Του Τάσου Μοσχονά,
“Vedi Napoli e poi muori!”, λένε οι Ιταλοί, ήτοι «τη Νάπολη να δεις, και μετά ας πεθάνεις», και σίγουρα γνωρίζουν κάτι καλύτερα. Η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ιταλίας και μια εκ των παλαιότερων κατοικημένων πόλεων του κόσμου φαίνεται πως διάγει τους αιώνες με ρυθμούς γρήγορους, μα συνάμα εξαιρετικά αργούς. Χιλιοτραγουδισμένη, ζωντανή και πάντα χαοτική, η παραθαλάσσια Νάπολη φαίνεται να λειτουργεί με μια δική της συχνότητα, καθ’ όλα διαφορετική από αυτήν της υπόλοιπης χώρας, ασκώντας μια μεγάλη γοητεία, τόσο για τις ομορφιές της όσο και για τις λιγότερο κολακευτικές της όψεις.
Το ένδοξο παρελθόν
Η πρωτεύουσα της περιφέρειας της Καμπανία έχει σίγουρα μια ενδιαφέρουσα και πολυετή ιστορία. Χρονολογείται πως κατοικείται περίπου από την τρίτη χιλιετία π.Χ., μετά από εύρεση πολυάριθμων ταφικών μνημείων στην περιοχή. Πιο μεθοδευμένος, όμως, αποικισμός της πόλης φαίνεται πως έλαβε χώρα κατά τον 8ο αιώνα π.Χ, με το χτίσιμο της Παρθενόπης, αποικίας των κατοίκων της Κύμης Ευβοίας. Έχοντας ήδη χτίσει την Παλαιόπολη σε κοντινό σημείο, οι άποικοι με το έντονο Ελληνικό στοιχείο κατασκευάζουν μια νέα πόλη, με όνομα Νεάπολη, στο ακριβές σημείο της σημερινής πόλης.
Το 328 π.Χ η πόλη κατακτιέται από τους Ρωμαίους, και μια νέα εποχή ξεκινά. Η πόλη καταφέρνει να κρατήσει τα ελληνικά της στοιχεία, διοργανώνοντας, μάλιστα, και αντίστοιχους με την Αρχαία Ελλάδα Ολυμπιακούς Αγώνες. Στους επόμενους αιώνες η Νάπολη έμελλε να κατακτηθεί από πολλούς. Βυζαντινοί, Λογγοβάρδοι και Σαρακηνοί κατακτητές εποφθαλμιούν τη στρατηγική της τοποθεσία και το λιμάνι της και την καταλαμβάνουν.
Το 990 μ.Χ. και στην περίοδο της Εικονομαχίας, η πόλη υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, για να καταληφθεί ξανά, δύο αιώνες αργότερα, από τους Νορμανδούς και να καταστεί εν τέλει μέρος του Βασιλείου της Σικελίας. Μετά την επικράτηση των Γερμανόφωνων Σουηβών και των Ανγιοβίνων, η πόλη καθίσταται ένα ισχυρό κέντρο. Τρεις αιώνες αργότερα, οι Βασιλείς της Αραγονίας και αργότερα οι Ισπανοί αποτελούν τον επόμενο κατακτητή, για να ακολουθηθούν από τους Αυστριακούς το 1707 και εν τέλει τους ισπανόφωνους Βουρβώνους, που καταλαμβάνουν την πόλη το 1734 και ιδρύουν το «Βασίλειο της Νεάπολης και της Σικελίας». Υπό τη δυναστεία των Βουρβόνων, η πόλη εκτινάσσεται σε κάθε επίπεδο και καθίσταται οικονομική και πολιτισμική μητρόπολη της Ευρώπης, εφάμιλλη με πόλεις όπως η Βιέννη, το Λονδίνο και το Παρίσι.
