Της Δήμητρας Χασάπη,
Σε μία εποχή, που οι αναλύσεις γύρω από την υγεία έχουν βρεθεί στο επίκεντρο κάθε συζήτησης και το κράτος έχει κληθεί για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια να διαχειριστεί μια υγειονομική κρίση, αυτή της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι απόλυτα αναγκαίο να διασαφηνίσουμε ορισμένες βασικές έννοιες σχετικά με την υγεία, ως κοινωνικό αγαθό, για την υγεία δηλαδή, στην οποία έχει πρόσβαση ολόκληρη η κοινωνία, παρέχεται από το κράτος και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τους επιμέρους νόμους.
Η συστημική ρύθμιση σχετικά με το κοινωνικό δικαίωμα της υγείας ως τέτοιο έγινε με το άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος 1975, ενώ ανάχθηκε σε ευθύνη του κράτους λίγα χρόνια αργότερα, με το άρθρο 1 του νόμου 1397/83, όταν εισήχθη το λεγόμενο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Στην πραγματικότητα, όμως, κατά τη συνταγματική θεωρία και νομολογία, το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία αποτελεί έκφραση της γενικότερης έννοιας του κοινωνικού κράτους, την αρχή του οποίου υιοθετεί και η χώρα μας. Σύμφωνα με αυτή, η υποχρέωση του κράτους εντάσσεται σε ένα πλαίσιο υποχρέωσης σε κρατική μέριμνα για την υγεία και έτσι ακριβώς το συμπεριλαμβάνει και στην διατύπωση του το άρθρο 21 Παρ. 3 του Συντάγματος. Η έννοια του δικαιώματος, όπως αυτή παρουσιάζεται, επομένως, σε άλλες ρυθμίσεις δεν ταυτίζεται με αυτή της μέριμνας για τη δημόσια υγεία κι αυτό γιατί ο συνταγματικός νομοθέτης θεωρεί πως, εφόσον το αποτέλεσμα της υγείας δεν είναι κανονιστικά υλοποιήσιμο, δεν θα πρέπει να αντιστοιχεί σε υποκειμενικό και αγώγιμο δικαίωμα των πολιτών.
Κρίσιμο για τη στοιχειοθέτηση της παραπάνω λογικής αποτελεί το γεγονός πως η ίδια η συνταγματική ρύθμιση δεν περιέχει θεσμική εγγύηση, αλλά βρίσκεται στο χέρι του κοινού νομοθέτη να επιλέξει τους κατάλληλους θεσμούς και τα διαθέσιμα μέτρα για την προώθηση και την προστασία του δικαιώματος της υγείας, ακόμα κι αν ο νομοθέτης δεν το περιέλαβε ως τέτοιο στη διατύπωσή του.
Ακόμα κι έτσι όμως, δεν σημαίνει πως η προστασία της υγείας δεν χαίρει δεσμευτικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία του δικαιώματος της υγείας γίνεται μέσα στο πλαίσιο των ισχυουσών κοινωνικοπολιτικών αναγκών. Το γεγονός ότι οι πολίτες δεν μπορούν να απαιτήσουν συγκεκριμένη οργάνωση ή συγκεκριμένες υπηρεσίες, δεν σημαίνει αυτόματα ότι δεν κατέχουν το δικαίωμα στην υγεία. Πρόκειται απλώς για μια ορθή νομική δικλείδα, άμεσα συνυφασμένη με το ιδιαίτερο αντικείμενο της υγείας, κατά την οποία το αντικείμενο του δικαιώματος δεν είναι η υποχρέωση του κράτους να διαθέτει μέσα και αγαθά, ώστε να είναι όλοι οι πολίτες υγιείς αλλά να προάγει την αποτελεσματικότερη υγεία του πληθυσμού μέσω δημοσίων υπηρεσιών πρόληψης και αποκατάστασης, μέσω των υπηρεσιών του ΕΣΥ, καθώς και μέσω κοινωνικών μέτρων και ρυθμίσεων δημόσιας υγείας. Έτσι, το κράτος εγγυάται στην πραγματικότητα ότι τα θεσμικά του όργανα θα είναι πάντα σε θέση να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος στην υγεία στους πολίτες, γεγονός που δεν μπορεί να ανατραπεί ακόμα κι αν η εξειδίκευση της συνταγματικής ρύθμισης γίνει με νόμο, που φαινομενικά αντιτίθεται στη θεσμική εγγύηση του Συντάγματος.
Τελειώνοντας, θεωρώ απαραίτητη τη διευκρίνιση ότι το αντικείμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος στην υγεία, το περιεχόμενο του οποίου ρυθμίζεται άμεσα από τον κοινό νομοθέτη, θα πρέπει να είναι όχι απλώς η στοιχειώδης κάλυψη των υγειονομικών αναγκών, αφού κάτι τέτοιο θα έδειχνε ένα κράτος που δεν λαμβάνει υπόψη την αξία των πολιτών και την επιδίωξη μιας καλής ζωής για αυτούς. Για τον λόγο αυτό, όταν μιλάμε για κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, θα πρέπει αυτό να σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική ευχέρεια για περίθαλψη υψηλής στάθμης, και οικονομικές διευκολύνσεις, που τελικά θα προωθούν την συνολική ευημερία του ατόμου και την ποιότητα στην ζωή του, που πολλές φορές προσβάλλεται από την υποτυπώδη και εξαντλητική διαδικασία που βιώνει, όταν βρεθεί στην ανάγκη του εθνικού συστήματος υγείας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Το δίκαιο της υγείας, Γενικές αρχές των κοινωνικών υπηρεσιών της υγείας”, Κ.Κρεμαλής, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών – Δικηγόρος ΑΠ, Νομική Βιβλιοθήκη