Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Πιστεύω πως κανείς στη σύγχρονη εποχή δε μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία και την αξία που έχει η σωστή παιδεία για τους νέους. Το πρόβλημα του τι ακριβώς πρέπει να διδάσκονται οι νέοι παραμένει αντικείμενο συζήτησης και έρευνας εδώ και αιώνες, και μάλλον θα εξακολουθήσει να παραμένει δυσεπίλυτο, αν όχι αναπάντητο το τι, τελικά, συνιστά την ιδανική παιδεία. Οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι» ασχολήθηκαν ενεργά με το ζήτημα αυτό, ειδικά κατά την κλασική εποχή της δημοκρατικής Αθήνας, καθώς και κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Ένας από τους κυριότερους εκφραστές και μελετητές αυτούς του «παιδαγωγικού γρίφου» υπήρξε και ο βιογράφος, ιστορικός και φιλόσοφος Πλούταρχος (περ. 46-119 μ.Χ.) από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Ο ίδιος ταξίδεψε σε πολλές περιοχές του τότε γνωστού αρχαίου κόσμου, γνώρισε πολλούς και σοφούς ανθρώπους, ενώ σε επιγραφή αναφέρεται ότι είχε αποκτήσει την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και υπάρχουν ενδείξεις πως είχε συναντηθεί με τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό. Ο Πλούταρχος, -ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν-, επιθυμούσε, πέρα από τη διδασκαλία, τα θρησκευτικά ζητήματα και τα φιλοσοφικά θέματα, να καταπιαστεί με την επίλυση ανθρώπινων προβλημάτων. Εκ των 227 έργων που αποδίδονται σ’ αυτόν, το «Περί Παίδων Αγωγής» θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα. Ο Πλούταρχος σ’ αυτό υποστηρίζει ότι η παιδεία αποτελεί το ύψιστο αγαθό που μπορεί να κατακτήσει ο άνθρωπος. Η παιδεία παρουσιάζεται ως ανώτερη από την «τυχαία» ευγενική καταγωγή, τον ευμετάβλητο πλούτο και τη φθίνουσα με τον χρόνο σωματική ομορφιά, επειδή ως αγαθό είναι «αθάνατο» και «θεϊκό», που καλλιεργεί τη Νόηση (Νους) και εξασκεί τη Λογική (Λόγος).
Ήδη από την αρχή του έργου του, ο Πλούταρχος διακηρύσσει το θέμα με το οποίο θα ασχοληθεί, δηλαδή ποια είναι η διαδικασία εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθηθεί, προκειμένου οι ελεύθεροι νέοι της εποχής -αποκλειστικά άρρενες- να μετατραπούν σε «καλούς καγαθούς» πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι γυναίκες, οι δούλοι, οι απελεύθεροι, οι μέτοικοι και ορισμένες άλλες κοινωνικές ομάδες δεν είχαν δικαίωμα στην εκπαίδευση στην πλειοψηφία των πόλεων-κρατών. Περισσότερη έμφαση δινόταν στην αγωγή και την παιδεία, παρά στη στείρα γνωσιοκεντρική διδασκαλία, θέτοντας ως διαχρονικό στόχο τη διάπλαση του χαρακτήρα των νέων με μαθήματα ζωής και όχι γνώσης, τα οποία θα τους ακολουθούν σε όλη τη μετέπειτα ζωή τους, ούτως ώστε ολοκληρωμένες προσωπικότητες να αναλάβουν την ενασχόληση με τις δημόσιες υποθέσεις, τα «κοινά» της πόλης-κράτους, διασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την επιβίωση και συνέχειά της.
Η αγωγή, λοιπόν, των νέων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την πολιτική, η οποία ξεκινάει ήδη με την ανατροφή του παιδιού και τις επιρροές που αυτό θα λάβει εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η ανατροφή ξεκινάει πολύ πριν την απόκτηση του παιδιού, από τη συμπεριφορά που θα επιδείξουν οι γονείς. Η σοφή επιλογή συζύγου για τεκνοποιία (ευγονική), η ευγενική καταγωγή (ευγένεια), η αποχή από το ποτό κατά τη συνουσία και η θρέψη του βρέφους με μητρικό γάλα (συναισθηματικός δεσμός μητέρας-νεογνού) παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση χαρακτήρα. Ο «παις», έτσι, θα είναι «γερό σκαρί», δε θα ντρέπεται για την ταπεινή του καταγωγή, δε θα καταλήξει μέθυσος και το κυριότερο, θα έχει μια ψυχολογικά και συναισθηματικά ισορροπημένη φύση. Όμως, η κατάκτηση του ύψιστου αγαθού της Αρετής, δεν προϋπέθετε μόνο σωστή ανατροφή, αλλά και καλλιέργεια μέσω της μάθησης και της συνήθειας (έξη), δώρα των θεών αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα μεταξύ τους, συγκεντρωμένα μόνο σε πολύ λίγες εκλεκτές φύσεις (Πυθαγόρας, Σωκράτης, Πλάτωνας).
