Της Σάντυ Μακκού,
Κανείς δεν γεννιέται με έμφυτη την κατανόηση του χρόνου. Τα μωρά πρέπει να μάθουν να συγχρονίζουν και να συντονίζουν τη συμπεριφορά τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Ως τότε, απαιτούν προσοχή όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, ανατρέποντας εντελώς τα προγράμματα των γονιών τους. Από την άλλη, για όλους εμάς, τα ταξίδια μπορεί να είναι αποπροσανατολιστικά και ενοχλητικά, ιδίως όταν επισκεπτόμαστε ένα μέρος όπου ο χρόνος οργανώνεται αρκετά διαφορετικά από ό,τι έχουμε συνηθίσει.
Αλλά όλοι είμαστε σε θέση να προσαρμοστούμε τελικά σε ένα σύστημα τυπικών χρονικών μονάδων: λεπτά, ώρες και ημέρες της εβδομάδας. Παρά την αποτελεσματικότητα αυτού του συστήματος, εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη διαφορά στο πώς αντιλαμβανόμαστε το πέρασμα του χρόνου, πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνάει ο χρόνος. Μερικά λεπτά μπορεί να μας φαίνεται ότι διαρκούν «για πάντα» και αντίστοιχα, κοιτώντας πίσω, να μην μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο γρήγορα πέρασαν ορισμένα χρόνια.
Από την άποψη ενός ρολογιού ή ημερολογίου, κάθε τυπική χρονική μονάδα είναι ακριβώς η ίδια. Δηλαδή, κάθε λεπτό περιέχει 60 δευτερόλεπτα και κάθε μέρα έχει 24 ώρες. Ωστόσο, οι τυπικές χρονικές μονάδες ποικίλλουν στην «πυκνότητα της ανθρώπινης εμπειρίας» (ο όγκος των αντικειμενικών και υποκειμενικών πληροφοριών που μεταφέρουν).
Για παράδειγμα, η πυκνότητα της εμπειρίας είναι υψηλή όταν, αντικειμενικά, συμβαίνουν πολλά. Ωστόσο, η πυκνότητα της εμπειρίας μπορεί να είναι εξίσου υψηλή όταν δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα, επειδή αυτή η φαινομενικά «κενή» χρονική περίοδος είναι στην πραγματικότητα γεμάτη με την υποκειμενική μας εμπλοκή στον εαυτό και την κατάσταση: επικεντρωνόμαστε στις δικές μας ενέργειες ή στο περιβάλλον μας, σκεπτόμενοι πόσο αγχωτικές είναι οι περιστάσεις ή μπορούμε να πάθουμε μέχρι και εμμονή με το πόσο αργά φαίνεται να περνάει ο χρόνος. Συνεπώς, δίνουμε αυξημένη προσοχή σε περίεργες περιστάσεις, γεγονός που ενισχύει την πυκνότητα της εμπειρίας ανά τυπική χρονική μονάδα – και ο χρόνος, με τη σειρά του, φαίνεται να περνάει αργά.
Ο χρόνος φαίνεται να περνά γρήγορα, όταν η πυκνότητα εμπειρίας ανά τυπική χρονική μονάδα είναι ασυνήθιστα χαμηλή. Αυτή η «συμπίεση του χρόνου» είναι κάτι που συμβαίνει όταν κοιτάμε πίσω στο άμεσο ή μακρινό παρελθόν μας. Υπάρχουν δύο γενικές συνθήκες που μπορούν να συμπιέσουν την αντίληψή μας για τον χρόνο.
Πρώτον, υπάρχουν εργασίες ή πράξεις ρουτίνας. Όταν τις μαθαίνουμε, απαιτούν την πλήρη προσοχή μας, αλλά με εξοικείωση ή εκπαίδευση, μπορούμε έπειτα από ένα διάστημα να εμπλακούμε σε αυτές τις δραστηριότητες χωρίς να αφιερώνουμε μεγάλη προσοχή σε αυτό που κάνουμε (όπως η τυπική διαδρομή που ακολουθούμε για την οδήγηση προς το σπίτι). Μια εξαντλητική μέρα στη δουλειά περιέχει την τέλεση πολύπλοκων πραγμάτων, αλλά είναι ρουτίνα επειδή τα κάνουμε πολύ καιρό. Δεδομένου ότι συμπεριφερόμαστε περισσότερο ή λιγότερο ασυνείδητα, κάθε τυπική χρονική μονάδα περιέχει πολύ λίγη αξιομνημόνευτη εμπειρία. Η «πυκνότητα» της μοναδικής εμπειρίας είναι χαμηλή. Έτσι, στο τέλος της ημέρας, ο χρόνος φαίνεται να πέρασε γρήγορα.
Η δεύτερη γενική κατάσταση που κάνει τον χρόνο να μοιάζει να έχει περάσει γρήγορα, είναι η διάβρωση της επεισοδιακής μνήμης. Αυτό είναι κάτι που επηρεάζει όλους μας, όλη την ώρα. Οι αναμνήσεις μας από τα καθημερινά γεγονότα που γεμίζουν τις μέρες μας, ξεθωριάζουν με τον χρόνο. Τι κάναμε στις 26 του περασμένου μήνα; Αν δεν ήταν μια ειδική περίσταση, πιθανότατα έχουμε ξεχάσει τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ημέρας. Επειδή, λοιπόν, η μνήμη μας για το παρελθόν διαβρώνεται, η πυκνότητα της εμπειρίας ανά τυπική χρονική μονάδα μειώνεται, αφήνοντάς μας την αίσθηση ότι ο χρόνος πέρασε γρήγορα.
Συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο να περνά γρήγορα ή αργά. Υπό κανονικές συνθήκες, τα 15 λεπτά, όπως μετρούνται με ένα ρολόι, είναι επίσης σαν 15 λεπτά. Μπορούμε να συμφωνήσουμε να συναντηθούμε με κάποιον σε 15 λεπτά και να φτάσω περίπου στην ώρα μας χωρίς τη βοήθεια ρολογιού. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε μάθει να μεταφράζουμε την εμπειρία σε τυπικές χρονικές μονάδες, και το αντίστροφο.
Μπορούμε να το κάνουμε αυτό επειδή υπάρχει συνέπεια στις καθημερινές μας εμπειρίες – μια συνέπεια που παράγεται από τα επαναλαμβανόμενα και προβλέψιμα μοτίβα της κοινωνίας. Τις περισσότερες φορές, δεν είμαστε στην απομόνωση ή δεν επισκεπτόμαστε νέες χώρες. Η πυκνότητα εμπειρίας ανά τυπική χρονική μονάδα είναι μέτρια και οικεία.
Μόνο κάτι που μεταβάλλει τη ρουτίνα μας, μια ιδιαίτερα κουραστική μέρα στη δουλειά ή μια παύση για προβληματισμό για το προηγούμενο έτος, θα μειώσει την κανονική πυκνότητα εμπειρίας ανά τυπική χρονική μονάδα, αφήνοντάς μας την εντύπωση ότι ο χρόνος πέρασε.
Ομοίως, ένα τρομακτικό περιστατικό που τραβά την προσοχή μας γεμίζει αμέσως κάθε τυπική χρονική μονάδα με την εμπειρία του εαυτού και της κατάστασης, κάνοντάς το να φαίνεται σαν το περιστατικό αυτό να συμβαίνει σε αργή κίνηση.
Lente hora, celeriter anni [=Αργά (περνάει) η ώρα, γρήγορα τα χρόνια].