Της Μαρίας Σαρρή,
Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στα σύνορα της Πολωνίας και της Λευκορωσίας, το θέμα της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού συζητήθηκε ιδιαίτερα τόσο από τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών όσο και στο πλαίσιο της ίδιας της Ένωσης. Τα ρεύματα μεταναστών από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα οποία έστειλε το επιτελείο της ηγεσίας του Lukashenko στην Πολωνία, εκμεταλλευόμενη την οδύνη ανθρώπων, έχουν υποφέρει από τις συρράξεις και έχουν μετατραπεί σε μέσο επιβολής ισχύος από τη Λευκορωσία. Η Ευρώπη, για άλλη μια φορά, παρακολουθεί τα γεγονότα και βρίσκεται αντιμέτωπη με τις διαφωνίες ως προς τον τρόπο προστασίας της.
Υπό το πρίσμα των εξελίξεων αυτών, το σύστημα κρατών που αποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να αποφασίσει αν η άμυνα είναι μια αρμοδιότητα της Ε.Ε. εξ ολοκλήρου, αν τα κράτη συμμετέχουν μονομερώς σε αυτήν ή αν θα αποφασισθεί μια μεγαλύτερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ σε ένα ακόμη πιο διευρυμένο πλαίσιο. Όπως είναι αντιληπτό, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί εύκολα.
Η Ε.Ε. διαθέτει εδώ και χρόνια ένα πλαίσιο συνεργασίας απέναντι σε τέτοιες απειλές, όμως η εσωτερική πολιτική των κρατών και τα συμφέροντα της εκάστοτε εξωτερικής πολιτικής ενός μεμονωμένου, σε κάθε περίοδο, κράτους, βρίσκονται εμπόδιο στην περαιτέρω ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος. Η χώρα μας, ειδικά, φαίνεται επιφυλακτική σε μια τέτοια πορεία, χωρίς να στερείται επιχειρημάτων. Μέσα στη γενικευμένη αμφιβολία των ευρωπαϊκών κρατών, δυσκολεύεται και η ίδια να εμπιστευθεί στρατιωτικές μονάδες στις Βρυξέλλες.
Βέβαια, η Ε.Ε. από το 1998 έχει αρχίσει την ανάπτυξη ενός σχεδίου με κίνητρο τη διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής, με καταληκτικό στόχο την κοινή άμυνα. Παρόλο που έγιναν αρκετά θεσμικά βήματα, η Ένωση δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει ουσιαστικές ενεργές στρατιωτικές μονάδες. Η Συνθήκη της Λισαβόνας προέβλεψε αρκετές δυνατότητες για την ανάπτυξη της κοινής αμυντικής πολιτικής, όπως τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO), τη δυνατότητα εκτέλεσης στρατιωτικής αποστολής σε ομάδα κρατών-μελών και φυσικά, τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής.
Οι λόγοι που ένα τέτοιο εγχείρημα δεν έλαβε όμως μεγάλες διαστάσεις, φανερώνονται από το ίδιο το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης: Οι αποφάσεις που αφορούν την πραγματοποίηση μιας αποστολής, εκδίδονται από το Συμβούλιο ομόφωνα μετά από πρόταση του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας ή πρωτοβουλία κράτους μέλους. Η ανάγκη ύπαρξης ομοφωνίας επιτρέπει σε αρκετά διστακτικά κράτη να μην υποστηρίζουν την αποστολή, το οποίο δεσμεύει και τα υπόλοιπα κράτη, ακόμη και αν αυτά συμφωνούν.
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος, που καθυστερεί την πραγμάτωση του εγχειρήματος αυτού, είναι και το δεσμευτικό πλαίσιο της Συνθήκης για το ΝΑΤΟ: Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία στον τομέα αυτόν εξακολουθούν να είναι σύμφωνες προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Βορείου-Ατλαντικού Συμφώνου, η οποία παραμένει, όσον αφορά τα κράτη που είναι μέλη του, το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της. Αρκετά κράτη-μέλη υποστηρίζουν πως η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ευρωπαϊκού στρατού θα υπονομεύσει τη συμβολή του NATO στην προστασία της Ευρώπης.
Είναι υψίστης σημασίας να αντιληφθούμε τη γεωπολιτική ανάλυση που γίνεται όσον αφορά τέτοιες αποφάσεις. Ας αρχίσουμε με την παραδοχή ότι τα κράτη και μόνο τα κράτη, είναι αυτά που εκχωρούν αρμοδιότητες στην Ε.Ε., αλλά και με το γεγονός ότι σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, λαμβάνουν τα ίδια τις αποφάσεις. Φυσικά, οι υποστηρικτές ενός ευρωπαϊκού φεντεραλισμού θα υποστηρίξουν ότι όλη η θέσπιση ευρωπαϊκού στρατού αποσκοπεί, κατά μία έννοια, σε μια ευρύτερη ολοκλήρωση, μια άποψη που συμμερίζεται και το φιλελεύθερο ρεύμα των μελετητών των διεθνών σχέσεων. Στην παρούσα όμως στιγμή, οι ρεαλιστικές ανάγκες των επιθέσεων κατά των συνόρων της Ένωσης, μας ωθούν να αναλύσουμε τα γεγονότα χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό φιλελευθερισμού και ρεαλισμού.
