Του Τάσου Καλαντζή,
Ευκταίο είναι να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις στον χώρο της παιδείας, οι οποίες θα αντιπροσωπεύουν θεωρητικά και πρακτικά την κατάταξη της Ελλάδας στα δυτικά-ανεπτυγμένα συστήματα κρατών. Η Υπουργός Παιδείας φαίνεται να έχει καταλάβει πως το σχολείο χρειάζεται πλέον αναβάθμιση και πως είναι ανεπίτρεπτο να βρίσκεται αξιολογικά τόσο πίσω σε σχέση με τα αντίστοιχα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και αυτός είναι ο λόγος, κατά τη γνώμη μου, για τον οποίο προχώρησε στον εκσυγχρονισμό – κατά κάποιον τρόπο – του διδακτικού προγράμματος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το νέο πρόγραμμα που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας έχει ως βασικούς στόχους να βελτιώσει την εκπαιδευτική διαδικασία, αφού στοχεύει, σύμφωνα με την Υπουργό, στον περιορισμό των ήδη παρωχημένων μοντέλων διδασκαλίας, αλλά και σε έναν γενικότερο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών μονάδων, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ψηφιοποίησης και στον τομέα της παιδείας. Είναι σαφώς σημαντικό το ότι υπάρχει η θέληση και η πρωτοβουλία να αλλάξουν οι παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά το θέμα είναι τι αλλάζουμε σε ποιοτικό επίπεδο.
Κατά το σχολικό έτος 2023-2024 τα προγράμματα σπουδών θα αλλάξουν σε όλες τις βαθμίδες. Πιο συγκεκριμένα, τα μαθηματικά, η φυσική, η λογοτεχνία και τα αρχαία ελληνικά θα αλλάξουν ως προς τον τρόπο που διδάσκονται. Τα μαθήματα των θετικών επιστημών θα γίνουν, επιτέλους, πιο πρακτικά και περισσότερο διαδραστικά. Παράλληλα, τα μαθήματα των θεωρητικών επιστημών θα στοχεύουν στη συνδυαστική και κριτική σκέψη με το να διδάσκονται οι μαθητές λιγότερη ύλη σε περισσότερα έργα, τα οποία θα παραδίδονται εν συνόλω και όχι αποσπασματικά, ώστε να υπάρχει σφαιρική αντίληψη και γνώση επί αυτών.
Η εκπόνηση ενός τέτοιου προγράμματος καθίσταται υψίστης σημασίας, καθώς δίνει το απαραίτητο πάτημα για την πραγμάτωση της προόδου στη γενική εκπαίδευση. Πολλοί είναι αυτοί που θα σπεύσουν με χαρά να πλέξουν το εγκώμιο στην Υπουργό, η οποία παίρνει μία τόσο γενναία απόφαση. Από την άλλη πλευρά, δεν γίνεται να μην παρατηρήσει κανείς ότι η Κυβέρνηση προβαίνει σε τόσο επικοινωνιακές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες στοχεύουν ως επί το πλείστον να εντυπωσιάσουν την κοινή γνώμη, προβάλλοντας τον «αέρα της αλλαγής», παρά να βελτιώσουν θεμελιωδώς την κατάσταση.
Τα σχολεία δεν πάσχουν μόνο στο διδακτικό πρόγραμμά τους· το πρόβλημα αυτό είναι ίσως το τελευταίο μπροστά σε αυτά που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι σχολικές μονάδες στην Ελλάδα. Αρχικά, δεν είναι λίγες οι σχολικές δομές, οι οποίες δεν είναι εξοπλισμένες με τα βασικά, όπως με επαρκή αριθμό αιθουσών διδασκαλίας. Σε πολλά σχολεία της χώρας γίνονται μαθήματα σε λυόμενες κατασκευές ή και σε χώρους που προορίζονται για αποθήκες. Δεύτερον, πολλά κτίρια δεν πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές λειτουργίας, όσον αφορά τις συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής, πράγμα που καθιστά τα σχολεία ακατάλληλα να λειτουργούν κάτω από ειδικές συνθήκες, όπως κακοκαιρίες, αλλά και εν καιρώ πανδημίας, παρόλο που σήμερα διεξάγονται σε αυτούς τους χώρους μαθήματα. Τρίτον, πολλά σχολεία δεν τηρούν τα κριτήρια αντισεισμικής προστασίας, με την προβληματική να τίθεται στο γεγονός ότι είμαστε μία χώρα με έντονη σεισμική δραστηριότητα.
Οφείλουμε, επιπρόσθετα, να τονίσουμε πως τα προβλήματα των σχολικών μονάδων δεν περιορίζονται μόνο στον λειτουργικό τομέα των κτηριακών υποδομών. Καίριο πρόβλημα είναι και η έλλειψη των αναγκαίων τεχνολογικών μέσων, αφού πολλά σχολεία δεν διαθέτουν επαρκές χρηστικό απόθεμα ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεν έχουν εξοπλισμένα εργαστήρια ή και πρόσβαση στο διαδίκτυο πολλές φορές, ιδιαίτερα σε ορεινές ή νησιωτικές περιοχές της επικράτειας. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούνται οι ελλείψεις που υπάρχουν σε ό,τι αφορά το διδακτικό προσωπικό. Στα περισσότερα – αν όχι σε όλα – κατά το ήμισυ το ανθρώπινο δυναμικό αποτελείται από αναπληρωτές, στοιχείο που φανερώνει τις υπέρογκες ελλείψεις στις σχολικές μονάδες, αλλά και το ότι η παιδεία συνιστά τον «αδικημένο παίκτη» του κρατικού προϋπολογισμού.
Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, πρέπει να αναρωτηθούμε σχετικά με τα ακόλουθα: Τελικά το βασικό πρόβλημα των σχολείων είναι πράγματι και μόνο το πρόγραμμα διδασκαλίας τους; Γιατί το κράτος, ενώ δεν επιλύει ουσιώδη λειτουργικά προβλήματα των σχολείων, θα εκσυγχρονίσει το πρόγραμμα διδασκαλίας; Πώς ένα δημόσιο σχολείο, παρόλο που δεν έχει αρκετές αίθουσες διδασκαλίας για να διεκπεραιώσει το ήδη θεσμοθετημένο έργο της, θα αποκτήσει εργαστήριο για τα μαθήματα των θετικών επιστημών, όπως προβλέπονται στο νέο πρόγραμμα; Πρόκειται για προβληματισμούς που εκτείνονται σε όλο το νέο μεταρρυθμιστικό φάσμα, το οποίο προσπαθεί να θεμελιωθεί σε εξαρχής μετέωρες βάσεις και, συνεπώς, η επιτυχία του καθίσταται αμφίβολη.
Καταληκτικά, εύκολα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η κυβέρνηση δεν πρόκειται να εκσυγχρονίσει εν τοις πράγμασι κανένα σχολείο, καθότι τα προβλήματα είναι πολλά και τα χρήματα που χρειάζονται για να επιλυθούν ακόμη περισσότερα. Έχει καταστεί σαφές πως η Υπουργός Παιδείας προσπαθεί να δημιουργήσει μαθητές και φοιτητές δύο ταχυτήτων, προσπαθεί να μετατρέψει την εκπαίδευση σε προνόμιο από καθολικό δικαίωμα, όπως προκύπτει από τα προωθούμενα νομοσχέδια και τις νέες κυβερνητικές ρυθμίσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ποιες αλλαγές φέρνουν τα νέα προγράμματα σπουδών σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, Μάρνυ Παπαματθαίου, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σχολείο: Αλλάζουν όλα στα αρχαία ελληνικά, Απόστολος Λακασάς, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