Της Μαρίας Κοντοπίδη,
Η Ελλάδα, ως σταυροδρόμι ηπείρων, «χωνευτήρι» λαών και πολιτισμών, δεχόταν ανέκαθεν προσφυγικά κύματα. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι διεθνείς συνθήκες, οι εχθρότητα μεταξύ των βαλκανικών χωρών και οι συνεχείς πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα πολυάριθμες εισροές κυνηγημένων ανθρώπων στο ελληνικό κράτος. Αποκορύφωμα των πληθυσμιακών μετακινήσεων υπήρξε ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης το 1922. Η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση στην ταραγμένη ιστορία της. Περισσότεροι από 1.200.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα κυνηγημένοι και εξαθλιωμένοι. Πρωταρχική σημασία στην ατζέντα όλων των ηγεσιών κατά τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, το διάστημα δηλαδή μεταξύ της Μικρασιατικής Καταστροφής και της εισόδου της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατείχε το ζήτημα της χάραξης οργανωμένης κρατικής πολιτικής με σκοπό την περίθαλψη, αποκατάσταση και τελικά ενσωμάτωση των προσφύγων.
Η κρατική μέριμνα για την αντιμετώπιση της πρωτόγνωρης ανθρωπιστικής κρίσης που ξέσπασε το 1922 υπήρξε, σε γενικές γραμμές και παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, οργανωμένη με αποτέλεσμα το τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων να ολοκληρωθεί μέσα σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα και να θεωρηθεί το μεγαλύτερο επίτευγμα του ελληνικού κράτους εν καιρώ ειρήνης.
Ιδιαίτερα ο βενιζελισμός, η πολιτική που πρέσβευε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θεωρούσε πως η διατήρηση του νέου status quo στο διεθνές πεδίο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με τις συνθήκες ειρήνης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και η Συνθήκη της Λοζάνης, θα διασφάλιζε τα κεκτημένα της Ελλάδας και θα την προστάτευε από τις επεκτατικές βλέψεις των γειτονικών χωρών. Το ελληνικό κράτος είχε μόλις βγει από μια δεκαετή πολεμική περιπέτεια ηττημένο και απομονωμένο. Δεν είχε παρά να ακολουθήσει τον δρόμο του διεθνούς δικαίου. Αυτό θα το κατόρθωνε τηρώντας τις δεσμεύσεις του, μεταξύ άλλων απέναντι, αφενός στις εθνικές, εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες, τις οποίες σε πολλές περιπτώσεις διεκδικούσαν γειτονικά κράτη, γεγονός που καθιστούσε την ικανοποίηση των αιτημάτων τους ζήτημα που θα μπορούσε δυνητικά να αφορά την ίδια την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους και αφετέρου απέναντι στους άρτι αφιχθέντες πρόσφυγες.
Προκειμένου να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της, η πολιτεία σε συνεργασία με παράγοντες από το εξωτερικό ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, η οποία διακρινόταν με βάση την κοινωνική προέλευση, τον τόπο και την προηγούμενη απασχόληση των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες σε δύο βασικούς τύπους: στην αγροτική και την αστική.
Η αγροτική αποκατάσταση, κατέστη δυνατή μέσω της εκτεταμένης αγροτικής μεταρρύθμισης, που κατάφερε να δώσει οριστική λύση στο αγροτικό ζήτημα, το οποίο προκαλούσε σοβαρές κοινωνικές τριβές σε άλλες χώρες της Ευρώπης κατά την ίδια περίοδο. Χάρη στις ρυθμίσεις του 1917 και του 1923, το ελληνικό κράτος είχε τη δυνατότητα να απαλλοτριώνει και στη συνέχεια να αναδιανέμει μεγάλες εκτάσεις γης χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς και υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων. Έτσι, πολλοί πρόσφυγες απέκτησαν ένα κομμάτι γης για καλλιέργεια και στέγη στην ύπαιθρο, όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Η παραπάνω τακτική εξασφάλιζε λύση στο πρόβλημα της εύρεσης στέγασης, αλλά και απασχόλησης των προσφύγων, ενώ αυξανόταν και η αγροτική παραγωγή, η οποία ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, εποικίζονταν έτσι παραμεθόριες περιοχές, όπως η πρόσφατα τότε προσαρτημένη Μακεδονία, της οποίας η εθνολογική σύσταση άλλαξε οριστικά με την εγκατάσταση εκεί προσφύγων με ελληνική εθνική ταυτότητα.