Κατά το 19ο αιώνα, και αφού κατακτήθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, πέρασε ξανά στην κατοχή των Βουρβόνων και αποτέλεσε μαζί με τη Σικελία και τον Ιταλικό Νότο πρωτεύουσα του Βασιλείου των 2 Σικελιών. Τελευταία και οριστική τομή στην ιστορία των εναλλαγών εξουσίας έλαβε χώρα το 1861, με την προσάρτηση του Βασιλείου, και κατ’ επέκταση της πόλης, στην Ενοποιημένη Ιταλία υπό τον Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. Οι Ναπολιτάνοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές μιας Ενωμένης Ιταλίας, και σε κάθε περίπτωση δεν αντιστάθηκαν στο εγχείρημα, παρά το γεγονός πως γνώριζαν πως η πόλη θα έχανε σημαντικό μέρος της αίγλης της ως πρωτεύουσας.
20ος αιώνας- Η ανάπτυξη και οι δοκιμασίες
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η άλλοτε κραταιά Νάπολη δοκιμάστηκε όσο ποτέ. Χάνοντας αρκετά από τα προνόμιά της, βίωσε μια ανέχεια άνευ προηγουμένου, η οποία όμως συνδυάστηκε με απότομη οικονομική ανάπτυξη. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σίγουρα ήταν καταλυτικός, με την πόλη να βομβαρδίζεται όσο καμία άλλη Ιταλική Πόλη από τις συμμαχικές δυνάμεις επί σειρά ετών.
Το τέλος του πολέμου δε μπορούσε παρά να φέρει την ανάπτυξη στην πόλη. Αναζητώντας ευκαιρίες, εκατομμύρια Ιταλοί του Νότου εγκαταλείπουν τα χωριά τους και αναζητούν νέες ευκαιρίες στην παρηκμασμένη πόλη. Η πληθυσμιακή αύξηση είναι ραγδαία, με τα ποσοστά να αγγίζουν αυξήσεις ύψους 25% στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Ταυτόχρονα, η πόλη συναντά μια οικιστική ανάπτυξη άνευ προηγουμένου, ορμώμενη από παχυλές κρατικές ενισχύσεις, που σα σκοπό είχαν να ενισχύσουν τον φτωχό και κατατρεγμένο Ιταλικό νότο, που υπολειπόταν του ανεπτυγμένου και βιομηχανικού βορρά. Νέες γειτονιές χτίζονται εκτός των ορίων της πόλης, συχνά με ελλιπείς υποδομές και σχεδόν άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Μέσα σε αυτές της γειτονιές τοποθετείται και η Τετραλογία της Νάπολης, της ανώνυμης συγγραφέως Έλενα Φεράντε. Το παγκόσμιο best seller της πιο καταξιωμένης Ιταλίδας μυθιστοριογράφου, που πλέον έχει διασκευαστεί και σε τηλεοπτική σειρά για τα πρώτα 2 βιβλία του, βρίσκει τις νέες του πρωταγωνίστριες, Έλενα και Λίλα, να μεγαλώνουν υπό συνθήκες φτώχειας, σεξισμού, ανελέητων διακρίσεων και ενός «στρωμένου μονοπατιού» στη Νάπολη των αρχών δεκαετίας του ‘60. Μέσα από τις σελίδες και των τεσσάρων βιβλίων, ανοίγεται μια πονεμένη και συνάμα εξαιρετικά συγκινητική κατάθεση ψυχής, που συμβολίζει, πάνω απ’ όλα, τον εγκλωβισμό της πόλης στον εαυτό της. Η ανάπτυξη είναι φαινομενική, και η απομάκρυνση από τους εκάστοτε «Ναπολιτανισμούς» δεν είναι παρά μια φευγαλέα διέξοδος, που απομακρύνει τους κατοίκους από τα χρόνια προβλήματα της πόλης: διαφθορά, οργανωμένο έγκλημα, νεποτισμός, έλλειψη διαρκούς σχεδίου.
