Του Βασίλειου Βούδη,
Δεν είναι τυχαίο πως μετά τη θανατική καταδίκη του Σωκράτη η φιλοσοφία υπέστη ένα γερό πνευματικό κραδασμό στα θεμέλιά της, καθώς γινόταν αντιληπτό πως ο δηκτικός χαρακτήρας της προς τα «όσια» της πόλης-κράτους θα είχε στην ίδια παρόμοιες συνέπειες με εκείνες του Σωκράτη. Επομένως, θα αναλογίζονταν κανείς πως οι σωκρατικοί φιλόσοφοι όφειλαν να «κωφεύουν» στα κακώς κείμενα της πόλης τους, προκειμένου να επιβιώσει όχι μόνο το «αξιόπιστο» φιλοσοφικό τους σύστημα, αλλά και οι ίδιοι. Βέβαια, αν ακολουθήθηκε αυτή η τακτική, αποτελεί άλλο ερώτημα, καθώς η απάντηση σε αυτό δεν είναι ούτε μονοδιάστατη ούτε απλοϊκή, λόγω των σύνθετων παραγόντων που περιπλέκουν ακόμη παραπάνω την κατάσταση.
Έτσι, λοιπόν, όπως αποδείχτηκε και παραπάνω, οι μεταβολές που λαμβάνουν μέρος στην ιστορική πορεία ενός έθνους δεν καθιστούν ποτέ τον πολιτισμό του αμετάβλητο. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η κατοπινή σταδιακή άνοδος της μακεδονικής κυριαρχίας θεωρείται ένας επιπρόσθετος παράγοντας, που μετέστρεψε τον τρόπο σκέψης των φιλοσόφων. Ειδικότερα, το αίσθημα φόβου για τη «λογοκρισία» της πόλης-κράτους μεταστράφηκε σταδιακά σε ένα αίσθημα ατομικότητας, που απαρνούνταν τα κοινά. Λογικό απότοκο, αφού πλέον η δημοκρατική συμμετοχή αντικαταστάθηκε από ένα καθεστώς μοναρχισμού, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν αποκλειστικά από τον βασιλιά.
Έτσι, οι μεταγενέστεροι του Σωκράτη φιλόσοφοι, οι οποίοι θεωρούνται και οι ιδρυτές πολλών φιλοσοφικών σχολών, έπρεπε μέσα σε αυτό το πλαίσιο να προσαρμόσουν και τις διδασκαλίες του Αλωκεπέως, δασκάλου με τις δικές τους πεποιθήσεις, διατηρώντας, όμως, ακέραια τη σωκρατική θέση ότι η γνώση είναι αρετή και η αρετή ευτυχία. Έτσι, ο δρόμος που ακολουθήσε ο καθένας για την ευδαιμονία ήταν διαφορετικός.
Ο Διογένης ήταν ένας από αυτούς, του οποίου, μάλιστα, η προσωπικότητα και η θυμοσοφία έχει χαραχτεί ανεξιτήλως με διαφορετικές κάθε φορά προσλήψεις στην Ιστορία της Φιλοσοφίας. Ο ίδιος γεννήθηκε στην παραθαλάσσια πόλη της Σινώπης του Πόντου, την εποχή που στην Αθηναϊκή Δημοκρατία η πολιτική κατάσταση ήταν ρευστή λόγω των Τριάκοντα Τυράννων. Έζησε αρκετά χρόνια στη γενέθλια πόλη του, εργαζόμενος ως βοηθός του πατέρα του, ο οποίος ήταν τραπεζίτης. Ωστόσο, η αίγλη του επαγγέλματός του λοιδόρησε το όνομά του, καθώς ο πατέρας του κατηγορήθηκε ως παραχαράκτης των νομισμάτων της πόλης τους. Έτσι, η εξορία του προγόνου του σήμανε και τον δικό του «εξοβελισμό» από την πόλη. Βέβαια, η κατηγορία δε γνωρίζουμε αν ευσταθεί, επειδή εκείνη την περίοδο τη διακυβέρνηση της πόλης κατείχε ένας σατράπης.
Στιγματίστηκε έντονα λόγω της παρούσας κατηγορίας. Ωστόσο, δεν τη δέχτηκε ποτέ παθητικά. Κάθε φορά που έρχονταν αντιμέτωπος με τον χαρακτηρισμό του παραχαράκτη, ο ίδιος απαντούσε πως είναι τυχερός, αφού η πράξη αυτή τον οδήγησε στη Φιλοσοφία και δεν τον καταδίκασε να ζει στη Σινώπη, στην οποία καταδικάστηκαν να ζουν οι συμπολίτες του.
Οι περιπέτειές του, όμως, συνεχίστηκαν. Ειδικότερα, μετά τον θάνατο του ρήτορα Αντισθένη, εγκατέλειψε την Αθήνα, με σκοπό να φτάσει στην Αίγινα. Στην πορεία του ταξιδιού του, συνελήφθη από πειρατές, καταλήγοντας στην Κρήτη, χωρίς, όμως, να παραμείνει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού κατάληξε στο σπίτι ενός Κορίνθιου, όπου διαπαιδαγώγησε τους δύο γιους του. Γενικότερα, η βιβλιογραφική παράδοση παρουσιάζει τον Διογένη ως έναν φιλόσοφο πολυταξιδεμένο σε διάφορες πόλεις και νησιά του ελλαδικού χώρου, μεταξύ αυτών τα Μέγαρα, την Ολυμπία, τη Μίλητο, τη Ρόδο και τη Σαμοθράκη.
Βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, αφού η γενικότερη πρόσληψη του Διογένη αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση για τους επιστήμονες εξαιτίας της έλλειψης τεκμηρίων. Συγκεκριμένα, η προφορική διδασκαλία του Διογένη αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα σημαντικό παράγοντα, αφού γίνεται κατανοητή η δυσκολία διάσωσής τους. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως στη διάρκεια των ετών είναι πολύ πιθανό ορισμένες θέσεις των Κυνικών να έχουν αποσιωπηθεί ή παρερμηνευτεί.
Η λέξη «κυνικός» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κύων», που σημαίνει σκύλος. Η επιλογή του συγκεκριμένου προσωνυμίου δεν είναι τυχαία, καθώς η δηκτικότητα και η ειλικρίνεια με την οποία πορεύονταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους παρέπεμπε στα κύρια χαρακτηριστικά του παραπάνω ζώου. Οι θεωρίες τους, μάλιστα, έδιναν βαρύνουσα σημασία στα ζώα, τα οποία ζούσαν όπως έπρεπε, εν αντιθέσει με τους ανθρώπους.
Με άλλα λόγια, οι Κυνικοί ήταν υπέρμαχοι του Φυσικού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο οφείλουν να ζουν όλα τα έμβια όντα, από τα ζώα έως και τους ανθρώπους. Οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτό θεωρούνταν αντίθετη στη φύση, άρα και ηθικά μεμπτή. Γι’ αυτόν τον λόγο, υποστήριζαν πως ο πολιτισμός, ως τεχνικό κατασκεύασμα των ανθρώπων, αλλοίωσε τον αληθινό χαρακτήρα της φύσης τους. Λόγου χάρη, οι κατασκευές που διευκολύνουν την καθημερινότητά μας και οι νόμοι υποσκάπτουν τις φυσικές αρχές βάσει των οποίων πρέπει να ζούμε, αφού είναι πολιτιστικό κατασκεύασμα. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι καθόλου παράξενο που ο Διογένης παρουσιάζεται ως ένας ρακένδυτος άνθρωπος που ζει μέσα στο πιθάρι του. Αποκορύφωμα αποτελεί και το γνωστό συμβάν, ότι δηλαδή είχε φτάσει στο σημείο να μιλήσει απότομα στον Μέγα Αλέξανδρο, επιδεικνύοντας πως αγνοεί τους νόμους που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Αν εξετάσουμε την πορεία της σκέψης τους και την αναλογία ανάμεσα στα ζώα και στους ανθρώπους, θα καταλαβαίναμε πως μέσα σε αυτήν παρέλειψε μια βασική πτυχή της ανθρώπινης φύσης που δεν ανιχνεύεται πουθενά αλλού. Αυτό είναι ο λογικός χαρακτήρας της και είναι σίγουρο πως η διαβίωση μας σε πρωτόγονες συνθήκες και η άρνηση της προόδου του πολιτισμού και της επιστήμης αποτελούν άλογες προεκτάσεις του εαυτού μας.
Συμπερασματικά, η «αυτάρκεια» και η «ελευθερία» από τον πολιτισμό θεωρούνται οι έννοιες-κλειδιά, προκειμένου να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάστασή μας. Συγκεκριμένα, η απουσία υλικών αγαθών δε συνεπάγεται κάποια ιδιαίτερη στέρηση απολαύσεων, αφού, σύμφωνα με τους ίδιους, οι υλικές απολαύσεις είναι ψευδείς και μπορεί κάποιος να τις αγνοήσει μέσω της εξάσκησης. Όμως, η σωματική εξάσκηση δεν αρκεί από μόνη της. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να είναι και πνευματική, ώστε ο άνθρωπος να εξασφαλίσει την τελειότητα του βίου του.
Ποιος ο λόγος, όμως, που οι Κυνικοί να διαμένουν στις πόλεις, οι οποίες αποτελούν και τις «μήτρες» του πολιτισμού; Αρχικά, πίστευαν πως η αλλαγή προκύπτει βάσει ατομικού στοχασμού. Σε αυτό επηρεάστηκαν από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής που πρέσβευαν τον ατομικισμό. Όμως, πίστευαν, παράλληλα, πως η μη αφύπνιση άλλων ανθρώπων από τον πνευματικό λήθαργο αποτελούσε ανορθόδοξη τακτική, γι’ αυτό και ήταν καθήκον τους να τους «ταρακουνήσουν» και να τους δώσουν το έναυσμα να συλλογιστούν. Για να επιτευχθεί αυτό, συγκεντρώνονταν σε μέρη με αρκετό κόσμο, όπως η Αγορά, όπου στο πλαίσιο συζητήσεων διέγειραν το ενδιαφέρον των συμπολιτών τους με τον γνωστό καυστικό τρόπο.
Τέλος, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους Κυνικούς και στους άλλους φιλοσόφους της εποχής δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στον ρηξικέλευθο χαρακτήρα τους, αλλά και σε άλλα σημεία. Επεξηγηματικά, δεν ήταν Σχολή, όπως ο Πλατωνισμός. Επίσης, συστηματικές θεωρίες διδασκαλίας δεν είχαν. Μάλιστα, ούτε σταθερό φιλοσοφικό σύστημα διέθεταν. Υπό αυτήν την άποψη θα χαρακτηρίζονταν ως αιρετικοί φιλόσοφοι. Όμως, μια τόσο χονδροειδής προσέγγιση δεν κρίνεται επιτρεπτή σε μια τόσο περιληπτική παρουσίασή τους. Απαιτείται μια ενδελεχής και προσεκτική εξέταση που δε μπορεί να λάβει μέρος εδώ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κάλφας, Β. & Ζωγραφίδης, Γ. (2006). Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, σελ. 157 – 171