Η αστική αποκατάσταση, συνάντησε περισσότερα εμπόδια σε σχέση με την αγροτική και αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο ότι την είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου το ελληνικό κράτος, χωρίς ουσιαστική αρωγή από ξένους φορείς. Σε αυτόν τον τύπο αποκατάστασης, η κρατική μέριμνα περιοριζόταν στην εξεύρεση κατοικίας για τους πρόσφυγες και όχι μόνιμης απασχόλησης. Ο τεράστιος αριθμός προσφύγων στα αστικά κέντρα και η περιορισμένη διαθεσιμότητα σπιτιών καθιστούσε την αποκατάσταση στις πόλεις δύσκολη υπόθεση. Παράλληλα, το κόστος της ήταν σαφώς μεγαλύτερο για το κράτος σε σύγκριση με αυτό της αγροτικής.
Έτσι, οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις έμεναν για χρόνια σε παραπήγματα. Οι προσφυγικές συνοικίες χαρακτηρίζονταν συνήθως από άναρχη ρυμοτομία και προχειρότητα κατασκευών. Για τους λόγους αυτούς και εξαιτίας της διαρκώς αυξανόμενης «κομμουνιστικής απειλής», η οποία θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με την δημιουργία καθεστώτος μικροϊδιοκτησίας στην Ελλάδα αντί αστικού προλεταριάτου με εργατική συνείδηση, η αγροτική αποκατάσταση προτιμήθηκε σε σχέση με την αστική από το ελληνικό κράτος.
Παρά τις αντιξοότητες, οι οποίες δεν περιορίζονταν απλώς στο μέγεθος της κρίσης, αλλά συνδέονταν και με την πολιτική αστάθεια της περιόδου και τον τυχοδιωκτισμό πολιτικών και προσφύγων που προσπαθούσαν να αποκομίσουν οφέλη και να ικανοποιήσουν προσωπικές φιλοδοξίες, παρά τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους γηγενείς, οι οποίοι έφταναν στο σημείο να αμφισβητούν την «ελληνικότητα» των προσφύγων, παρά τη δεινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και παρότι χρειάστηκε ένας νέος πόλεμος και ένας πολύ διαφορετικός κοινός εχθρός, προκειμένου να γεφυρωθεί εντελώς το χάσμα μεταξύ προσφύγων και ντόπιων, μεταξύ «έθνους» και «κράτους», τελικά οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους για αποκατάσταση και κατά συνέπεια ίσως αφομοίωση των προσφύγων αποδείχθηκαν επιτυχείς.
Παράγοντας της επιτυχίας αυτής ήταν η νέα οπτική του βενιζελισμού, ο οποίος απαλλαγμένος από ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, όπως η Μεγάλη Ιδέα, συνειδητοποίησε γρήγορα την ανάγκη της ενσωμάτωσης των ανθρώπων αυτών στον κορμό του ελληνικού κράτους, ώστε να επιτευχθεί τελικά το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης και να γίνει η Ελλάδα ένα αστικό εθνικό κράτος κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο της εποχής.
Έναν αιώνα σχεδόν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγική κρίση που την ακολούθησε, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι σε δύσκολη θέση. Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Είναι πραγματικά τόσο διαφορετικές οι συνθήκες εκείνης της εποχής σε σχέση με της σημερινής; Ήταν οι πρόσφυγες του 1922 μια εθνολογικά και πολιτισμικά συμπαγής μονάδα, που ουδεμία σχέση έχει με αυτή των προσφύγων του 2021; Είμαστε όντως τόσο διαφορετικοί όσο νομίζουμε συγκριτικά με τους προγόνους μας στο ζήτημα της αντιμετώπισης του κατατρεγμένου ξένου; Είμαστε πράγματι τόσο διαφορετικοί από τον ίδιο τον κατατρεγμένο ξένο; Πόσο ρόλο έπαιξε και μπορεί να παίξει η ανθρωπιά σε μια τέτοια κρίση; Μέχρι πού είναι στρωμένος ο δρόμος με καλές προθέσεις; Τι μαθήματα μπορούμε να πάρουμε από τις κρατικές πολιτικές εκείνης της περιόδου, μπορούμε να εφαρμόσουμε αντίστοιχες και καλύτερες σήμερα; Οι απαντήσεις δεν είναι απλές, ούτε μόνο μαύρες ή άσπρες. Οι ερωτήσεις όμως πρέπει να συνεχίσουν να γίνονται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μαυρογορδάτος, Θ. Γιώργος (2019), Μετά το 1922: Η παράταση του Εθνικού Διχασμού, 5η έκδοση, Αθήνα: Εκδ. Πατάκη
- Αλεξάτος, Γιώργος (2019), Οι Ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, 2η έκδοση, Αθήνα: Εκδ. Άπαρσις