Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η τετραμερής συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου και Γαλλίας, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αλλά και σε ειδικότερα ζητήματα που μας αφορούν, όπως το Κυπριακό. Αποτελεί δε μία ακόμη παράμετρο της αναβάθμισης των ελληνογαλλικών σχέσεων, που σφραγίστηκε με την πρόσφατη σύναψη της Συμφωνίας Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης Ελλάδας-Γαλλίας, με την ανάληψη της Προεδρίας της Ε.Ε. από τη Γαλλία, την 1η Ιανουαρίου του 2022, να δημιουργεί προσδοκίες και για άλλες ευνοϊκές εξελίξεις.
Η ένταξη της Ελλάδας, αλλά και της αδερφής χώρας της, Κύπρου, σε πολυμερή σχήματα συνεργασίας, είναι κομβικής σημασίας για την ασφάλεια και την εν γένει προαγωγή των εθνικών μας συμφερόντων. Του ανωτέρω σχήματος «3+1» έχουν προηγηθεί και άλλα με τη συμμετοχή των Η.Π.Α., του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Και τούτο, διότι είναι σαφές ότι στις μέρες μας και στο «παγκοσμιοποιημένο» περιβάλλον που καλούμαστε να λειτουργήσουμε, ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει και οι εξελίξεις λαμβάνουν χώρα ταχύτατα.
Η διπλωματική γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούν τόσο οι κυβερνήσεις, αλλά και πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες, που χαράσσουν εξωτερική πολιτική, όπως και πολλοί άλλοι παράγοντες του δημοσίου βίου, είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και σωτήρια στο πλαίσιο διεξαγωγής των διεθνών σχέσεων. Παρόλα αυτά, η ίδια γλώσσα δεν θα πρέπει να θολώνει την πραγματική εικόνα σχετικά με τους κινδύνους, τις προκλήσεις και τις εν γένει επιδιώξεις, τις οποίες η Ελλάς και ο απανταχού Ελληνισμός καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Οι σχέσεις μας με την Τουρκία ουδέποτε θα γίνουν σχέσεις ειρηνικές, φιλικές, ή συνεργατικές, με το περιεχόμενο που αυτοί οι όροι λαμβάνουν, όταν θέλουν να περιγράψουν αμφότερες τις σχέσεις τους με τρίτα κράτη. Οι λόγοι είναι σίγουρα και ιστορικοί, ωστόσο άπτονται και αυτού καθ’ αυτού του σημερινού τοπίου στις δύο πλευρές του Αιγαίου, τα Βαλκάνια και την Κύπρο. Η Τουρκία προσπαθεί, μέσω των διεκδικήσεών της, να επωφεληθεί εις βάρος μας. Δεν υπάρχει χώρα και κυβέρνηση με στοιχειώδη πατριωτική συνείδηση που να μην υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Αυτή η υπεράσπιση δύναται να πραγματωθεί με διάφορα μέσα, την κατά μόνας ή τη συνδυασμένη χρήση αυτών: Με κινήσεις στη διεθνή σκακιέρα, όπως η ανωτέρω, που θα δημιουργήσουν ένα πλέγμα συμμαχιών, ιδανικών για την προάσπιση και την προαγωγή των συμφερόντων μας σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα και με την επιδίωξη της συνεχούς διεύρυνσης της οικονομικής ισχύος της χώρας μας και την αύξηση της παρεμβατικής της δυνατότητας και του αποτυπώματός της στις οικονομίες άλλων κρατών. Με την ισχυροποίηση της θέσης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους Διεθνείς Οργανισμούς και, τέλος, με την εξασφάλιση στρατιωτικής υπεροχής, η οποία θα λειτουργεί αποτρεπτικά έναντι κάθε επιβουλής.
Δυστυχώς, κατά τη μνημονιακή δεκαετία, η θέση της χώρας μας στο διεθνές στερέωμα υποχώρησε. Είναι όμως γεγονός ότι, πριν ακόμα την οικονομική χρεοκοπία του 2010, η ισχύς της σε όλους τους ανωτέρω νευραλγικούς ακολουθούσε φθίνουσα πορεία. Μια πορεία ούσα απόρροια τόσο της ανικανότητας των κυβερνώντων όσο και της επικράτησης απόψεων στον δημόσιο βίο, εν γένει, και στον ακαδημαϊκό χώρο, ειδικότερα, οι οποίες διαπνέονταν από «εθνομηδενιστικό» και «ορθοπολίτικο» πνεύμα. Η διαστρέβλωση των εννοιών ήταν πολλές φορές απόλυτη, ενώ η επίπλαστη ευμάρεια άμβλυνε τα αντανακλαστικά των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που χαρακτηρίζονται από εγγενή ευαισθησία στα πατριωτικά ζητήματα και σταθερή προσήλωση στα εθνικά συμφέροντα. Η προσπάθεια για ειρηνική επίλυση των διαφορών ταυτίστηκε ανεπίτρεπτα με την άκρατη υποχωρητικότητα. Ο πατριωτισμός δαιμονοποιήθηκε, ταυτιζόμενος με τον τοξικό εθνικισμό. Η αγωνία για το μέλλον του έθνους-κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης θεωρήθηκε παρωχημένη «παραξενιά». Ο ευρωπαϊσμός έφτασε να ορίζεται ως τυφλή υποταγή στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Η ανάγκη επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης των πολιτισμών εκτραχύνθηκε στη σχετικοποίηση και την ισοπεδωτική πολυπολιτισμικότητα. Η έννοια της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκφυλίστηκε σε στείρο κι αυταρχικό δικαιωματισμό.
Είναι καιρός να δούμε κατάματα την πραγματικότητα και να αποφασίσουμε πώς επιθυμούμε να δούμε τη χώρα μας στη διεθνή σκηνή. Όλοι οι δρώντες στη δημόσια σφαίρα οφείλουν να μιλήσουν ξεκάθαρα για το όραμά τους και τη ρεαλιστική υλοποίησή του. Έχουμε εισέλθει σε μία εποχή, όπου οι διαιρετικές τομές, τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και στη διεθνή σκακιέρα, δεν είναι οι παραδοσιακές. Η Ιστορία παράγεται με ταχείς ρυθμούς και όποιος αδυνατεί να ακολουθήσει, είναι καταδικασμένος…