Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν, αναμφίβολα, μία από τις λαμπρότερες σελίδες της στρατιωτικής ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, η προερχόμενη από την ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 Ελλάδα κατόρθωσε να διπλασιάσει την έκτασή της και να θέσει τα θεμέλια για τη διαμόρφωση της ελληνικής επικράτειας όπως είναι γνωστή σήμερα. Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και συγκεκριμένα στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, όπου μια μέρα σαν τη σημερινή, πριν 109 χρόνια, ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την προσπάθεια κατάληψης της μεγαλύτερης πόλης της Ηπείρου.
Είναι αλήθεια ότι, κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η περιοχή της Ηπείρου δεν εντάσσονταν στα άμεσα σχέδια του ελληνικού επιτελείου. Πρωταρχικός στόχος αποτελούσε η Μακεδονία, με τη Θεσσαλονίκη να είναι, ίσως, το πολυτιμότερο «έπαθλο» του πολέμου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η δύναμη του στρατού της Ηπείρου κυμαίνονταν μεταξύ 10-13 χιλιάδων ανδρών, με αρχηγείο την πόλη της Άρτας. Επιπλέον, ο ρόλος του στρατεύματος θα ήταν κυρίως αμυντικός, καθώς θα λειτουργούσε ως πλαγιοφυλακή του στρατού της Θεσσαλίας, ο οποίος αποτελούσε και την κύρια δύναμη του ελληνικού στρατού.
Ωστόσο, οι παρευρισκόμενες στην Ήπειρο δυνάμεις σημείωσαν εντυπωσιακή πρόοδο στις πρώτες επιχειρήσεις που ανέλαβαν. Το αποτέλεσμα ήταν, στις 20 Οκτωβρίου, να φτάσει στο στράτευμα διαταγή από το Υπουργείο Στρατιωτικών, με την οποία του δινόταν η δυνατότητα να προχωρήσει σε ενέργειες επιθετικού χαρακτήρα. Ως στόχος ορίστηκε η κατάληψη όσων περισσότερων εδαφών στην περιοχή της Ηπείρου γινόταν, ενώ αναφέρονταν και η ενίσχυση του στρατεύματος μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Ακολούθησε ένας περίπου μήνας επιθετικών επιχειρήσεων, κατά τις οποίες καταλήφθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Ωστόσο, η σημαντικότερη πόλη της περιοχής, αυτή των Ιωαννίνων, παρέμενε υπό οθωμανική κατοχή. Η μορφολογία του εδάφους της ευρύτερης περιοχής και οι άριστες οχυρώσεις του Μπιζανίου καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την προέλαση του, κάπως ενισχυμένου, στρατού της Ηπείρου. Ορμώμενο, όμως, από τις πρόσφατες νικηφόρες συγκρούσεις, το ελληνικό στράτευμα θεωρούσε ότι διέθετε τις ικανότητες να προχωρήσει στην κατάληψη των Ιωαννίνων και των γύρω οχυρών με τις υπάρχουσες δυνάμεις.
Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν στις 29 Νοεμβρίου, με την πρώτη φάση αυτών να διαρκεί μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου. Στο διάστημα αυτό δε σημειώθηκε καμία αξιόλογη πρόοδος, με τον ελληνικό στρατό να αρκείται στην κατάληψη ορισμένων θέσεων γύρω από τις οθωμανικές οχυρές θέσεις. Η μέτρια πορεία των επιχειρήσεων ανησύχησε έντονα την ελληνική πλευρά. Η τελευταία βρισκόταν υπό έντονη πίεση, καθώς ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που δεν προχώρησε σε ανακωχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου να προσαρτήσει την περιοχή της Ηπείρου και να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση στις διαπραγματευτικές συνομιλίες που θα ακολουθούσαν.
Με την επικράτηση των παραπάνω συνθηκών στο ελληνικό στρατόπεδο δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι αμφισβήτησαν τις ικανότητες του επικεφαλής του στρατού της Ηπείρου, αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο στρατηγός και μετέπειτα βασιλέας του ελληνικού κράτους, Κωνσταντίνος Α΄. Το Υπουργείο Στρατιωτικών αφουγκράστηκε τις ανησυχίες του διαδόχου, διορίζοντας τον ίδιο διοικητή των επιχειρήσεων στα Ιωάννινα. Αυτός, έφθασε στη Φιλιππιάδα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο των ελληνικών δυνάμεων, στις 10 Ιανουαρίου. Μάλιστα, προχώρησαν στην ενίσχυση του τοπικού στρατεύματος με την αποστολή δύο μεραρχιών.
Όσο καιρό ελάμβαναν χώρα οι παραπάνω εξελίξεις στο ελληνικό στρατόπεδο, οι Οθωμανοί δεν έμειναν άπραγοι. Τουναντίον, οι αμυνόμενοι ενισχύθηκαν με στρατιωτικές μονάδες που κατέφθασαν από την, απολεσθείσα για τους Οθωμανούς, περιοχή του Μοναστηριού. Η δεύτερη φάση των επιχειρήσεων ξεκίνησε στις 7 Ιανουαρίου, με τον ελληνικό στρατό να σημειώνει ορισμένες μικρές επιτυχίες. Ωστόσο, οι άσχημες καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν τη συνέχιση των επιθετικών ενεργειών, με τους Έλληνες στρατιώτες να παραμένουν στις καταλαμβανόμενες θέσεις.