Από την μία πλευρά, έχουμε τη Γαλλία του Μacron να υπερασπίζεται τις ιδέες για μια ολοκλήρωση στον τομέα της άμυνας, και να επικροτεί οποιαδήποτε προσπάθεια, η οποία οδηγεί στη δημιουργία αυτού του θεσμού. Θα μπορούσαμε να προβάλλουμε και την ανάγκη της Γαλλίας να εξισορροπήσει την αλλαγή ισχύος και να δημιουργήσει μια αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατηγική, μετά τη συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών, Αγγλίας και Αυστραλίας (AUKUS).
Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., Joe Biden, φαίνεται να είναι και εκείνος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας. Με αυτόν τον τρόπο, βέβαια, υπονομεύεται η συλλογική άμυνα του ΝΑΤΟ, και υπάρχει μια σαφής αποδέσμευση της Ευρώπης από τις Η.Π.Α. Η μεταφορά των λήψεων στρατιωτικών αποφάσεων στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία θα προκαλέσει, με τη σειρά της, μια σειρά αντιδράσεων στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες βασίζονται στις παροχές της Αμερικής. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι ποια είναι τελικά η άμεση απειλή της Ε.Ε. και ποια η μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα υιοθετήσει η Ένωση.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, για τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ο φόβος της ρωσικής απειλής δίνει το έναυσμα ώστε αυτές να στρέφονται στο ΝΑΤΟ. Η χώρα μας, δεδομένου των εξωτερικών απειλών από τη πλευρά της Τουρκίας, διστάζει να πάρει σαφή θέση και να συμμερισθεί πλήρως κάποιο από τα δύο αυτά ρεύματα. Στο ΝΑΤΟ συμμετέχει η Τουρκία, η οποία φαίνεται να έχει μια φιλική στάση απέναντι στη Ρωσία του Putin.
Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη στενών σχέσεων με τη Γαλλία, ίσως παρακινήσει την Ελλάδα να υποστηρίξει τη δημιουργία του στρατού και να συνδράμει στην υπονόμευση της επιρροής της Αμερικής στα ευρωπαϊκά θέματα. Παράλληλα, όμως, θα χάσει την εύνοια της Αμερικής αυτήν την περίοδο στα θέματα των συνόρων.
Το θέμα γίνεται όλο και πιο περίπλοκο με την αργή διευθέτηση του θέματος του αγωγού Nord Stream 2 από τη Γερμανία, η οποία, μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, θα δώσει το πλεονέκτημα ήπιας ισχύος στον Ρώσο Πρόεδρο, ο οποίος θα είναι ο κύριος πάροχος, απολαμβάνοντας οικονομικά οφέλη από τη Γηραιά Ήπειρο. Η ομοφωνία, λοιπόν, στις διαπραγματεύσεις φαντάζει άπιαστο όνειρο.
Η ανάγκη όμως μιας κοινής αμυντικής πολιτικής παραμένει. Η Ε.Ε. βρίσκεται για ακόμα μια φορά αντιμέτωπη με δυσκολίες στη διευθέτηση των ζητημάτων της και καλείται να διαλέξει μια κοινή κατεύθυνση για όλα τα κράτη τα οποία την αποτελούν. Θα παραμερισθούν οι εσωτερικές πολιτικές των κρατών με στόχο τη διαφύλαξη της ασφάλειας απέναντι στις διεθνείς απειλές; Επιπρόσθετα, γίνεται άμεσα αντιληπτό πως, εκτός από τη ρωσική απειλή, υπάρχουν και άλλες πτυχές τις οποίες η Ε.Ε. δεν χρησιμοποιεί όλα τα μέσα ισχύος προκειμένου να αναδειχθεί ως δύναμη, λόγου χάρη στον οικονομικό ανταγωνισμό της με την Κίνα.
Στο πλαίσιο αυτό, με στόχο την προάσπιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Charles Michel, αλλά και ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Άμυνα, Josep Borrel, προτείνουν η Ένωση να προχωρήσει στη σύσταση του ευρωπαϊκού στρατού. Πρακτικά, βέβαια, αυτό σημαίνει ως πρώτο αποφασιστικό βήμα τη δημιουργία μιας στρατιωτικής δύναμης ταχείας αντίδρασης 5.000 τουλάχιστον στρατιωτών, η οποία να λειτουργεί αυτόνομα σε περιπτώσεις κρίσεων ή συγκρούσεων.
Ως προς το θέμα της ομοφωνίας, αυτό θα μπορούσε να διευθετηθεί βραχυπρόθεσμα από μια σύμπραξη κρατών, τα οποία να συμφωνούν στη δημιουργία στρατιωτικής δύναμης, το οποίο προβλέπει η συνθήκη. Μακροπρόθεσμα, όμως, η Ε.Ε. θα πρέπει να αποφασίσει αν θα διευρύνει το πλαίσιο της συνεργασίας της με το ΝΑΤΟ ή αν θα χαράξει τη δική της πορεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις εσωτερικές πολιτικές των κρατών της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, Ευρωπαϊκή Ένωση, διαθέσιμο εδώ
- Ευρωπαϊκός Στρατός: είναι εφικτός;, To Βήμα, διαθέσιμο εδώ
- Joint Declaration on EU-NATO cooperation, Eυρωπαικό Συμβούλιο, διαθέσιμο εδώ