Της Χριστίνας Πάτερου,
Ο Παναμάς αποτελεί χώρα που σημειώνει σημαντική οικονομική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι εμφανής από τη συνεχόμενη ανοδική τάση του Α.Ε.Π. της χώρας. Παρόλη την οικονομική βελτίωση, το εκπαιδευτικό σύστημα του μικρού κράτους της Καραϊβικής χαρακτηρίζεται ακόμη και σήμερα ως το χειρότερο στον κόσμο. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο δεδομένης της άρρηκτης σχέσης της οικονομίας με την ποιότητα εκπαίδευσης; Η απάντηση βρίσκεται σε οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες, που συχνά δεν λαμβάνονται υπόψιν και που σχετίζονται με την οικονομική ανισότητα και τις κοινωνικές νόρμες, που θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στη συνέχεια.
Το εκπαιδευτικό σύστημα του Παναμά χωρίζεται σε τρεις βαθμίδες: τη βασική εκπαίδευση, τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια. Η βασική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μέχρι τα 15 και περιλαμβάνει την προσχολική εκπαίδευση (pre-school), το δημοτικό (primary) και την προ-δευτεροβάθμια εκπαίδευση (pre middle-school.) Το 2013, στη βασική εκπαίδευση ήταν εγγεγραμμένα περίπου 100.000 παιδιά. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δίνει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της ακαδημαϊκής ή της τεχνικής εκπαίδευσης και έχει διάρκεια 3 χρόνια. Το 2020, η εγγραφή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έφτασε το 78,48% παρουσιάζοντας μικρή αύξηση σε σχέση με το 2013, όταν το ποσοστό αυτό έφτασε στο 75,33%. Σε σχέση με τις προτιμήσεις, φαίνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών/τριών επιλέγει την τεχνική εκπαίδευση, γεγονός που ίσως εξηγείται από την κακή ποιότητα της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει, ωστόσο, και ένα παράδοξο, καθώς το 70% του Α.Ε.Π. της χώρας προέρχεται από τον τομέα των υπηρεσιών.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει τη λιγότερη συμμετοχή, με το ποσοστό συμμετοχής να ανέρχεται στο 47,8% με το 58,6% αυτού να αποτελείται από γυναίκες. Όσον αφορά τη συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, η βασική εκπαίδευση μέχρι το γυμνάσιο είναι δωρεάν, ενώ η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα επιτρέπεται σε όλες τις βαθμίδες, στα ιδρύματα του οποίου συμμετέχει σήμερα το 13% του μαθητικού συνόλου. Επιπρόσθετα, οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση, αν και έχουν αυξηθεί σε σχέση με παλιότερα, παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο και αντιπροσωπεύουν το 3,13% του Α.Ε.Π., ενώ στις αναπτυγμένες χώρες το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλότερο από 5% (Γερμανία) μέχρι 7,7% (Νορβηγία). Η έλλειψη και των σχετικών ποσοστών για τη δαπάνη ανά μαθητή και τη δαπάνη με βάση το κατά Κεφαλήν Α.Ε.Π. καταδεικνύει και τη μη συμμόρφωση της χώρας με τις διεθνείς απαιτήσεις, που ενδέχεται να δημιουργούν και ερωτήματα σχετικά με τη διαφάνεια στην οικονομική διαχείριση. Η υποχρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος από το κράτος έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η οποία δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο παθογενειών, που έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που απορρέουν από τη χαμηλή χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος αφορά στις χαμηλές απολαβές των εκπαιδευτικών, καθώς και ελλείψεις σε προσωπικό, που συχνά έχουν οδηγήσει σε απεργίες και κλεισίματα σχολείων. Παράλληλα, η έλλειψη χρηματοδότησης έχει οδηγήσει σε απουσία σχολικών υποδομών, η οποία έχει αντιμετωπιστεί μερικώς με τη χρήση των υπαρχόντων κτιρίων για μαθήματα και το πρωί και το απόγευμα, καθώς και σε ελλείψεις σε βασικά αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα, ειδικά σε αγροτικές περιοχές. Στατιστικά, μόνο στο 67% των δημοτικών σχολείων έχει ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πόσιμο νερό ανέρχεται στο 59%.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Παναμάς σήμερα έχει να κάνει με τη σχολική εγκατάλειψη, η οποία έχει άμεση σχέση με την οικονομική πραγματικότητα της χώρας και την εισοδηματική ανισότητα, που χαρακτηρίζεται αρκετά υψηλή. Πιο συγκεκριμένα, η διευρυμένη εισοδηματική ανισότητα που υφίσταται στη χώρα, η οποία, σύμφωνα με τον δείκτη ισότητας Gini, βρίσκεται στο 49,8% (100% αντικατοπτρίζει την απόλυτη ανισότητα), έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος των παιδιών στο να εγκαταλείψουν το σχολείο και να αναζητήσουν εργασία για να στηρίξουν οικονομικά τις οικογένειές τους, φαινόμενο που εντείνεται με τους χαλαρούς νόμους του κράτους για την παιδική εργασία.
Συγκεκριμένα, στις αστικές περιοχές, τα παιδιά έχουν τη «δυνατότητα» να δουλεύουν από την ηλικία των 14 ετών, ενώ στις αγροτικές περιοχές από την ηλικία των 12 ετών. Παράλληλα, η κακή κατάσταση των υποδομών αναγκάζει πολλά παιδιά να εγκαταλείψουν το σχολείο, καθώς συχνά απειλούνται από τα καιρικά φαινόμενα, που αποκόπτουν την πρόσβαση στις σχολικές μονάδες. Σε κοινωνικό επίπεδο, ο θεσμός των παιδικών γάμων, που επιτρέπει στα αγόρια να παντρεύονται από τα 16 και στα κορίτσια από τα 14, καθώς και ο μεγάλος αριθμός παιδικών εγκυμοσύνων, έχουν αυξήσει κατά πολύ τα ποσοστά σχολικής εγκατάλειψης. Το 2013, το ποσοστό σχολικής εγκατάλειψης μόνο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση έφτασε το 14%, ενώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το ποσοστό εγγραφών έφτασε μόνο στο 78,4%. Τέλος, τα χαμηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης απαντώνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου το ποσοστό συμμετοχής φτάνει το 47,8%, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι γυναίκες (58,6%). Η χαμηλή ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και δη σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής όπως η ιατρική, η διοίκηση επιχειρήσεων και οι εξαγωγές, όπως και η έλλειψη εξειδίκευσης των ατόμων, έχουν δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο διαιώνισης της κοινωνικής ανισότητας, που σε μεγάλο βαθμό αυτοτροφοδοτείται, καθώς το 60% των πανεπιστημίων της χώρας είναι ιδιωτικά, ενώ η έλλειψη σχεδιασμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της οικονομίας της χώρας, λειτουργεί αντιπαραγωγικά για το κοινωνικό σύνολο.
Συμπερασματικά, αξίζει να αναφέρουμε πως τα τελευταία χρόνια, τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και το ίδιο το κράτος του Παναμά, έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα εκπαίδευσης στη χώρα. Η Κυβέρνηση, το 2010, αποφάσισε να εγκαινιάσει ένα αναθεωρημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με έμφαση στην τεχνική εκπαίδευση, ενώ δόθηκε έμφαση στις επενδύσεις με στόχο τη βελτίωση των υποδομών. Για την καταπολέμηση της σχολικής εγκατάλειψης, η Κυβέρνηση έχει δρομολογήσει την καταβολή επιδομάτων στους μαθητές και στις μαθήτριες, καθώς και την αύξηση της χρηματοδότησης για τα πανεπιστήμια. Μένει μονάχα να δούμε κατά πόσο οι πρωτοβουλίες αυτές θα καταφέρουν να βελτιώσουν ουσιαστικά την κατάσταση, έστω και σε μικρό βαθμό, και να αμβλύνουν τον μεγάλο βαθμό ανισότητας που επικρατεί στη χώρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Panama makes progress towards sustainable education growth, Oxford Business Group, Retrieved from here
- Gini index (World Bank estimate) – Panama, The World Bank, Retrieved from here
- Education in Panama, The Borgen Magazine, Retrieved from here
- Panama, UNESCO, Retrieved from here