Ο λόγος, η μάθηση και η συνήθεια είναι τα τρία γνωρίσματα που πρέπει να έχει ο νέος από μικρή κιόλας ηλικία, για να συνεισφέρει στην πόλη-κράτος, «γιατί η νιότη είναι εύπλαστη και ρευστή και στην απαλή ψυχή τους ενσταλάζεται το καθετί που μαθαίνουν», μια έμφυτη δίψα που θα του προκαλέσει τη ροπή για μάθηση και εξέλιξη του χαρακτήρα του, ενώ και η προσωπική θέληση για αυτοβελτίωση και συνεισφορά δυναμώνει το νέο σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, αποκλείοντας το ενδεχόμενο επανάπαυσης. Γιατί το δραστήριο πνεύμα εύκολα μπορεί να ατονήσει, αλλά και το ράθυμο δύσκολα δραστηριοποιείται, αν δεν τα συντρέχει η επιμονή και υπομονή στην καθημερινή άσκηση του σώματος και του πνεύματος. Έτσι, η μάθηση γίνεται στοιχείο του χαρακτήρα, όπως και η σωματική δύναμη, συνεισφέροντας στο έθος της αρετής. Ο Πλούταρχος, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ του κόπου και της επιμέλειας, φέρνει παραδείγματα από την καθημερινή ζωή: γόνιμα χωράφια, αν παραμεληθούν, παραμένουν άγονα, ενώ εδάφη με σκληρό και δύσκολο έδαφος μπορούν με αρκετή φροντίδα να βγάλουν καρπό. Η σωματική ρώμη αν δεν την περιποιηθείς, αλλά αντίθετα την αμελήσεις, θα χαθεί. Η συνήθεια της ευεξίας (ευ ζην) του σώματος και η ευκοσμία (καλή συμπεριφορά) γίνονται επίκτητες ιδιότητες μέσω της συνεχούς επανάληψης και επιμέλειας του εαυτού.
Η δύναμη της συνήθειας αυτής που επιφέρει η αγωγή φαίνεται από το παράδειγμα των κουταβιών που εκτρέφει ο Λυκούργος (3a-3b), ο φημισμένος νομοθέτης των Λακεδαιμονίων. Παρότι τα κουτάβια έχουν κοινή καταγωγή, η ανατροφή και η εκπαίδευσή τους υπήρξε διαφορετική, καταλήγοντας σε διαφορετική συμπεριφορά: το ένα αρεσκόταν στην έτοιμη τροφή, ενώ το άλλο επιδιδόταν σε κοπιαστικό κυνήγι για την εύρεση αυτής. Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η παράθεση των στίχων του ποιητή Φωκυλίδη (3f, στ.10-11): «Πρέπει όσο ακόμη είναι νέος, να του διδάσκεις τα καλά έργα». Όταν το παιδί μεγαλώσει και παρουσιαστεί η ανάγκη για παιδαγωγό, ο Πλούταρχος προτάσσει την προσεκτική εκλογή αυτού: να είναι ενάρετος Έλληνας και όχι ένας αλλόγλωσσος δούλος ή βάρβαρος που δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμησιν. Ο διδάσκαλος οφείλει να ασκεί το λειτούργημα του ως φάρος σωφροσύνης και ηθικής και σίγουρα όχι απλώς ως ένας μισθωτός και φιλάργυρος επαγγελματίας, αλλά ως ένας ελεύθερος άνθρωπος που εκπροσωπεί τα ιδανικά της πόλης-κράτους, ενσταλάζοντάς τα στην παιδική ψυχή.
Ο Πλούταρχος, στη συνέχεια, δε διστάζει να κατονομάσει τη φιλοσοφία ως το ύψιστο μάθημα που πρέπει να διδάσκονται οι νέοι, γιατί αυτή ακριβώς η αναζήτηση της σοφίας, τα πνευματικά εργαλεία της λογικής, της κριτικής σκέψης και της αμφισβήτησης μπορούν να καθοδηγήσουν τον νεανία στην Αλήθεια της ζωής, δηλαδή στο να διακρίνει το καλό από το κακό, το βλαβερό από το ωφέλιμο, το δίκαιο από το άδικο, τη μεσότητα από την υπερβολή κτλ., αλλά και να δημιουργήσει με αυτόν τον τρόπο πρότυπα σωφροσύνης και ευκοσμίας. Εκτός αυτού, προκρίνει το ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιεί», προτρέπει, δηλαδή, τους νέους να ασχολούνται με την καλή φυσική κατάσταση και να εκπαιδεύονται τόσο σε κυνηγετικές δραστηριότητες όσο και να έχουν πολεμικές ασχολίες για να μη γίνουν «τα αγαθά των ηττημένων έπαθλα των νικητών». Ο παιδοτρίβης, ο κιθαριστής και ο γραμματικός θα αναλάβουν, επίσης, τη μέριμνα για τα μαθήματα της γυμναστικής, της μουσικής και της γραμματικής αντίστοιχα.
Ίσως τελικά ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος να είχε δίκιο όταν είχε πει «την παιδείαν έτερον ήλιον είναι τοις πεπαιδευμένοις» («η παιδεία είναι δεύτερος ήλιος για τους μορφωμένους», Γνωμολογία Vatic 314, νόθο απόσπασμα).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πλούταρχος (2002), Περί Παίδων Αγωγής, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, Παραμυθητικός προς την εαυτού γυναίκα, μτφ-επιμ. Γεώργιος Α. Ράπτης, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος
- Μπόκολας, Βασίλειος Α. (2015), Παιδεία και Πόλις: Ελληνική παιδεία, «πολιτική» και νεότητα, Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια
- Ηράκλειτος (1999), Άπαντα, μτφ Τάσος-Φάλκος Αρβανιτάκης, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος