Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Ένας από τους πυλώνες διασφάλισης και κυριαρχίας του κράτους δικαίου είναι και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος συνίσταται στη δυνατότητα των δικαστηρίων να κρίνουν την εναρμόνιση ενός νόμου με το ισχύον Σύνταγμα. Σε αντίθεση με ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπου κυριαρχεί το μοντέλο του συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από ειδικό συνταγματικό δικαστήριο, η ελληνική νομική πραγματικότητα είναι διαφορετική, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν έχει ιδρυθεί στη χώρα μας Συνταγματικό Δικαστήριο, επιφορτισμένο με τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα.
Ειδικότερα, στη χώρα μας τηρείται το σύστημα του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από όλα τα δικαστήρια παντός βαθμού και δικαιοδοσίας. Ας πάμε, όμως, να εξετάσουμε τις λοιπές διακρίσεις του συγκεκριμένου θεσμού. Ανάλογα με τον χρόνο διενέργειας του ελέγχου, αυτός διακρίνεται σε προληπτικό, ο οποίος πραγματοποιείται πριν τη θέση σε ισχύ και εφαρμογή του νόμου, και σε κατασταλτικό, ο οποίος λαμβάνει χώρα μετά τη θέση σε ισχύ και εφαρμογή του νόμου. Επιπλέον, ανάλογα με το όργανο που διενεργεί τον έλεγχο, αυτός διακρίνεται σε δικαστικό, ο οποίος διενεργείται από τα δικαστήρια, σε πολιτικό, ο οποίος διενεργείται από τα πολιτικά όργανα (π.χ. τη Βουλή ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), και, τέλος σε διοικητικό, ο οποίος διενεργείται από τα διοικητικά όργανα.
Άλλη μια διάκριση του εν λόγω ελέγχου που χρήζει αναφοράς είναι πως ανάλογα με το αποτέλεσμα που μπορεί να επέλθει, ο έλεγχος διακρίνεται σε αποφασιστικό, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση που νόμου που κρίνεται αντίθετος στο Σύνταγμα, και σε διαπιστωτικό/δηλωτικό, ο οποίος επιφέρει τη μη εφαρμογή του νόμου που αντίκειται στο Σύνταγμα χωρίς, όμως, την εξαφάνισή του. Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων μπορεί, επίσης, να είναι είτε κύριος/ευθύς, δηλαδή να ασκείται ευθέως επί του νόμου ανεξαρτήτως διαδικασίας, είτε παρεμπίπτων, δηλαδή να ασκείται επ΄ αφορμή μιας διαφοράς, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου. Τέλος, ανάλογα με τον τρόπο άσκησης του ελέγχου, αυτός διακρίνεται σε αφηρημένο, όταν ασκείται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πραγματικά περιστατικά, και σε συγκεκριμένο, όταν ασκείται ενόψει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών μιας διαφοράς που καλείται να επιλύσει ο εκάστοτε δικαστής.
Εκτός από τον δικαστικό έλεγχο, το ελληνικό συνταγματικό δίκαιο προβλέπει και τον πολιτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των (σχεδίων ή προτάσεων) νόμων, ο οποίος είναι προληπτικός και ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 42 του Συντάγματος ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, αναφέροντας ταυτόχρονα και τους λόγους της αναπομπής.
Ιδιαίτερα σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν δύναται να πραγματοποιηθεί από τα διοικητικά όργανα, κατά την ορθότερη άποψη που επικρατεί στον νομικό κόσμο, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα η συγκεκριμένη δυνατότητα. Επίσης, σαφώς και τα διοικητικά όργανα δεν μπορούν να προβούν στον συγκεκριμένο έλεγχο, καθώς δεν διαθέτουν την εξειδίκευση να κρίνουν και δεν απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, όπως οι δικαστές, ενώ με αυτόν τον τρόπο θα παρεμποδιζόταν η ενιαία εφαρμογή των νόμων.
Όσον αφορά την έννοια της συνταγματικότητας, η οποία χρήζει περαιτέρω επεξήγησης, σκόπιμο είναι να τονιστεί ότι με τον συγκεκριμένο όρο νοείται ως η τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που τίθενται από το Σύνταγμα ως προς τη θέσπιση υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Η συνταγματικότητα με τη σειρά της διακρίνεται σε τυπική, ήτοι σε συμφωνία της μορφής και της διαδικασίας θέσπισης ενός νόμου προς τους ορισμούς του Συντάγματος, και σε ουσιαστική, δηλαδή σε μη αντίθεση του περιεχομένου ενός νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος. Άλλωστε, όπως αναφέρει το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την άσκηση δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων ελέγχεται μόνο η ουσιαστική και η εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα των νόμων, όχι όμως η εσωτερική τυπική συνταγματικότητα των νόμων (ή αλλιώς τα γνωστά σε όλους interna corporis=εσωτερικά ζητήματα της Βουλής, τα οποία ελέγχει η ίδια η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση των νόμων).
Συνοψίζοντας, μέσα από αυτή τη σύντομη εισαγωγή στο θεσμό του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, αυτό που πρέπει να συγκρατήσει κανείς είναι πως στην Ελλάδα ο έλεγχος ασκείται από όλα τα δικαστήρια και είναι συγκεντρωτικός, διάχυτος, σχετικός και κατ’ ένσταση. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματοποίησή του χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, προκειμένου να μην παραβιαστεί ο ακανθώδης θεσμός ενός δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου, που δεν είναι άλλος από τη διάκριση των εξουσιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων”, διαθέσιμο εδώ
- “Ποιος ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων και με ποιο τρόπο;”, διαθέσιμο εδώ
- “Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων”, διαθέσιμο εδώ