Της Ελπίδας Καλαμαράκη,
Το να έχεις ακούσει ένα περιστατικό της “cancel culture” στις μέρες μας είναι αναπόφευκτο. Η συγκεκριμένη φράση βρίσκεται παντού στις ειδήσεις και τα social media και έχει συνδεθεί σχεδόν με τα πάντα, από συζητήσεις για την ελευθερία του λόγου, μέχρι και στίχους τραγουδιών ή διαδικτυακά memes. Φυσικά, πίσω από το πληκτρολόγιο, είναι πολύ πιο απλό το να κατηγορήσεις κάποιον και να τον κάνεις “cancelled”. Από πού, όμως, προέρχεται αυτή η έννοια και γιατί έχει παρερμηνευτεί τόσο πολύ σήμερα;
Η ιδέα της ακύρωσης ξεκίνησε ως εργαλείο για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες, ώστε να διεκδικήσουν τον σεβασμό και τις αξίες τους ενάντια σε δημόσια πρόσωπα που διατηρούσαν την εξουσία ακόμη και μετά τη διάπραξη αδικημάτων. Επομένως, η cancel culture (κουλτούρα ακύρωσης) ουσιαστικά ήταν μία προσπάθεια αναγνώρισης και επίρριψης των ευθυνών ορισμένων δημοσίων προσώπων που είχαν συνηθίσει να μην λογοδοτούν σε κανέναν. Ωστόσο, σήμερα, στην τρέχουσα μορφή της και μετά από τόση πρόοδο που έχει πετύχει η κοινωνία αναφορικά με ζητήματα όπως η ελευθερία του λόγου και η λογοκρισία, σε συνδυασμό με την αμεσότητα και την ευκολία έκφρασης και διατύπωσης γνώμης μέσω των social media, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η κουλτούρα της ακύρωσης θα παρερμηνευόταν και θα λάμβανε ακραίες διαστάσεις, κάνοντας μας να διαπιστώσουμε το πόσο μπορούν να διαστρεβλωθούν τα πράγματα – ειδικά όταν εκφραζόμαστε υπό την ασφάλεια μίας οθόνης.
Σήμερα, μέσω «εκστρατειών hashtag», πολλοί χρήστες ζητούν την «εξαφάνιση από τον χάρτη» δημοσίων προσώπων με μεγάλη επιρροή. Αυτό κυμαίνεται από το να χάσουν τους followers και την επιρροή που έχουν στα social media, μέχρι και το να μείνουν άνεργοι. Βέβαια, όσο και αν έχουν βοηθήσει οι εν λόγω εκστρατείες σε πολλά ζητήματα, το κυριότερο πρόβλημα που έχει προκύψει είναι πως ο κόσμος καταλήγει να παθιάζεται το ίδιο έντονα για θέματα που δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, με αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, να γίνονται cancelled άτομα που δεν το αξίζουν πραγματικά.
Ασφαλώς και υπάρχουν παραδείγματα στα οποία η κουλτούρα της ακύρωσης έχει λειτουργήσει ευεργετικά. Η χώρα μας, παρόλο που εισήγαγε τον συγκεκριμένο όρο «τελευταία και καταϊδρωμένη» σε σχέση με τον παγκόσμιο χάρτη, έχει καταφέρει να δρα το ίδιο έντονα με χώρες του εξωτερικού. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό με τον χορευτή Τάσο Ξιάρχο, ο οποίος έγινε cancelled εξαιτίας του δημοσίου bullying που έκανε σε μία κοπέλα για τα κιλά και το σωματότυπο της. Το γεγονός ότι, αντί να ζητήσει μία ειλικρινή συγγνώμη εξ’ αρχής, αποφάσισε να προβεί σε μία σειρά από ισχνές δικαιολογίες, απειλώντας ακόμη και πως θα αυτοκτονήσει διότι δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση, αποδεικνύει πως δεν έμαθε το μάθημα του. Εξίσου χαρακτηριστικό σκηνικό είναι η ακύρωση πασίγνωστων Ελλήνων ηθοποιών και σκηνοθετών –πιστεύω ότι όλοι μπορούν να καταλάβουν σε ποιους αναφέρομαι– μετά από πληθώρα καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση. Η έξαρση μέσω των social media, έδωσε δύναμη σε ακόμα περισσότερα άτομα να μιλήσουν, διευκολύνοντας έτσι, εν τέλει, τη σύλληψή τους. Ένα τελευταίο παράδειγμα αποτελεί ο σάλος με την εταιρεία efood μετά την δημοσιοποίηση της νέας σύμβασης για τους ντελιβεράδες. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες χρήστες της εφαρμογής, είτε να σταματήσουν να τη χρησιμοποιούν είτε να την απεγκαταστήσουν εντελώς, κάνοντας έτσι την εταιρεία να απολογηθεί και να άρει την σύμβαση.
