Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Οι κοινότοπες εναρκτήριες φράσεις που εισάγουν το θέμα της πανδημίας στην επικαιρότητα έχουν πλέον εξαντληθεί, ωστόσο, εφόσον η έκτακτη αυτή συνθήκη έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της καθημερινότητας, δεν γίνεται να εκλείπει από την ειδησεογραφική και αναλυτική θεματολογία. Η αγωνία και ή άγνοια για το τι επιφυλάσσει το μέλλον αυτής της ασθένειας – εξορμώμενοι και από το νέο είδος αφρικανικής μετάλλαξης που βρήκε το πρώτο κρούσμα της Ευρώπης στο Βέλγιο – διατηρούνται στο υγειονομικό, πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, τα οποία πλέον καταβεβλημένα από τη χρονική επέκταση αυτής της έκτακτης συνθήκης, έχουν αφουγκραστεί τον ρόλο τους στη διαχείριση αυτού του ζητήματος.
Δεν γίνεται λόγος απλά για τη συνειδητότητα των ευθυνών σε όποιο επίπεδο, αλλά για το ότι ο καθένας προσαρμόζει το ισοζύγιο των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων του, σύμφωνα με τη θέση του στο πολιτικό σύστημα. Σαφώς, υπάρχει τόσο η κοινωνική όσο και η καθαρά ανθρώπινη σκοπιά, δόκιμο, όμως, είναι να πολιτικοποιηθεί αυτός ο ιός, όχι με ιδεολογικά χρώματα, αλλά ως ρυθμιστικός παράγοντας της πολιτειακής πραγματικότητας, καθώς, διόλου δημοκρατικά, υπαγορεύει το τι πρέπει να πραχθεί και αναπροσαρμόζει τις ευθύνες των πολιτικών ιθυνόντων. Δεν διαφέρει και πολύ από έναν εξωτερικό εχθρό που, διά της απειλής της ισχύος, του ήρθε να επιβληθεί στην κρατική αυτοκυριαρχία, λόγω του ότι η νομοθέτηση στο κοινοβουλευτικό πλαίσιο είτε επιστρατεύει τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, είτε στη διαμόρφωση κάθε είδους δημόσιας πολιτικής τίθενται ως ρήτρα τήρησης τα μέτρα που προστατεύουν από την απειλή του.
Η πολιτικοποίησή του συμπεριλαμβάνει, λοιπόν, την έννοια της ασφάλειας. Η συμβατική πρόσληψη της ασφάλειας δεν αρκεί για να ορίσει τις απαιτούμενες αντιδράσεις, διότι η παγκοσμιότητα της απειλής του κορωνοϊού τοποθετείται υπό το πρίσμα της υγείας, που δεν αφορά γεωπολιτικά παίγνια με κινητήρια δύναμη το όποιο είδος ισχύος, αλλά μία βιολογική επίθεση ενός αόρατου εχθρού, ο οποίος δεν έχει κίνητρα ούτε κάνει διακρίσεις, παρά επεκτείνεται επειδή αυτή είναι η φύση του και πλέον αποτελεί κομμάτι της ίδιας της φύσης. Κατά συνέπεια, τα χαρακτηριστικά που προσδίδει στο περιβάλλον του έχουν συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή και η υψηλή μεταδοτικότητά του εισάγει στις κρατικές δομές την υποχρέωση να προστατεύσουν την διοικητική τους κοινότητα.
Το εξουσιαστικό φαινόμενο αντιστρέφεται, το μονοπώλιο της κρατικής βίας διατηρείται και ισχυροποιείται περαιτέρω ως προς τη σχέση του κράτους και των πολιτών, αλλά αχρηστεύεται όσον αφορά τη σχέση του κράτους και του ιού, και όχι με απόλυτο τρόπο. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο ιός υπακούει στους νόμους της φύσης και δίνει διλημματικές επιλογές στους νόμους των ανθρώπων. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική αντίληψη στη διαχείριση του εν λόγω ζητήματος, όταν δεν πρόκειται για μία αμφίδρομη σχέση συνδιαλλαγής και δεν εγείρεται ούτε στο ελάχιστο το θέμα της νομιμοποίησης.
Η πανδημία αυτονομιμοποιείται με τους δικούς της όρους στην πολιτική πραγματικότητα. Οι πολιτικοί ιθύνοντες, στην προκειμένη περίπτωση η Κυβέρνηση και οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι, ως οι συμβατικά νομιμοποιημένοι βάσει της λαϊκής κυριαρχίας, καλούνται να συνδιαλλαγούν με πρωτοφανή τρόπο, όχι από θέση ισχύος, αλλά ως υποτελείς στις φυσικές αντιδράσεις του κορωνοϊού, οι οποίες επιβάλλουν το καθεστώς μίας διαφορετικής κρίσης συγκριτικά με αυτές που έχει καταγράψει η ιστορία. Η πρόκληση της σύγκρουσης που τίθεται, όμως, πέραν των απαραίτητων διαδικαστικών βημάτων που πρέπει να υπακούσει η πολιτεία και να συμφωνούν με την επιστημονική δόξα, δεν αφορά στο ότι οι πολιτικές αποφάσεις τεχνοκρατικοποιούνται, αλλά στο ότι ο υγειονομικός αυταρχισμός που ενέχει μόνο την έννοια της υποχρεωτικότητας, είτε στη συμπεριφορά είτε στις διαδικασίες, συγκρούεται με τον κοινωνικό δικαιωματισμό.
Οι πολίτες, ζώντας δύο χρόνια υπό το καθεστώς αυτής της έκτακτης συνθήκης, έχουν στερηθεί θεμελιώδεις συνταγματικές ελευθερίες για κάτι που επίσης προβλέπεται συνταγματικά, τη δημόσια υγεία. Καθημερινοί προβληματισμοί, καθημερινές συγκρούσεις και αποκλεισμοί από το κοινωνικό γίγνεσθαι διχάζουν την κοινωνία και την πολιτεία, εντοπίζοντας και στις δύο περιπτώσεις τις κατηγορίες των συμμορφούμενων και των αρνητών, όπου ο φόβος συγκρούεται με την αφέλεια, την άγνοια και τη συνωμοσιολογία. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη συνθήκη την οποία ο δημόσιος διάλογος αντιμετωπίζει σε κάθε περίσταση, είτε εκ του κοινοβουλευτικού βήματος είτε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και γίνεται ταυτόχρονα τόσο αντικείμενο ευρείας συναίνεσης ως προς την ανάγκη καταπολέμησής της όσο και έντονης διαφωνίας ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής της. Ο πολιτικοποιημένος ιός, συνεπώς, είναι κομμάτι της έκτακτης κανονικότητας που βιώνει κάθε είδος κοινωνικής συνδιαλλαγής, η οποία αναμορφώνεται αναλόγως με τη δική του συμπεριφορά.