Οι πρώτες επιχειρήσεις υπό τη διοίκηση του Κωνσταντίνου Α΄ δεν είχαν ιδανική έναρξη. Συγκεκριμένα, η έντονη αντίσταση του αντίπαλου στρατεύματος και οι συνεχιζόμενες άσχημες καιρικές συνθήκες ανάγκασαν τον ελληνικό στρατό να διακόψει για λίγες μέρες τη δράση του. Όμως, κατά την περίοδο αυτή, οι οθωμανικές δυνάμεις άσκησαν έντονη πίεση στα «άκρα» της ελληνικής παράταξης, με αποτέλεσμα την προσωρινή υποχώρηση των επιτιθέμενων σε εκείνες τις περιοχές.
Η, περιορισμένης έκτασης, αντεπίθεση των Οθωμανών διήρκεσε μέχρι τις αρχές του Φεβρουαρίου. Πλέον, ο ελληνικός στρατός μπορούσε να αναλάβει ξανά επιθετικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, ο Έλληνας Αρχιστράτηγος είχε ένα σοβαρό πρόβλημα, για το οποίο δε μπορούσε να κάνει τίποτα: ο καιρός. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες είχαν θέσει εκτός μάχης μεγάλο αριθμό στρατιωτών. Υπολογίζεται ότι στις αρχές Φεβρουαρίου οι διαθέσιμοι στρατιώτες έφταναν τους 28 χιλιάδες, αριθμός που σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιούσε τον Κωνσταντίνο.
Ο Έλληνας Αρχιστράτηγος ζήτησε να του αποσταλούν ενισχύσεις, προκειμένου να ενισχυθούν οι πιθανότητες επιτυχίας της σχεδιαζόμενης γενικής επίθεσης. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη στο μέτωπο, ώστε να εξετάσει την ορθότητα του αιτήματος, το οποίο, ωστόσο, δεν ικανοποιήθηκε, παρά σε ελάχιστο βαθμό. Ο Κωνσταντίνος ήταν αναγκασμένος να βασίσει την, προγραμματισμένη για την 20η Φεβρουαρίου, γενική επίθεση, κατά βάση, στις υπάρχουσες δυνάμεις.
Σύμφωνα με το τελικό πλάνο, ο ελληνικός στρατός θα χωριζόταν σε τρία τμήματα, τα οποία θα επιτίθονταν στο σύνολο των εχθρικών θέσεων γύρω από την πόλη των Ιωαννίνων. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί στους Οθωμανούς η εντύπωση ότι οι ελληνικές δυνάμεις θα εκδήλωναν επίθεση από το αριστερό τους άκρο. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος είχε ενισχύσει σημαντικά τη δική του αριστερή πτέρυγα, ώστε να αιφνιδιάσει τις αντίπαλες δυνάμεις. Όλα έδειχναν έτοιμα για την εκδήλωση της επίθεσης.
Η μέρα εφαρμογής του σχεδίου του Αρχιστράτηγου έφτασε. Το τμήμα που θα επιχειρούσε εναντίον της αριστερής πτέρυγας της οθωμανικής παράταξης συνάντησε, όπως αναμενόταν, σφοδρή αντίσταση. Στην άλλη άκρη του μετώπου τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν όλες επιθυμητές θέσεις, χρησιμοποιώντας τη «δύναμη» της ξιφολόγχης τους. Μάλιστα, κατάφεραν να διακόψουν τις τηλεπικοινωνίες Ιωαννίνων-Μπιζανίου, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση στο οθωμανικό στρατόπεδο.
Κατά τις τελευταίες ώρες της 20ης Φεβρουαρίου, έφτασε στο ελληνικό στράτευμα μία επιστολή που πρότεινε την άνευ όρων παράδοση των Ιωαννίνων. Ο Κωνσταντίνος άδραξε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε και συμφώνησε, διατάζοντας παράλληλα παύση πυρός στο σύνολο του μετώπου. Τα ευχάριστα νέα έφτασαν στην Αθήνα και την ελληνική κυβέρνηση και στις 22 Φεβρουαρίου οι Έλληνες στρατιώτες παρέλασαν στα Ιωάννινα.
Η επιτυχής πολιορκία των Ιωαννίνων υπήρξε από τα τελευταία σημαντικά γεγονότα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Το παράτολμο εγχείρημα της ελληνικής πλευράς να μην προχωρήσει σε ανακωχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η ευτυχής έκβαση αυτού αναδεικνύει την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και τη «νοοτροπία νικητή» που είχε αποκτήσει μέσα σε λίγα χρόνια το ελληνικό κράτος. Ωστόσο, η λήξη του συγκεκριμένου πολέμου υπήρξε απλά το τέλος της αρχής, καθώς η Ελλάδα είχε εισέλθει, εν αγνοία της φυσικά, σε μια σειρά πολεμικών αναμετρήσεων, της οποίας το επισφράγισμα ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1977), Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Δ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
- Dakin, Douglas (2012) Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, 7η ανατύπωση, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
- Hall, C. Richard (2000), The Balkan Wars 1912–1913, London and New York: Routledge