Το οικονομικό «μπουμ» και η Καμόρα
Το 1980, η πόλη συνεχίζεται να αναπτύσσεται πληθυσμιακά και οικονομικά, για να βιώσει ένα ηχηρό πλήγμα. Ο ισχυρός σεισμός της Ιρπίνια εκείνη τη χρονιά αφήνει την πόλη με τα αιωνόβια κτίρια και μνημεία και την περιφέρεια της Καμπανία βαθιά πληγωμένες. Με περίπου 5.000 νεκρούς και χιλιάδες κατεστραμμένα κτίρια, οι ζημιές σε χωριά γύρω από τη Νάπολη, αλλά και στην ίδια την πόλη ήταν τεράστιες και επιζητούσαν μια ραγδαία αλλαγή πορείας. Ευτυχώς οι ιθύνοντες της πόλης το κατάλαβαν εγκαίρως, και κάπως έτσι η πόλη άλλαξε ρου. Στα επόμενα χρόνια αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο, δημιουργεί υποδομές όπως υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο και οχυρώνει τη βιομηχανία της. Η ποδοσφαιρική ομάδα της Νάπολης καταξιώνεται, έχοντας στην κατοχή της τον καλύτερο παίκτη του κόσμου, Ντιέγκο Μαραντόνα, και τα πράγματα φαίνεται πως βαίνουν καλώς. Η πόλη, όπως και σήμερα, ζει από το μεγάλο της λιμάνι, το εμπόριο, αλλά και μια ηχηρή βιομηχανία, ιδιαίτερα στον τομέα της σιδηρουργίας και της πετροχημείας. Παράλληλη είναι και η ανάπτυξη του τουρισμού, όχι, όμως τόσο της ίδιας της πόλης, όσο των γειτονικών περιοχών της Ακτής Αμάλφι και των νησιών της Ίσκια και του πανέμορφου Κάπρι.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως πίσω από τη φαινομενική ανάπτυξη, τα προβλήματα της πόλης την εμποδίζουν διαχρονικά από το να απογειωθεί ως σύγχρονη μετρόπολη. Υπαίτια σε μεγάλο βαθμό είναι σίγουρα η εγκληματικότητα και το οργανωμένο έγκλημα. Η περιβόητη Καμόρα, Μαφία της περιφέρειας της Καμπανία, έχει για πολλούς αιώνες αποτελεσματικά ελέγξει την οικονομία και το εμπόριο ναρκωτικών, δημιουργώντας παραοικονομία δισεκατομμυρίων. Ξεκινώντας από τον 17ο αιώνα σε μικρότερο οικογενειακό επίπεδο, το φημισμένο για τη βιαιότητά του συνδικάτο δεν έχει χάσει τον χαρακτήρα του, διατηρώντας μια γενικά οριζόντια οργάνωση. Κεντρική ιεραρχία δεν υπάρχει, συνεπώς η Καμόρα ουσιαστικά πρόκειται για ομάδες οικογενειών, με τεράστια επιρροή στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι της περιοχής. Η Καμόρα ελέγχει αποτελεσματικά τη γαλακτοκομία (ναι, και αυτά τα τυροκομεία που μας παράγουν την πολυαγαπημένη μας μοτσαρέλα), κάθε ψάρι που βρίσκεται στους πάγκους των ιχθυοπωλείων, το εμπόριο καφέ, καθώς και περίπου 2.500 αρτοποιεία διασκορπισμένα στην πολυπληθή περιφέρεια. Φυσικά, οι επιχειρήσεις-βιτρίνα, καθώς και οι εμμέσως ελεγχόμενες δεν έχουν σκοπό παρά να υποκρύψουν ή να ξεπλύνουν τις παράνομες δραστηριότητες των οικογενειών. Οι συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών είναι, δε, συχνές εξαιτίας της οικογενειακής δομής, και οδηγούν σε μια γενικευμένη αναταραχή και ανασφάλεια και υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας, καθώς και ανεργίας.
