Της Αγγελικής Μιχαλοπούλου,
Το κληρονομικό δίκαιο νοείται ως το σύνολο των κανόνων ιδιωτικού δικαίου, με τους οποίους ορίζονται οι περιουσιακές συνέπειες του θανάτου ενός προσώπου. Με τον θάνατο ενός προσώπου επέρχεται η κληρονομική διαδοχή του (ολική ή μερική), η περιέλευση, δηλαδή, του συνόλου της περιουσίας του (ενεργητικό και παθητικό), καθώς και των δικαιωμάτων που τον διαδέχονται, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, τους δικαιούχους κληρονόμους.
Καταρχήν, κάθε άτομο είναι ελεύθερο να διαθέσει κατά βούληση την περιουσία του. Έχει, δηλαδή, το δικαίωμα μέσω της διαθήκης του (ΑΚ1710) να ορίσει ο ίδιος την τύχη της περιουσίας του για τον μετά τον θάνατό του χρόνο. Η ελευθερία αυτή, ωστόσο, δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τον ίδιο τον νόμο.
Πιο συγκεκριμένα, οι διατάξεις 1825-1845 του Αστικού Κώδικα ορίζουν την αναγκαστική διαδοχή, την κληρονομική, δηλαδή, διαδοχή που χωρεί εκ του νόμου ακόμη και παρά τη θέληση του κληρονομούμενου υπέρ ορισμένων προσώπων, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα με τον κληρονομούμενο με δεσμούς συγγένειας. Οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαστικού δικαίου (ius cogens), γεγονός που σημαίνει ότι η εφαρμογή τους δεν μπορεί να αποκλεισθεί από αντίθετη ιδιωτική βούληση.
Η αναγκαστική αυτή κληρονομική διαδοχή, ήτοι το μερίδιο της περιουσίας που ο κληρονομούμενος αναγκάζεται να αφήσει στους δικαιούχους μεριδούχους ονομάζεται «νόμιμη μοίρα». Δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά έχουν οι κατιόντες συγγενείς, οι γονείς και ο/η σύζυγος του κληρονομουμένου. Τα πρόσωπα αυτά αναφέρονται στην ΑΚ1825§1 εδ. α΄ ως αναγκαίοι κληρονόμοι in abstracto, δηλαδή αφηρημένα. Αυτό σημαίνει ότι είναι δικαιούχοι της νόμιμης μοίρας, εφόσον θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη (παραπομπή στις διατάξεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ΑΚ1813 επ.).
Ο νόμιμος μεριδούχος γίνεται αυτοδικαίως κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομίας, χωρίς, δηλαδή, να μεσολαβήσει τρίτο πρόσωπο και η επαγωγή αυτή γίνεται κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Η νόμιμη μοίρα αποτελεί δικαίωμα του μεριδούχου. Αυτό σημαίνει ότι ο εκάστοτε δικαιούχος νόμιμης μοίρας έχει τη δυνατότητα να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία. Αν, ωστόσο, επιλέξει να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά του, δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα. Η διαθήκη, κατά το μέρος αυτό, είναι άκυρη και ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου, του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα.
Ποιο είναι, όμως, το ποσοστό της νόμιμης μοίρας και πώς αυτό υπολογίζεται; Κατά τη διάταξη ΑΚ1825§1 εδ. β΄, η νόμιμη μοίρα ορίζεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή της μερίδας που θα κληρονομούσε ο αναγκαίος κληρονόμος με βάση την εξ αδιαθέτου μερίδα, αν δεν υπήρχε διαθήκη. Συνεπώς, για τον υπολογισμό του ποσοστού της νόμιμης μοίρας είναι απαραίτητο να υπολογισθεί πρώτα το ποσοστό της εξ αδιαθέτου μερίδας με βάση τις ΑΚ1823επ. και στη συνέχεια το ποσοστό αυτό να διαιρεθεί δια δύο. Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών ή προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων.
Γίνεται, επομένως, αντιληπτό ότι ο νόμος περιορίζει την ελευθερία του διατιθέναι, εισάγοντας τον θεσμό της νόμιμης μοίρας. Αυτό συμβαίνει, επειδή ο νομοθέτης επιθυμούσε να προστατεύσει τον θεσμό της οικογένειας και να εξασφαλίσει μία καλή διαβίωση για τους στενούς συγγενείς του εκλιπόντος. Οι λόγοι, δηλαδή, θέσπισης του θεσμού της νόμιμης μοίρας εντοπίζονται στην κοινωνική λειτουργία της οικογένειας καθώς και στην ηθική σημασία που αυτή έχει στη ζωή των ανθρώπων. Ωστόσο, όσο περνούν τα χρόνια και η κοινωνία εξελίσσεται, η οικογένεια έχει πάψει να διαδραματίζει τόσο κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή και δράση και γι’ αυτό το λόγο ίσως το Κληρονομικό Δίκαιο θα πρέπει να αναθεωρήσει κάποιες συντηρητικές διατάξεις του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεωργιάδης, Απόστολος, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα: 2014
- “Τι είναι η Νόμιμη Μοίρα;”, διαθέσιμο εδώ