Της Παναγιώτας Λούπα,
Οι συνέπειες των πολέμων της διάρκειας του 20ού αιώνα δεν αφορούσαν μόνο ανθρώπινες απώλειες, καταστροφή υποδομών, της υγείας και της οικονομίας. Η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας των όπλων και των στρατιωτικών εξοπλισμών προκάλεσαν καταστροφικά αποτελέσματα στο περιβάλλον. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οδήγησε σε τεράστια αύξηση και στρατιωτικοποίηση της παραγωγής της μεταφοράς των εμπορευμάτων. Έφερε πολλές περιβαλλοντικές συνέπειες, οι οποίες είναι φανερές και σήμερα. Επεκτάθηκε στην καταστροφή ανθρώπων, ζώων και υλικών. Οι μεταπολεμικές επιπτώσεις του, τόσο οικολογικές όσο και κοινωνικές, είναι ακόμα ορατές, δεκαετίες μετά το τέλος του.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, εμφανίστηκε μια νέα τεχνολογία για τη δημιουργία αεροσκαφών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη διεξαγωγή αεροπορικών επιδρομών. Τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά πόρων και τη ρίψη βομβών στο εχθρικό κράτος. Αυτές οι δραστηριότητες κατέστρεψαν περιοχές πλούσιες σε βλάστηση και βιοποικιλότητα.
Τον Αύγουστο του 1945, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έριξαν μια ατομική βόμβα πάνω από την πόλη της Hiroshima στην Ιαπωνία. Κατά τα πρώτα εννέα δευτερόλεπτα της έκρηξης πέθαναν περίπου 70.000 άνθρωποι. Τρεις ημέρες μετά τον βομβαρδισμό της Hiroshima, οι Ηνωμένες Πολιτείες έριξαν μια δεύτερη ατομική βόμβα στη βιομηχανική πόλη του Nagasaki, σκοτώνοντας ακαριαία 35.000 ανθρώπους, ενώ και στις δύο περιπτώσεις ο αριθμός των θυμάτων μεγάλωσε από τα επακόλουθα των βομβών. Τα πυρηνικά όπλα απελευθέρωσαν καταστροφικά φορτία ενέργειας. Μόλις εκτοξεύτηκαν οι βόμβες, οι θερμοκρασίες έφτασαν περίπου τους 3980 °C / 7200 °F. Με τόσο υψηλές θερμοκρασίες, όλη η χλωρίδα και η πανίδα καταστράφηκαν μαζί με τις υποδομές και τις ανθρώπινες ζωές στην περιοχή. Όταν έπεσαν οι ατομικές βόμβες, απελευθέρωσαν τεράστιες ποσότητες ενέργειας και ραδιενεργών σωματιδίων. Τα ραδιενεργά σωματίδια που απελευθερώθηκαν, μόλυναν τη γη και το νερό. Μαζί με τους συντριπτικούς ανέμους που προκλήθηκαν από τις αρχικές εκρήξεις, τα δέντρα και τα κτήρια που βρίσκονταν στο δρόμο τους καταστράφηκαν όλα.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ (1955-1975) είχε σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, λόγω χημικών παραγόντων που χρησιμοποιήθηκαν για την καταστροφή σημαντικής βλάστησης. Οι εχθροί βρήκαν ένα πλεονέκτημα στο να παραμένουν αόρατοι μέσω της ανάμειξης με τον άμαχο πληθυσμό ή της κάλυψης από πυκνή βλάστηση και αντιτιθέμενους στρατούς που στοχεύουν τα φυσικά οικοσυστήματα. Ωστόσο, η βλάστηση δεν μπόρεσε να αναγεννηθεί και άφησε πίσω της μέρη με σκέτη λάσπη, τα οποία υπήρχαν χρόνια αργότερα. Δεν επηρεάστηκε μόνο η βλάστηση, αλλά και η άγρια ζωή.