Μεγάλο είναι και το πρόβλημα της πόλης αναφορικά με τη διαχείριση των απορριμμάτων, αφού από τη δεκαετία του ‘80 μέχρι και περίπου το 2008 δεν υπήρχαν οργανωμένες δομές συλλογής απορριμμάτων (και όσες υπήρχαν ελέγχονταν από την Καμόρα), καθιστώντας τους ήδη στενούς δρόμους της πόλης εξαιρετικά επικίνδυνους. Η κατάσταση έχει βελτιωθεί, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδανική.
Το σήμερα και ο πολιτισμικός πλούτος της πόλης
Κανείς δε μπορεί να αμφιβάλλει πως η Νάπολη είναι μια μητρόπολη εκατομμυρίων, με σημαντικότατη συνεισφορά σε πολλά και ποικίλα επίπεδα. Αγγίζοντας τους 4 εκατομμύρια κατοίκους στη μητροπολιτική της περιοχή, αποτελεί το επίκεντρο του Ιταλικού νότου, και μια κοιτίδα πολιτισμού. Από το 1995, το ιστορικό της κέντρο βρίσκεται στη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο, ενώ διατηρεί εκατοντάδες ιστορικά μνημεία και σημαντικότατα μουσεία, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο του Καποντιμόντε και, σε μικρή απόσταση, την εντυπωσιακή και «θαμμένη» στη στάχτη Πομπηία.
Σε απόσταση αναπνοής από το ηφαίστειο του Βεζούβιου, θαρρεί κανείς πως οι κάτοικοι της Νάπολης ζούσαν πάντοτε με έναν φόβο αφανισμού. Με μια αίσθηση, πως κάθε τι που έχει χτιστεί, θα χαθεί. Η βιασύνη είναι έκδηλη στα στενά σοκάκια, όπως και οι διενέξεις. Τούτο, όμως, δεν εμπόδισε τους Ναπολιτάνους από το να αναπτύξουν μια πλούσια κουλτούρα. Από το να μιλούν την ξεχωριστή Ναπολιτάνικη διάλεκτο, που ελάχιστα θυμίζει Ιταλικά. Από το να αγαπήσουν τη μουσική, αναδεικνύοντας ένα ιδιαίτερο στυλ τραγουδιών πλην της ιστορικής όπερας, που αξιοποιούσε τη ρομαντική κιθάρα και το μαντολίνο. Από το να εφεύρουν ένα «φτηνό» μα πεντανόστιμο φαγητό, που έχει κατακτήσει τον κόσμο: την πίτσα. Ο πολιτισμικός πλούτος της πόλης είναι τεράστιος, και κάθε ελάττωμά της περιοχής σίγουρα δεν είναι ικανό να αποτελέσει τροχοπέδη σε μια επίσκεψη πλούσια σε εμπειρίες, γεύσεις, ακούσματα.
Ποιο θα είναι, λοιπόν, το μέλλον αυτής της ιδιαίτερης πόλης; Η ζωντάνια φαίνεται πως σιγά-σιγά ξεθωριάζει, και τα χρόνια προβλήματα κατά κανόνα δεν έχουν επιλυθεί. Παρά τις προσπάθειες της Ιταλικής Κυβέρνησης, η Καμόρα δεν ελέγχεται αποτελεσματικά και μάλιστα τα τελευταία χρόνια ένεκα της πανδημίας του κορωνοϊού επιστρέφει δυναμικά, ενώ η ρύπανση, η ανεργία και η ανέχεια παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα απ’ αυτά της υπόλοιπης χώρας. Μέσα σε ένα κλίμα περίεργο και μεταβαλλόμενο, κανείς δε μπορεί παρά να περιμένει πως η Νάπολη θα συνεχίσει, με ιδιότυπο τρόπο, να αποτελεί μια σταθερά στο χρόνο. Μια πόλη που κινείται με τις εξελίξεις, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί έναν χαρακτήρα ακέραιο, αρχέγονο, σχεδόν ηφαιστειακό. Μια πόλη, αληθινά, στην κόψη του ξυραφιού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Naples, Encyclopedia Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Elena Ferrante’s Naples: A photo essay, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- History of Naples- Past, present and future of the Italian city, Introducing Naples, διαθέσιμο εδώ