Ωστόσο, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις, ιδίως στο εξωτερικό στις οποίες η κουλτούρα της ακύρωσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερβολική. Είναι διαφορετικό το να ζητάς να σταματήσουν να προβάλλονται ταινίες ή τραγούδια δημοσίων προσώπων που κατηγορούνται για κακοποίηση (όπως ο τραγουδιστής R. Kelly), και διαφορετικό το να επιθυμείς να καταργηθούν σειρές (όπως τα «Φιλαράκια») και πολλές, κλασικές ταινίες (διάφορες της Disney) επειδή υπάρχουν αστεία και σκηνές μη αποδεκτά σήμερα. Επίσης διαφέρει το να είσαι προσβλητικός καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας σου και το να έγραψες ένα προσβλητικό αστείο στο Τwitter μία φορά στο παρελθόν. Η σεξουαλική κακοποίηση και δημιουργία σκηνών σε δεκαετίες που – ας παραδεχτούμε ότι – κανείς μας δεν ήταν τόσο ευαίσθητος απέναντι σε τέτοιου είδους θέματα, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Το ότι σήμερα, πράγματι δεν θα ήταν αποδεκτό θα προβληθούν τέτοιου είδους σκηνές, δεν καθίσταται αρκετό, ώστε να ακυρώσει πλήρως έργα προηγούμενων ετών. Μία σωστή πρακτική είναι το να σταματήσουμε να δημιουργούμε αντίστοιχα και όχι το να ψηλαφίζουμε το παρελθόν.
Καταλήγοντας, θεωρώ πως το μεγαλύτερο μειονέκτημα της cancel culture στις μέρες μας είναι ότι δεν σέβεται τον διάλογο – μάλλον το αντίθετο. Εμμένει τυφλά σε μία θέση, ανεξαρτήτως της βαρύτητας της κατηγορίας, συνήθως αρνείται να ακούσει τα όσα έχει να πει ο εκάστοτε «κατηγορούμενος», πολλάκις παρερμηνεύει τους λόγους της κατηγορίας και δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες που προκύπτουν τόσο από ψυχολογικής όσο και από κοινωνικής άποψης. Η ελευθερία του λόγου και η online οργή είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αυτή τη δύναμη που μας παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει να την εκμεταλλευόμαστε για να «ξεσπάμε», ούτε να καταλήγουμε να γινόμαστε προσβλητικοί, διότι νοιώθουμε προστατευμένοι πίσω από την οθόνη, αλλά να τη χρησιμοποιούμε όπου έχει πραγματική σημασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The second wave of “cancel culture”, vox.com, Διαθέσιμο εδώ
- Cancel Culture: Μέχρι που δικαιούται να φτάσει η online οργή; popaganda.gr, Διαθέσιμο εδώ
- #CancelCulture | Τα περιστατικά της κουλτούρας της ακύρωσης στην ελληνική πραγματικότητα, missbloom.gr, Διαθέσιμο εδώ