Η ανάρρωση της παγκόσμιας οικονομίας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφερε και στοιχεία για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας των υδάτων, της θάλασσας, κυρίως της Μεσογείου, που κατέληξαν σε διεθνείς συμφωνίες τη δεκαετία του ‘50 και τη δεκαετία του ‘60 για ζητήματα όπως η εκφόρτωση από πετρελαιοφόρα. Ωστόσο, αυτά τα ζητήματα δεν απασχολούσαν ιδιαίτερα την πολιτική των ισχυρών κρατών. Τέτοια θέματα δεν αποτελούσαν βασικά ζητήματα στη διπλωματία της γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Αυτή η αδιαφορία αποτυπώνονταν στα επιστημονικά κείμενα της εποχής, στα οποία αναγράφεται το φυσικό περιβάλλον ως ένας σταθερός παράγοντας του πλαισίου ή ως συστατικό της εθνικής ισχύος.
Όμως, η σημασία των περιβαλλοντικών θεμάτων ενισχύθηκε τη δεκαετία του ‘60 και το 1968 η γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έκανε δεκτή μία πρόταση της Σουηδίας που οδήγησε στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το ανθρώπινο περιβάλλον το 1972. Αυτή η διάσκεψη οδήγησε στη δημιουργία του προγράμματος για το περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών και την ίδρυση υπουργείων περιβάλλοντος από πολλές κυβερνήσεις. Το περιβάλλον είχε, ωστόσο, μείνει στο περιθώριο της διεθνούς ημερήσιας διάταξης, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ‘70 κι έπειτα της έναρξης της δεύτερης φάσης του Ψυχρού Πολέμου.
Στο μεταξύ, ένα φαινόμενο καταστροφικό για το περιβάλλον την περίοδο του ψυχρού πολέμου ήταν η καταστροφή του Chernobyl (Απρίλιος 1986). Οι εκρήξεις που προκάλεσε, δημιούργησαν μία μεγάλη απελευθέρωση πυρηνικού ραδιενεργού υλικού στην ατμόσφαιρα με σημαντικό αντίκτυπο τόσο στα γεωργικά όσο και στα φυσικά οικοσυστήματα στη Λευκορωσία, τη Ρωσία και την Ουκρανία, καθώς και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ποικίλλουν ανάλογα με την τοποθεσία και το οικοσύστημα.
Η περιβαλλοντική υποβάθμιση, όμως, συνεχίστηκε. Εμφανίστηκαν άλλες μορφές διεθνικής μόλυνσης, όπως η όξινη βροχή, οι οποίες έγιναν φανερές και προστέθηκαν στις υπόλοιπες περιβαλλοντικές ανησυχίες. Ο επιστημονικός κλάδος άργησε να κατανοήσει ότι κάποια περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως η πιθανότητα κλιματικής αλλαγής, επηρέαζε ολόκληρη τη Γη. Η χαλάρωση της έντασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς και η συνεχιζόμενη ανησυχία του κοινού για τις περιβαλλοντικές μεταβολές, δημιούργησαν τις συνθήκες για μία δεύτερη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία οι έννοιες του περιβάλλοντος έγιναν σαφέστερες.
Η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, η σύνοδος κορυφής του 1992, ήταν η μεγαλύτερη διεθνής διάσκεψη έως τότε. Το περιβαλλοντικό ζήτημα απέκτησε διεθνή χαρακτήρα και υπογράφηκαν διάφορα σημαντικά έγγραφα και συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Από την αρχή της δεκαετίας του ’90, λοιπόν, και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ενδιαφέρον για το περιβάλλον όλο και αυξάνονταν. Η διεθνής περιβαλλοντική πολιτική εστίασε στις αναπτυγμένες χώρες και βασίστηκε στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Heywood, Andrew (2007), Πολιτικές Ιδεολογίες, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο
- Συλλογικό Έργο (2013), Η παγκοσμιοποίηση της διεθνούς πολιτικής, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο
- Bourguignon Didier and Scholz Nicole, Chernobyl 30 years on Environmental and health effects, europarl.europa.eu. Διαθέσιμο εδώ
- Burns, M. Edward (2020), Ευρωπαϊκή Ιστορία, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο