Αλέξανδρου Υψηλάντη ή ο Πολιτικός Κώδικας της Μολδαβίας του Καλλιμάχη, και επιβίωσε για τους τέσσερις αιώνες της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, η οποία ήδη από τον 17ο αιώνα χρησιμοποιείται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, που αποτελούσαν ιδιαίτερα σημαντικό θεσμό απονομής της δικαιοσύνης στον ελλαδικό χώρο της περιόδου. Η Εξάβιβλος, η οποία θα μπορούσε να γίνει και από μόνη της θέμα πραγματείας, αποτέλεσε ουσιαστικά μια κωδικοποίηση Βυζαντινού Δικαίου, δια χειρός του σπουδαίου νομικού από τη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Το έργο θεωρήθηκε τόσο εύχρηστο από τους νομικούς της εποχής που σώζονται περισσότερες από 100 χειρόγραφες αντιγραφές του. Ενδιαφέρον έχει ότι το έργο αυτό διακρίνεται σε έξι βιβλία και, παρόλο που δεν υιοθετεί επακριβώς τη διάκριση του σύγχρονου Αστικού Κώδικα, δείχνει μια παρόμοια διάθεση κατηγοριοποίησης των διατάξεων.
Γιατί, όμως, τόσος λόγος για την Εξάβιβλο; Άλλωστε, δεν ήταν καν επίσημος νόμος! Σωστά; Λοιπόν, όχι ακριβώς! Λίγους μήνες πριν ξεκινήσει η Ελληνική Επανάσταση, η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος υιοθέτησε μια σειρά διατάξεων από το Βυζαντινό Αστικό Δίκαιο, και μάλιστα αποφάσισε τη μεταφορά ενός μέρους των Βασιλικών στη νέα ελληνική γλώσσα. Τούτο, βέβαια, δεν το επέβαλε μόνο μια ανάγκη αυτοοργάνωσης των Ελλήνων, που ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν τον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά και η θέληση των εκπροσώπων να δηλώσουν ότι αποτελούν με κάποιον τρόπο συνέχεια της Βυζαντινής κληρονομιάς.
Το επόμενο έτος, η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου συνέρχεται για να ψηφίσει το πρώτο από τα Συντάγματα του Αγώνα. Το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος περιέχει μεν μνεία για τη σύνταξη κωδίκων, αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε να μην καταστεί αυτό άμεσα δυνατόν. Για το μεσοδιάστημα, προβλέπεται ότι θα ισχύει στα εμπορικά θέματα ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας (που όντως είχε μεταφραστεί και αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των εμπόρων, και ιδιαίτερα των νησιωτών). Όσο για τα αστικά και ποινικά θέματα («πολιτικαί και εγκληματικαί διαδικασίαι»), αυτά ορίζεται ότι θα έχουν βάση «τους νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων». Αυτές οι προβλέψεις, με μικρές αλλαγές, συνεχίστηκαν και στα δύο επόμενα Επαναστατικά Συντάγματα.
Η πρόσληψη του Βυζαντινού Δικαίου, παρόλα αυτά, δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όλους. Ακόμη και ο Αδαμάντιος Κοραής, το 1822, δήλωνε ότι είναι απλώς ανεκτή αυτή η κατάσταση, για να αποφευχθεί η πλήρης ανομία. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι στην επαναστατημένη Ελλάδα οι κωδικοποιήσεις όπως η Εξάβιβλος αποτελούν ιδιαίτερα χρήσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των καθημερινών νομικών υποθέσεων. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο Ψήφισμα περί του Διοργανισμού των Δικαστηρίων, το 1828, όπου για πρώτη φορά γίνεται και ρητή αναφορά στην Εξάβιβλο. Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι, παρά τις όποιες ανεπάρκειές του, που φάνηκαν στη συνέχεια, το έργο αυτό αποτέλεσε τον πρώτο Αστικό Κώδικα του νέου ελληνικού κράτους.
Η εφαρμογή, όμως, των Βυζαντινών νόμων ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση. Σε μια εποχή που οι πηγές της πληροφορίας ήταν ελάχιστες και οι περισσότεροι πολίτες στερούνταν βασικής εκπαίδευσης, δύσκολα μπορούσε κανείς να μπει στον κυκεώνα της πολυνομίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να βρει την εφαρμοζόμενη διάταξη, καθώς ακόμη και η Εξάβιβλος είχε παραλείψεις και τρωτά σημεία. Όπως φάνηκε και σε επόμενο ψήφισμα το 1830, το νέο ελληνικό κράτος δεν ταύτιζε τους νόμους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων με την Εξάβιβλο, η οποία φυσικά ανταποκρινόταν σε ένα μικρό μόνο τμήμα της νομοθετικής παραγωγής μιας μακραίωνης Αυτοκρατορίας, αλλά, εντούτοις, ελλείψει καλύτερων δυνατοτήτων, είχε αποδώσει ισχύ νόμου στην κωδικοποίηση αυτή, για να επιτύχει μια στοιχειώδη οργάνωση βασισμένη σε ένα πιο προσιτό κείμενο.
Αν, λοιπόν, πετύχετε ποτέ κάποιο τεύχος του «Αρμενόπουλου» σε μια αναζήτησή σας για θέματα νομολογίας, τώρα είναι σίγουρο ότι θα σκεφτείτε τον ευφυέστατο νομικό από τη Θεσσαλονίκη και την κωδικοποίησή του, που αποτέλεσε για πολλά χρόνια τον Αστικό Κώδικα της Ελλάδας. Όσο για το τι έγινε στη συνέχεια της πολυτάραχης ιστορίας του ελληνικού Αστικού Δικαίου, μείνετε συντονισμένοι μέχρι το επόμενο άρθρο!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τρωϊάνος, Σ. & Βελισσαροπούλου – Καρακώστα, Ι., 2010. Ιστορία Δικαίου, Δ’ Έκδοση Βελτιωμένη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
- Τρωϊάνος, Σ., 2014. Εισηγήσεις Βυζαντινού Δικαίου. Αθήνα: Ηρόδοτος